Ένα δυστοπικό επιστημονικό θρίλερ για το μέλλον της ανθρωπότητας είναι ο «Μητροφάγος» του Ρόκε Λαράκι που σκηνοθέτησε για το Φεστιβάλ Αθηνών η Ιώ Βουλγαράκη.
Μεταξύ ενός φαντασμαγορικού λούνα παρκ και ενός κλινικά αποστειρωμένου χώρου, η σκηνική κατασκευή της Μαγδαληνής Αυγερινού προεικονίζει με ελλειπτική διάθεση αλλά και εντυπωσιακά καθαρές γραμμές τη σκηνοθετική γραμμή της παράστασης που ακολουθεί. Η πολύχρωμη και πάντα πλούσια σε επιφανειακές υποσχέσεις φουτουριστική διάσταση της επερχόμενης (και ήδη παρούσας) πραγματικότητας συγχωνεύεται με την απάνθρωπη ψυχρότητα μιας επιστημονικής συνθήκης που μόνο απειλές εγκυμονεί για το μέλλον της ανθρωπότητας.
Η σκηνοθέτρια Ιώ Βουλγαράκη βασίζει την παράστασή της στη διασκευή του ομώνυμου μυθιστορήματος του σύγχρονου Αργεντινού συγγραφέα Λόκε Λαράκι και, όπως συμβαίνει με κάθε θεατρική διασκευή, τα προβλήματα που ανακύπτουν είναι πολλά. Η Σοφία Ευτυχιάδου εντούτοις που επιφορτίστηκε μ’ αυτήν τη μεταφορά διέσωσε σε αρκετά μεγάλο βαθμό το ύφος του συγγραφέα. Ανέδειξε την κοφτή, πολλές φορές τηλεγραφική, φράση, την αμεσότητα της σκληρής διατύπωσης και την ανελέητη ειρωνεία, ενώ συνέπτυξε χειρουργικά το περιεχόμενο του βιβλίου σε μια εύληπτη φόρμα θυσιάζοντας αναγκαστικά όλα τα στοιχεία που θα καθιστούσαν δυσχερή την πρόσληψή του από τον θεατή.
Η ιστορία που αφηγείται ο Λαράκι στο μυθιστόρημά του διαδραματίζεται το 1907 σ’ ένα νοσοκομείο που βρίσκεται στα περίχωρα του Μπουένος Αϊρες. Πρόκειται για ένα πράγματι παράξενο νοσοκομείο του οποίου η ταυτότητα μένει ως το τέλος ηθελημένα αδιευκρίνιστη, αφού, παρότι αναφέρεται ως σανατόριο, δεν φιλοξενεί φυματικούς αλλά καρκινοπαθείς. Η παραδοξότητα εντείνεται μάλιστα από το γεγονός ότι η μόνη ασθενής που εμφανίζεται, τουλάχιστον στην παρούσα θεατρική διασκευή, πάσχει από προβλήματα σαφώς ψυχιατρικής τάξεως, ενώ το επιτελείο των γιατρών είναι επίσης για το τρελοκομείο.
Το διεστραμμένο εγκληματικό πείραμα
Η Βουλγαράκη εντούτοις αξιοποιεί στη σκηνοθεσία της αυτήν ακριβώς την απροσδιόριστη φύση του ιδρύματος για να συγκεντρώσει τη δράση του έργου σ’ έναν σαφή δραματικό πυρήνα που περιστρέφεται γύρω από ένα εγκληματικό πείραμα. Η διεστραμμένη ιδέα του στηρίζεται στην πεποίθηση ότι ένα κεφάλι εξακολουθεί να έχει λειτουργική συνείδηση για μερικά δευτερόλεπτα μετά την αποκοπή του από το σώμα – και η επαλήθευσή της, με την ομιλία της κομμένης κεφαλής, απαιτεί μια ατελείωτη σειρά αποκεφαλισμών με επιλεγμένα θύματα τους ανύποπτους τροφίμους του ιδρύματος.
Η εγκληματική διάσταση που κάτω από ιδιάζουσες συνθήκες μπορεί να προσλάβει η πειρατική ιατρική δεν είναι βέβαια πρωτότυπο θέμα. Αντιθέτως, μάλιστα, αποτελεί κομβικό σημείο των μοντέρνων καιρών μας. Τα ανατριχιαστικά πειράματα του Μένγκελε στους κρατούμενους των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης είναι πασίγνωστα, ενώ η συνένοχη δράση των γιατρών στα βασανιστήρια των αντιφρονούντων γράφει τις πιο μαύρες σελίδες σε κάθε δικτατορία. Στο πλαίσιο λοιπόν αυτής της σκοτεινής παράδοσης, που συνεχίζεται από το Γκουαντάναμο μέχρι τα κολαστήρια όλων των αυταρχικών καθεστώτων, δεν είναι διόλου παράδοξο ορισμένοι γιατροί να εμφανίζονται ως απεχθείς φιγούρες.
Κυνικοί, παγεροί και μεγαλομανείς
Το ανησυχητικά καινούργιο στο έργο του Λαράκι και στην εδώ διασκευασμένη εκδοχή του είναι ότι οι γιατροί που θυσιάζουν την επιστημονική τους ακεραιότητα στα ύποπτα συμφέροντα ενός στυγνού επιχειρηματία είναι εξίσου παράφρονες με αυτόν. Κυνικοί και απεγνωσμένοι συνάμα, παγεροί και αναβράζοντες από αδιέξοδα σεξουαλικά πάθη, με την παθητικότητα του νευρόσπαστου και την εκτεχνικευμένη σχιζοφρένεια του ανίατα μεγαλομανούς, οι ήρωες αυτού του δυστοπικού θρίλερ κινούνται ως μαριονέτες του κακού. Η σκηνοθέτρια με τη συνδρομή της Κατερίνας Φώτη στην κινησιολογική επιμέλεια αντιπαραθέτει διαρκώς, χωρίς να αποφύγει τις υπερβολές, τον γελοίο χαρακτήρα των ενεργειών τους με τη δραματική τους απόληξη.
Με τα απέριττα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα και υπό τους ήχους της υπόκωφα απειλητικής μουσικής του Νίκου Γαλενιανού, το σώμα των ηθοποιών (Δημήτρης Δρόσος, Μαργαρίτα Κλάγκου, Νικόλας Παπαδομιχελάκης, Διονύσης Πιφέας, Νικόλας Χανακούλας) εμφανίζεται λειτουργικό και άρτια ενορχηστρωμένο, ενώ ξεχωρίζουν ο Αινείας Τσαμάτης με τα έξοχα νευροφυτικά του σκιρτήματα και η Χριστίνα Χριστοδούλου με την αποστασιοποιημένη της γοητεία.
Στον δρόμο που χάραξε ο Φρανκενστάιν
Στην κλασική παράδοση της Αναγέννησης οι γιατροί αποτελούν σεβαστά πρόσωπα, εμπνέονται από τα ανθρωπιστικά ιδεώδη και υπηρετούν, συχνά με αυτοθυσία και πάντοτε αγόγγυστα, την επιστήμη στην οποία έχουν ταχθεί. Στους νεότερους χρόνους ωστόσο, από τον 19ο αιώνα και μετά, η άσπιλη εικόνα τους δέχεται βαριά πλήγματα και η δραστηριότητά τους σκιάζεται από σοβαρές υπόνοιες που φέρνουν στην επιφάνεια τα φαντάσματα της μεσαιωνικής τους δαιμονοποίησης. Ο γιατρός γίνεται και πάλι μια ανεξέλεγκτη τυχοδιωκτική φυσιογνωμία που συνδυάζει καταστροφικά την ψυχοπαθητική διαταραχή με την καλπάζουσα ματαιοδοξία του. Το σήμα για τη γενικευμένη καχυποψία απέναντι στους θεράποντες της ιατρικής δίνεται από τον Φρανκενστάιν της Μαίρης Σέλεϊ και έκτοτε τα αποτυχημένα, φρικτά πειράματά του θα αποτελέσουν δημοφιλές θέμα πολλών δημιουργών. Στην ταινία του Ρόμπερτ Βίνε «Το εργαστήριο του δρ. Καλιγκάρι», ο γιατρός είναι υπνωτιστής που καθοδηγεί το υποχείριό του σε εγκληματικές πράξεις. Οι συνάδελφοί του στα μυθιστορήματα του Ρέιμοντ Τσάντλερ χρηματίζονται ασύστολα, είναι αδίστακτοι έμποροι ναρκωτικών και συναλλάσσονται ανοιχτά με τον υπόκοσμο — ενώ στη «Φωλιά του κούκου» του Μίλος Φόρμαν αλλά και στη δραματουργία της Σάρα Κέιν οι γιατροί είναι συνεργοί στην πιο αποτρόπαια κατασταλτική ψυχιατρική.