Η παράσταση «Βικτόρ ή τα παιδιά στην εξουσία» του Ροζέ Βιτράκ, σε σκηνοθεσία Κώστα Παπακωνσταντίνου, είναι μια άγρια παρωδία με ανεξέλεγκτες συνέπειες.
Το τραπέζι στο καλοβαλμένο αστικό σπιτικό των Πομέλ είναι στρωμένο εορταστικά στις 12 Σεπτεμβρίου 1909 γιατί ο μοναχογιός τους, ο Βικτόρ, θα κλείσει τα εννιά του χρόνια. Το γεγονός είναι αξιοσημείωτο και οι καλεσμένοι του ζευγαριού, που είναι παλαιοί και στενοί οικογενειακοί φίλοι, δεν θ’ αργήσουν να καταφτάσουν για να περάσουν μαζί την ευχάριστη βραδιά. Τα πάντα λοιπόν είναι άψογα τακτοποιημένα για την υποδοχή τους και τίποτε δεν προμηνύει τη θύελλα που θα ακολουθήσει, εκτός ίσως από την ομολογουμένως παράδοξη, κάπως ασύντακτη και αρκούντως αποκλίνουσα, θα λέγαμε σήμερα, συμπεριφορά του εορτάζοντος Βικτόρ, στον πρωταγωνιστικό ρόλο του οποίου εμφανίζεται με παροιμιώδη άνεση, χαρισματική ευλυγισία και παιγνιώδη μελαγχολία ο Μάνος Καρατζογιάννης.
Εκρηκτική ατμόσφαιρα
Πράγματι, ο κανακάρης των Πομέλ, ενώ είναι επιμελέστατος μαθητής και με την όλη διαγωγή του, έως τότε τουλάχιστον, κοινωνικά κοσμιοτάτη, αυτήν τη βραδιά εμφανίζεται ανεξήγητα ευερέθιστος και εσκεμμένα προκλητικός. Μοιάζει σαν να στρίβει με έκδηλη ανυπομονησία το φιτίλι κάποιας αόρατης βόμβας και ψάχνει αγωνιωδώς τσακμάκι για να το ανάψει. Τέτοια βόμβα ευτυχώς δεν βρίσκεται πρόχειρη αλλά ούτε και χρειάζεται γιατί η βραδιά και χωρίς αυτήν, όπως δυστυχώς θα αποδειχθεί, δεν πρόκειται να κυλήσει διόλου αναίμακτα. Η ατμόσφαιρα είναι ήδη εμπρηστική, καθώς τροφοδοτείται από εύφλεκτα ψυχικά καύσιμα αποθηκευμένα στη βαθιά καταπακτή όπου συνήθως θάβονται τα ένοχα οικογενειακά μυστικά και οι χρονίζουσες, βαλτωμένες από καιρό παράνομες σχέσεις.
Στη σκηνοθετική γραμμή που ακολούθησε συνεπώς ο Κώστας Παπακωνσταντίνου για να καταδείξει σε σταδιακή κλιμάκωση το κλίμα της υφέρπουσας ανατροπής, διακρίνεται από την αρχή η πρόθεσή του να συναρμόσει το συμβατικό σκηνικό τοπίο που εικονογράφησε με αφαιρετικές πινελιές η Βίκυ Πάντζιου με την πλήρως ανεξέλεγκτη συνέχεια αυτής της επεισοδιακής βραδιάς. Πλοηγό για την εξέλιξη της παράστασης αποτελεί η εισαγωγική σκηνή που διαδραματίζεται ανάμεσα στον απείθαρχο Βικτόρ και τη νεαρή υπηρέτρια του σπιτιού, τη Λιλί, στον ρόλο της οποίας εμφανίζεται με την απαραίτητη τσαχπινιά η Μαριάννα Ντιρού. Εκεί ο αυθάδης πιτσιρίκος ρίχνεται ούτε λίγο ούτε πολύ στην άτυχη Λιλί, της προσάπτει, όχι αδίκως, ανάρμοστες σχέσεις με τον πατέρα του και σπάει ένα πολύτιμο βάζο, χρεώνοντας μάλιστα τα σπασμένα αλληλοδιαδόχως, πότε στην υπηρέτρια και πότε στην ανύποπτη Εστέρ, την εξάχρονη κόρη των Μανιό που προσωποποιεί με πειστικότατη αφέλεια η Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη.
Το σπασμένο βάζο
Με παραστασιακό επίκεντρο και συμβολικό σημείο αναφοράς το σπασμένο βάζο, ο Παπακωνσταντίνου θα εκθέσει μία προς μία στα μάτια του θεατή όλες τις εύθραυστες πλευρές των σχέσεων ανάμεσα στους οικοδεσπότες και τους εκλεκτούς καλεσμένους. Θα αξιοποιήσει την αποκαλυπτική τρέλα του Αντουάν Μανιό, ενός αξιοθρήνητου κερατά, που τον ερμηνεύει με ευρηματικά ξεπάσματα ο Θανάσης Βλαβιανός, για να προβάλει σε πρώτο πλάνο τη γενική παραφροσύνη της αστικής κανονικότητας. Θα οικτίρει έναν φαιδρό στρατηγό, που σκιτσάρει με τραγελαφική ασυναρτησία ο Δημήτρης Φραγκιόγλου, ως φορέα ανερμάτιστης πατριδοκαπηλίας και θα κορυφώσει την παράστασή του έχοντας ως επιστέγασμα την αδόκητη εμφάνιση μίας μαυροντυμένης, ωραιότατης αλλά αφόρητα πορδομανούς κυρίας, της διαβόητης Ιντα Νεκροβάρ, που ενσαρκώνει με όντως απολαυστική ευθιξία η Αγγελική Μαρίνου.
Γελοιογραφική πρόκληση και πολιτική σάτιρα, παράλογη φάρσα και άγρια παρωδία, σαρκαστική νεκρολογία και μαύρη κωμωδία, το αγέραστο έργο του Βιτράκ υπερβαίνει όλες αυτές τις συνήθεις κατηγοριοποιήσεις, όπως επισημαίνει και ο Σπύρος Γιανναράς στο εύστοχο επίμετρο που συνοδεύει το πρόγραμμα της παράστασης. Παράμετρο που ασφαλώς πήρε υπόψη του ο σκηνοθέτης και, στηριγμένος στην επιτυχέστατη λεξιπλαστική μετάφραση του Δημήτρη Ντάσκα, κατέθεσε μία πρόταση η οποία –με εξαίρεση τις τελευταίες λιγάκι πλαδαρές σκηνές– αποτελεί αξιοσημείωτη πρόταση. Αδυναμίες που αντιπαρήλθε ο θίασος, κομβικό ρόλο στη σύνθεση του οποίου κατέχουν οι ερμηνείες της Νεκταρίας Γιαννουδάκη (Τερέζ), της Τζίνης Παπαδοπούλου (Εμιλί) και του Θανάση Χαλκιά (Σαρλ).
Πολυεθνική σπορά
Αν εξαιρέσουμε το ντανταϊστικό κίνημα, παιδί της καλλιτεχνικής επιμειξίας των φυγάδων του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου που γεννήθηκε στην Ελβετία το 1916 και πέθανε προώρως, η λογοτεχνική και θεατρική πρωτοπορία του εικοστού αιώνα είναι συνδεδεμένη άρρηκτα με τη Γαλλία. Εδώ θα ανθίσει ο πρώτος σουρεαλιστικός κύκλος με επικεφαλής τον Αντρέ Μπρετόν και θα δώσει τα ρέστα του το θέατρο της σκληρότητας του Αντονέν Αρτό. Το θέατρο του παραλόγου θα αποτελέσει αργότερα τη συνδυαστική τους μετεξέλιξη και έχει το παράδοξο προνόμιο να εκπροσωπείται από τον Ζαν Ζενέ, έναν Γάλλο συγγραφέα που μισούσε την επίσημη Γαλλία, και μία εκλεκτή πλειάδα ξένων που έγραψαν στα γαλλικά: τον Ιρλανδό Μπέκετ, τον Ρουμάνο Ιονέσκο, τον Ισπανό Αραμπάλ και τον Ρώσο Αντάμοφ. Μακρινοί πρόγονοι ωστόσο αυτής της πολυεθνικής σποράς είναι και πάλι δύο Γάλλοι που πέθαναν νωρίς: ο Αλφρέ Ζαρί που ανέβασε το 1896 τον «Ιμπί βασιλιά» και ο Γκιγιόμ Απολινέρ που έδειρε με «Εντεκα χιλιάδες βέργες» τα αστικά ήθη της εποχής του. Νόμιμος απόγονός τους είναι ο Ροζέ Βιτράκ με το σοκαριστικό έργο του «Βικτόρ ή τα παιδιά στην εξουσία» που παραστάθηκε για πρώτη φορά το 1928.
INF0
Θέατρο Σταθμός Πέμπτη – Κυριακή