Κριτική θεάτρου – «Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος»

Ο Ξάφης επιβεβαιώνει το μέγεθός του ως ηθοποιού επωμιζόμενος με την ερμηνεία του το βάρος μιας σειράς παράλληλων αφηγήσεων

Ενα υποκριτικό tour de force του Αργύρη Ξάφη στο έργο «Το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος» του Μιρό, σε σκηνοθεσία Ζωής Ξανθοπούλου.

Κάθε πόλη έχει εξαθλιωμένες συνοικίες και θλιβερά απόκεντρα, τις ύποπτες γωνιές και τα δύσοσμα σοκάκια της. Μέρη σκοτεινά όπου τα βλέμματα πέφτουν λοξά, οι συναλλαγές είναι βιαστικές και οι παράνομοι πόθοι γίνονται αιχμηροί, συνήθως μεταφορικά και σπανιότερα με αιματηρή κυριολεξία. Τα χωριά δεν έχουν αυτή την πολυτέλεια. Ο χώρος είναι στενός, οι φυσιογνωμίες αναγνωρίσιμες και τα μάτια που καραδοκούν άγρυπνα πίσω από τις μισόκλειστες γρίλιες δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια στη δημόσια εκδήλωση μη εγκεκριμένων διαθέσεων. Εδώ οι λαθραίες επιθυμίες ικανοποιούνται σε οικογενειακό ημίφως, τα αιμομικτικά επεισόδια είναι μουγκά και οι καθωσπρέπει μοιχείες προστατεύονται από χοντρούς ασβεστωμένους τοίχους. Ενα κοινοτικό δίκτυο ευρείας αποδοχής επιτρέπει πολλά να γίνονται αλλά λίγα να λέγονται και πάντα ψιθυριστά, με μπόλικα υπονοούμενα και διπλωματικές ασάφειες.

Οι πληγές που ματώνουν

Πολλοί ξέρουν και σχεδόν όλοι υποπτεύονται αλλά τα προσχήματα βασιλεύουν. Τα φαρμακερά μισόλογα κάνουν σύντομες πτήσεις από το στραβό στόμα ως το αχόρταγο αυτί. Τα παραμάγαζα της έρπουσας ηθικής φυγαδεύουν τους αγοραίους πόθους από την έξοδο κινδύνου και το κρυφό παραπόρτι που ανοίγουν παιδεραστές και βιαστές, πάντα μεταμφιεσμένοι σε αξιότιμους πολίτες, κλείνει χωρίς τριγμούς. Κάποτε όμως το θαμπό κρύσταλλο της συνενοχής ραγίζει, οι ξορκισμένες πληγές ματώνουν ακατάσχετα και τα μέχρι τότε πρόθυμα ή εκβιαζόμενα θύματα ουρλιάζουν. Ο Ζακ Κωστόπουλος, ο Βαγγέλης Γιακουμάκης, η Δήμητρα της Λέσβου ξεκουφαίνουν κάθε καθησυχασμένη συνείδηση. Στο έργο του Καταλανού συγγραφέα Ζουζέπ Μαρία Μιρό η κραυγή της αλήθειας ακούγεται από τα χείλη του Αλμπέρ. Ενός παιδιού που μεγάλωσε με την ντροπή της αυτοκτονίας του πατέρα του και διαφθείρεται από τους έγκριτους συγχωριανούς του ώσπου γίνεται ο δαιμονισμένος άγγελος που με τη σειρά του διαφθείρει τους πάντες. Ενός παράταιρου νεαρού που χαλάει τη μόστρα του ευυπόληπτου χωριού τραβώντας απότομα το πέπλο των υποκριτικών συγκαλύψεων, της ωμής πραγματικότητας. Ενός ξέφρενου εφήβου που δείχνει σε όλο του το μέγεθος τον ογκόλιθο του απαγορευμένου ερωτισμού περιφέροντας έναν καθρέφτη όπου ο καθένας αντικρίζει τη βαθύτερη όψη του. Ο Αλμπέρ όμως δεν περιορίζεται στα ασφυκτικά όρια του χωριού, δεν βολεύεται στις εθιμικές του συμβάσεις, δεν ενδίδει στη σαθρή του εικόνα, αλλά ξεπορτίζει στο απρόοπτο. Προκαλεί τη μοίρα του στην έξοδο όπου ο δρόμος του χωριού διασταυρώνεται με τη μεγάλη λεωφόρο. Αλητεύει και εκδίδεται στο μέρος εκείνο που, ασύχναστο την ημέρα, φιλοξενεί τους απόκληρους της άγριας νύχτας. Είναι το καταραμένο μέρος που οι νοικοκυραίοι προσποιούνται ότι αγνοούν. Είναι το μέρος όπου το ποθητό σώμα του Αλμπέρ ανακαλύπτεται ως πτώμα με οικτρά ακρωτηριασμένα γεννητικά όργανα και με βάση τη φρίκη που προξενεί η έκθεσή του το σκηνικό της απωθημένης ενοχής στήνεται από την αρχή.

Το αποτρόπαιο φονικό βρίσκεται αναπότρεπτα και στον πυρήνα της σκηνοθετικής πρότασης που καταθέτει η Ζωή Ξανθοπούλου. Οπως στην αρχαία τραγωδία, δεν βλέπουμε ποτέ την πράξη του φόνου αλλά τα συμβάντα που προαναγγέλλουν τη διάπραξή του. Δεν αντικρίζουμε το σπαραγμένο πτώμα του εφήβου αλλά την αφηγηματική αναπαράσταση της ζωντάνιας του. Ετσι ο πρωταγωνιστής της παράστασης είναι αόρατος αλλά τα ίχνη του πανταχού παρόντα.

Το «Θεώρημα» του Παζολίνι

Η σκηνοθέτρια έχει ασφαλώς υπόψη την αναλογία με προσωπικότητες που σφαγιάστηκαν κάτω από παρόμοιες συνθήκες, όπως εδώ στην Ελλάδα ο Κώστας Ταχτσής και ο Μένης Κουμανταρέας, χωρίς ωστόσο να ξεχνά ότι ο ήρωάς της είναι αφανής. Στο «Θεώρημα» του Παζολίνι ο διεφθαρμένος άγγελος ξελογιάζει όλα τα μέλη μιας αστικής οικογένειας, ο Αλμπέρ, ωστόσο, χωρίς να διαθέτει τα μεταφυσικά του χαρίσματα, αποπλανά ένα ολόκληρο χωριό ριγμένο ανάμεσα στο παντού και το πουθενά. Κατ’ ακολουθίαν, η μετάφραση της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ αντανακλά εύστοχα τη γεωγραφική αοριστία στην οποία εκτυλίσσονται τα συμβάντα, το σκηνικό και τα κοστούμια του Βασίλη Αποστολάτου υπογραμμίζουν τη γενίκευση της δεδομένης συνθήκης.

Η μουσική του Φώτη Σιώτα είναι επιμελώς διαχρονική και η Νατάσα Ε. Ιωάννου φιλοτέχνησε το βίντεο της παράστασης με συμβολιστική πυκνότητα.

Οι μεταμορφώσεις του πρωταγωνιστή

Το έργο του Μιρό έχει αρκετούς ρόλους, αντρικούς και γυναικείους, ξεκινά εντούτοις με την υποσημείωση: «Γραμμένο για έναν ή μία ηθοποιό. Το φύλο του δεν ενδιαφέρει. Ούτε η ηλικία του. Ούτε η σωματική διάπλαση». Ο ηθοποιός εδώ είναι ο Αργύρης Ξάφης, που επιβεβαιώνει το υποκριτικό του μέγεθος επωμιζόμενος το βάρος μιας σειράς παράλληλων αφηγήσεων. Στο ξετύλιγμά τους αποκαλύπτoνται όχι μόνο η ταυτότητα των ομιλούντων προσώπων αλλά και η φυσιογνωμία ολόκληρης της κοινότητας, ο νεοπλουτισμός, η ξενοφοβία και ο βαθύς της αμοραλισμός.

Ο Ξάφης αποδεικνύεται άριστη σκηνοθετική επιλογή γιατί, χωρίς να χρειάζεται καν ν’ αλλάξει ρούχα, αλλάζει βλέμμα, έκφραση και σωματική κατάσταση με απόλυτη πειθώ. Από διαφορετική κάθε φορά οπτική γωνία και κάτω από εναλλασσόμενους ψυχικούς φωτισμούς μετέρχεται τα διαδοχικά του προσωπεία όχι ως στερεότυπες μάσκες, αλλά ως αντηχεία των ποικίλων όψεων του ήρωά του. Ετσι μεταμορφώνεται όντως στο «πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σ’ αυτό το μέρος».

INFO
Πέμπτη – Κυριακή, Θέατρο Θησείον, Τουρναβίτου 7