Κριτική θεάτρου: «Κουαρτέτο»

Η Κερασία Σαμαρά ερμηνεύει τη μαρκησία Ντε Μερτέιγ και ο Χρήστος Βασιλόπουλος τον δοκιμαζόμενο από τις αντικρουόμενες διαθέσεις του υποκόμη Βαλμόν

Το διάσημο «Κουαρτέτο» του Χάινερ Μίλερ σκηνοθετεί ο Θανάσης Σαράντος σε μια παράσταση ενδιαφέρουσα αλλά άνιση.

Το «Κουαρτέτο» του Χάινερ Μίλερ αντλεί την έμπνευση και τα πρωταγωνιστικά του πρόσωπα από το διάσημο μυθιστόρημα του Σοντερλό ντε Λακλό «Επικίνδυνες σχέσεις» και αποτελεί πλέον υπόδειγμα ευτυχούς μεταφοράς ενός πεζογραφήματος στο θέατρο. Το έργο του Λακλό απαρτίζεται από τις παιγνιώδεις, παραπειστικές και εντέλει δηλητηριώδεις επιστολές που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι κεντρικοί του ήρωες. Η υπόθεσή του εκτυλίσσεται κατά την ιστορική περίοδο που προηγείται της Γαλλικής Επανάστασης του 1789 και απεικονίζει με αδυσώπητο χρωστήρα την ανέμελη σήψη και τη διαβρωτική εμπάθεια των ηθών της άρχουσας τάξης.

Το εναρκτήριο σήμα της πλοκής του έργου δίνεται από ένα στοίχημα ερωτικής αποπλάνησης στο οποίο σπρώχνουν τα ρέστα τους η μαρκησία Ντε Μερτέιγ και ο υποκόμης Βαλμόν, δύο διεφθαρμένοι αριστοκράτες που στο παρελθόν υπήρξαν τόσο άσπονδοι εραστές όσο αβέβαιοι σύμμαχοι πρόκειται να γίνουν στο σημερινό τους παιχνίδι.

Αυτά είναι και τα μόνα πρόσωπα που κρατά επί σκηνής ο Μίλερ στη θεατρική του διασκευή. Και αποδεικνύεται ότι αρκούν, γιατί κινούνται σε μια αίθουσα που τα όριά της προσδιορίζονται από παραβολικούς καθρέφτες.

Η νέα διάσταση

Στην ταραγμένη τους επιφάνεια εμφανίζονται, διαμεσολαβημένα από τις παρένθετες ερμηνείες των πρωταγωνιστών, και τα άλλα δύο πρόσωπα του έργου: η κ. Ντε Τουρβίλ που αποτελεί το αντικείμενο του ερωτικού στοιχήματος και η παρθενική Σολάνζ που προσφέρεται ως επιδόρπιο στις ακόρεστες βλέψεις των συμπαικτών και συνενόχων. Ο Γερμανός συγγραφέας, βέβαια, αλλάζει δραστικά τον ιστορικό ορίζοντα του έργου και παραδίδει ένα σπουδαίο θεατρικό μάθημα, συμπλέοντας επιφανειακά με το περίπλοκο ύφος του Γάλλου και υπονομεύοντας καίρια τη λογική του. Ετσι αναδεικνύει το πρωτότυπο προδίδοντας τις καταγωγικές του συνιστώσες, αψηφά το παρελθόν του έργου για να εξασφαλίσει το μέλλον του. Ο Λακλό μεριμνά ώστε η αγχώδης αδηφαγία του ζευγαριού να εξισορροπείται από τη γοητευτική αναμονή του επόμενου πιάτου, αλλά στον Μίλερ το πιάτο είναι κενό. Το παιχνίδι γίνεται ανηλεέστερο και η φύση των σαρκοβόρων αλλάζει, αφού τα μορφολογικά τους γνωρίσματα προσιδιάζουν πλέον περισσότερο στην ύαινα παρά στο γεράκι. Οι υπολογιστικοί τους ελιγμοί παραμένουν κατά βάση υπόγειοι και διασκεδάζονται με οξυκόρυφες αιχμές αλλά εδώ η υπογείωση είναι δαιδαλώδης και ο μίτος της θανάσιμης εξόδου δεν διακρίνεται παρά όταν είναι αργά.

Η συνολική πρόταση του Θανάση Σαράντου είναι αναμφίβολα φροντισμένη, το πιστοποιεί το κατατοπιστικό κείμενο του προγράμματος που υπογράφει η Εύη Προύσαλη και το επιβεβαιώνει η έξοχη μετάφραση της Ελένης Βαροπούλου. Η σκηνοθετική του αντίληψη όμως είναι θορυβωδώς επιδεικτική και μονομερώς εξωστρεφής. Οι λεπτοδουλεμένοι υπαινιγμοί επισκιάζονται από μια καρτουνίστικη υπερβολή και οι πλάγιες αμφιλογίες του κειμένου παραμερίζονται από ευθείες σωματικές δηλώσεις. Η υπερδιέγερση στην οποία εξωθούνται οι πρωταγωνιστές αποκαλύπτει πρόωρα τα κρυφά τους χαρτιά και τα αισθητικά μέσα του σεξουαλικού παιγνίου ωχριούν μπροστά στην ωμότητα των επιδιώξεών τους. Λαμβάνοντας υπόψη αυτό τον περιοριστικό προσανατολισμό, στα πλεονεκτήματα της παράστασης συγκαταλέγονται το χρονολογικά απροσδιόριστο σκηνικό της Θάλειας Ιστικοπούλου και τα γοτθικής έμπνευσης κοστούμια του Μάριου Καραβασίλη, οι δυναμικές μουσικές παρεμβάσεις του Κωνσταντίνου Ευαγγελίδη και οι αδροί φωτισμοί της Στέβης Κουτσοθανάση.

Διαφορετικές προσεγγίσεις

Αξιοπαρατήρητο παραμένει ότι ενώ με την επιμέλεια του Πλωτίνου Ηλιάδη οι ηθοποιοί έχουν υψηλόβαθμο συντονισμό κινήσεων, ως προς την υποκριτική γραμμή αποκλίνουν. Η Κερασία Σαμαρά ως μαρκησία Ντε Μερτέιγ, με μόλις είκοσι μέρες προετοιμασίας λόγω αντικατάστασης άλλης ηθοποιού, δίνει το στίγμα της παράστασης από την εναρκτήρια είσοδό της στη σκηνή. Βγαίνει ορμητικά από την ομίχλη και καταλαμβάνει τη σκηνή ντυμένη με μαύρη δερμάτινη αμφίεση που παραπέμπει σε δυστοπικά κόμικς. Ο χορός των διαδοχικών της μεταμορφώσεων, όμως, έχει τη στιλιστική ακαμψία που υπαγορεύεται από τη σκηνοθετική επιλογή του άμεσου εντυπωσιασμού, με αποτέλεσμα τα υποκριτικά της προσόντα να αδικούνται. Στον χαρακτήρα της Μερτέιγ συνυπάρχουν η πληγωμένη θηλυκότητα, ο σαλονίστικος κυνισμός και η εκδικητική πανουργία, αλλά η Σαμαρά, παρότι διαθέτει πολύπτυχη εσωτερικότητα και εξαιρετικά αναπτυγμένη φωνητική γκάμα, περιορίζεται, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στις ψηλότερες νότες. Υπερβάλλει στις εντάσεις και παρακάμπτει τις υφέσεις και τους ψιθύρους που θα έδιναν νόημα στην έξαρσή της. Ετσι, με εξαίρεση τη θαυμάσια απόδοση της Σολάνζ, δεν αφήνει επαρκές περιθώριο για την ανάδειξη του σύνθετου ψυχισμού της κεντρικής της ηρωίδας. Απέναντί της ο Χρήστος Βασιλόπουλος ως υποκόμης Βαλμόν αποτελεί τον άλλο πόλο της παράστασης. Εμφανίζεται πιο συγκρατημένος φωνητικά, με οριακά αλλά επιτυχώς ελεγχόμενο θυμικό και περισσότερη σιγουριά στις σκακιστικές του κινήσεις. Στο τρελό άλογο αντιπαραθέτει σε πρώτη ανάγνωση τον κυριαρχικό πύργο και σε δεύτερο, προοπτικά βαθύτερο επίπεδο, τις ιστορικές ρωγμές του πύργου που μόλις και συγκαλύπτονται από την αγέρωχη στάση του. Ο Βαλμόν είναι ήρωας που εμφορείται από αντικρουόμενες διαθέσεις και δοκιμάζεται δεινά από τις παλινδρομήσεις τους. Προβάλλει τόσο επιθετικός στο προσκήνιο της δράσης όσο στοχαστικός σκιαγραφείται στο παρασκήνιο των αποφάσεών του και ο Βασιλόπουλος κρατά σε κινδυνώδη ισορροπία τις όψεις που τον απαρτίζουν. Ετσι απεικονίζει πληρέστατα τη μελαγχολική αυτεπίγνωση ενός ήρωα που διαισθάνεται την επικείμενη ήττα του χωρίς να συνθηκολογεί με τους όρους της.

Οι λεπτοδουλεμένοι υπαινιγμοί επισκιάζονται από μια καρτουνίστικη υπερβολή και οι πλάγιες αμφιλογίες του κειμένου παραμερίζονται από ευθείες σωματικές δηλώσεις

INFO
Σάββατο – Κυριακή, Από Μηχανής Θέατρο, Ακαδήμου 13, Μεταξουργείο