Κριτική θεάτρου: «Συμπόσιο»

Κριτική θεάτρου: «Συμπόσιο»
Η Άννα Κοκκίνου (κάτω σε πρώτο πλάνο) και ο θίασός της είναι πειστικοί στις ερμηνείες τους

Η θεατρική απόδοση του πλατωνικού «Συμποσίου» από την Aννα Κοκκίνου θυμίζει μεσαιωνικό δράμα, χωρίς αττική ευτραπελία.

Η σκηνή είναι μισοσκότεινη και σιωπηλή. Λίγα κεριά στο βάθος και ο αμυδρός φωτισμός του Τάσου Παλαιορούτα αγωνίζονται μάταια ενάντια στις σκιές που ενισχύονται από τεχνητή ομίχλη, ενώ η όλη μυστηριακή ατμόσφαιρα –κάτι μεταξύ μοναστηριακής κρύπτης και κρησφύγετου παρανόμων– επιτείνεται όταν κάποιες φιγούρες γλιστρούν επιφυλακτικά στην αίθουσα. Ανταλλάσσουν καχύποπτα βλέμματα, επισκοπούν τον χώρο με την εγρήγορση του θηράματος και ψιθυρίζουν λόγια που, καθώς δεν φτάνουν στ’ αυτιά του θεατή παρά μόνο ως ξέφτια, δίνουν την εντύπωση συνωμοτικού κώδικα.

Ετσι, με ημίφως και καταχνιά, εξελίσσεται η παράσταση ενός «Συμποσίου» που, φέρνοντας περισσότερο προς το μεσαιωνικό δράμα, έχει ελάχιστη σχέση με το κλίμα του πλατωνικού έργου. Εκεί το συμπόσιο παρατίθεται στο σπίτι του Αγάθωνα για να συνεορτάσει ο οικοδεσπότης με τους φίλους του τη νίκη του στους τραγικούς αγώνες. Οι συμπαρακαθήμενοι είναι ακόμη λιώμα στο μεθύσι γιατί την προηγούμενη βραδιά ξενύχτησαν σε άλλο συμπόσιο και η ατμόσφαιρα είναι εύθυμη, με παιγνιώδη υπονοούμενα και λεπτούς αστεϊσμούς. Ο Ερυξίμαχος εμπαίζεται στην προσπάθειά του να βάλει κάποια τάξη με κοινοτοπίες για τις βλαβερές συνέπειες του ποτού και ο Αριστοφάνης λοιδορείται όταν ένας λόξυγκας τον υποχρεώνει να αναβάλλει την ομιλία του.

Τίποτε όμως απ’ αυτή την αλατισμένη αττική ευτραπελία δεν περνά στη σκηνοθεσία της Αννας Κοκκίνου.

Χωρίς εγκάρδιους γέλωτες

Υπάρχουν αρκετοί και εντελώς αδικαιολόγητοι ξεροί καγχασμοί, αλλά λείπουν οι εγκάρδιοι και ανέφελοι γέλωτες που έδιναν τον δεσπόζοντα τόνο στα συμπόσια εκείνων των μορφωμένων Αθηναίων της κλασικής εποχής. Απουσιάζoυν τόσο ο δεσμός της συγκαταβατικής ανοχής με την ειρωνική διάθεση όσο και η σύμπλευση της ανεπιτήδευτης ελαφρότητας με τη στοχαστική βαθύτητα, τα στοιχεία δηλαδή που χαρακτηρίζουν εμφατικά τη μετάφραση της Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου.

Το πλατωνικό συμπόσιο βέβαια βρίσκεται σε ικανή απόσταση ασφαλείας από τις μαζώξεις των νεόπλουτων που εξαντλούνταν σε πολυφαγία και ορχηστρικές επιδείξεις συνοδεία αυλητρίδων. Το κύριο πιάτο της βραδιάς δεν αφορούσε εδέσματα περιωπής, αλλά το θέμα που είχε επιλεγεί για συζήτηση και η διατήρηση της συμποτικής τάξεως ήταν αρμοδιότητα του συμποσίαρχου. Αυτός επόπτευε την αναλογία του ευφραντικού οίνου με τη διανοητική άμιλλα και έδινε τον λόγο στους ομιλητές που τσιμπολογούσαν ξαπλωμένοι σε ανάκλιντρα πίνοντας από κοινό κρατήρα.

Η σκηνογραφία της Εύας Μανιδάκη απείχε απ’ αυτήν τη διάταξη και προέκρινε μια αφαιρετική, κυβιστικής εμπνεύσεως, εκδοχή. Πρόταση ευπρόσδεκτη, εάν συνδυαζόταν με δωρική σκηνοθετική γραμμή αντί για επιτηδευμένες πόζες και γυμναστικές ασκήσεις, συρσίματα, λυγίσματα και τσακίσματα που δεν επέτρεψαν στους ηθοποιούς να απευθυνθούν στο κοινό, να το μαγνητίσουν με τη δυναμική του ευθύβολου βλέμματος και να μεταγγίσουν αβίαστα τον πλατωνικό λόγο.

Παράλληλοι μονόλογοι

Το θέμα στο «Συμπόσιο» είναι ο έρωτας, η ιδιοσυστασία και η καταγωγή του θεού, τα είδη της ερωτικής προσήλωσης και οι τρόποι της ικανοποιήσεώς τους. Παίρνοντας διαδοχικά τον λόγο και εκκινώντας από ποικίλες ηθικές, αισθητικές και μυθικές αφετηρίες, οι καλεσμένοι του Αγάθωνα κινούνται σε ευρύτατο φάσμα καθώς προσπαθούν με την ατομική τους συμβολή στο κοινό εγχείρημα να διερευνήσουν τις όψεις του ερωτικού φαινομένου. Στην παράσταση της Κοκκίνου εντούτοις οι ομιλητές αποφεύγουν να συνδιαλλαχθούν επί της ουσίας, αλλά εκφωνώντας παράλληλους μονολόγους φαίνεται να πλέουν σε χωριστές βάρκες.

Η σκηνοθέτρια κρατά τον ρόλο του Σωκράτη και ερμηνεύει ομφαλοσκοπικά τις διδαχές της Διοτίμας μόλις ακουόμενη από το εσωτερικό ενός ορύγματος. Ο Φάνης Γκαρμπουνώφ ενσαρκώνει με άνεση και την επιθυμητή ευκρίνεια λόγου τον Αγάθωνα. Ο Γιάννης Σέπε υποδύεται τον Αλκιβιάδη με χάρη και ευλυγισία, αλλά δίχως το μαχητικό σθένος που θα φώτιζε αντιδιαμετρικά την ταπείνωσή του. Ο Γιώργος Μπουφίδης, ο Τάσος Πετρίτσης και η Μυρτώ Πεδιωτίδη-Μανιάτη ανταποκρίθηκαν πειστικά στους ρόλους τους. Η Ρίτα Λυτού διέθετε το χάρισμα της σύγχρονης ιερουργού και είναι κρίμα που απωθήθηκε ως παρέμβλητο πρόσωπο στο περιθώριο της παράστασης.

Αψεγάδιαστη μετάφραση

Σχεδόν έναν αιώνα μετά την ιστορική μετάφραση του «Συμποσίου» από τον Ιωάννη Συκουτρή η ανάγκη για μια σύγχρονη εκδοχή του εμβληματικού αυτού πλατωνικού έργου ήταν επείγουσα και την ανέλαβε με πλήρη επιτυχία η Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου. Η μεταφράστρια είναι γνωστή στο αναγνωστικό κοινό, ιδιαίτερα μετά την απήχηση που γνώρισε το μυθιστόρημα του Σελίν «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» στη δική της απόδοση. Αξιοποιώντας λοιπόν μια πλούσια και πολυσχιδή εμπειρία, πήρε υπόψη της ότι από την περίοδο του μεσοπολέμου έως σήμερα πολύ νερό έχει κυλήσει κάτω από τη γέφυρα των γλωσσικών μας πραγμάτων. Συνδυάζοντας τις απαιτήσεις της προφορικότητας με τη θεατρική ροή του πλατωνικού διαλόγου, προσέδωσε στο κείμενο της παράστασης ενιαίο ρυθμό, χωρίς ωστόσο να απιστήσει στην ιδιαιτερότητα των χαρακτήρων.

Ο συντηρητικός Ερυξίμαχος μιλάει με το κουμπωμένο ύφος της ιατρικής συνταγής, ο Σωκράτης με γαλήνια πεποίθηση και ο Αλκιβιάδης με την παρορμητική ζέση της νεότητας. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο κυριαρχεί η έγνοια για την απρόσκοπτη μετάβαση από τον οξυκόρυφο φιλοσοφικό συλλογισμό στην άνεση της εορταστικής συνάντησης και την αβίαστη σύζευξη της λόγιας παράδοσης με την πνοή της κοινολεκτούμενης ελληνικής.

INFO
Θέατρο Σφενδόνη, Τετάρτη – Κυριακή

Documento Newsletter