«Κρύος ιδρώτας» στις ΗΠΑ για το πλαφόν χρέους – Τα νέα δεδομένα

Το δημόσιο χρέος είναι και πάλι στην επικαιρότητα των αμερικανικών Μέσων, με τις δηλώσεις της υπουργού Οικονομικών, Τζάνετ Γέλεν, για «έκτακτα μέτρα» που θα παρθούν ώστε η κυβέρνηση να μην περιέλθει σε στάση πληρωμών να στέλνουν ρίγη στις αγορές. Τα πράγματα δεν είναι τόσο τραγικά, μιας και η περίσταση δεν είναι καινούρια στην αμερικανική οικονομία. Όμως, αυτή τη φορά, οι Ρεπουμπλικάνοι, που έχουν μια ισχνή πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων, έχουν στυλώσει τα πόδια, και έχουν αποδείξει ότι μπορούν να χρησιμοποιήσουν την κατάσταση για να αποσπάσουν πολιτικές παραχωρήσεις από το Μπάιντεν, όπως είχε αποσπάσει το λεγόμενο «Κόμμα του τσαγιού» (Tea Party) από τον Ομπάμα το 2011.

Ομοιότητες και διαφορές

Κάθε αντιπαράθεση για το ανώτατο όριο χρέους ξεκινά πάντα με τις δύο πλευρές να ακονίζουν τα νύχια τους, και τελειώνει με τη μία από αυτές τελικά να υποχωρεί. Αλλά η ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα στην Ουάσιγκτον και τη Γουόλ Στριτ είναι πιθανό να κάνει αυτή την περίπτωση να είναι διαφορετική.

Ο Τζεφ Σίγκελ, πρώην υπάλληλος της Γερουσίας που τώρα είναι επικεφαλής της δημόσιας και ρυθμιστικής πολιτικής των ΗΠΑ στην BNP Paribas, είπε στη Semafor ότι «πιθανότατα δεν υπήρξε ποτέ μεγαλύτερη πιθανότητα» να χρεοκοπήσουν οι ΗΠΑ από φέτος. Από την πλευρά του, ο πολιτικός αναλυτής Τσάρλι Κουκ συμφωνεί, γράφοντας ότι δεν είναι βέβαιο ότι θα έρθει ο συμβιβασμός για την αποφυγή της καταστροφής, αφού η πιθανότητα συμφωνίας είναι «χαμηλότερη από ποτέ».

Η πολιτική παρακαταθήκη της εποχής Τραμπ έχει συμβάλει σε αυτή την απαισιοδοξία. Η πτέρυγα που έχει στενές σχέσεις με τον πρώην πρόεδρο έχει πάρει το πάνω χέρι στο κόμμα, ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι της Βουλής έχουν αποφασίσει να υιοθετήσουν μια πολιτική αδιαλλαξίας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συμπεριφορά του λεγόμενου Freedom Caucus, που κατά τη διάρκεια της εκλογής του προέδρου της Βουλής στύλωσε τα πόδια, αναγκάζοντας τον βουλευτή Κέβιν Μακάρθι να κάνει ιστορικές παραχωρήσεις που ενδυνάμωσαν την τραμπική πτέρυγα του κόμματος.

Οι παραχωρήσεις έχουν κάνει την πτέρυγα αυτή ρυθμιστή της κατάστασης και στην περίπτωση της επέκτασης του ανώτατου ορίου χρέους: Ο Μακάρθι, για να εκλεγεί πρόεδρος της Βουλής, συμφώνησε να μειώσει το όριο πλειοψηφίας για ψήφο μομφής εναντίον του σε ένα μόνο βουλευτή, καθιστώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον εαυτό του όμηρο των τραμπικών βουλευτών. Επομένως, οποιοδήποτε λάθος στο ανώτατο όριο του χρέους θα μπορούσε να είναι μοιραίο για την θητεία του στο προεδρείο.

Παράλληλα, η σημερινή λαϊκιστική πτέρυγα του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, που βρήκε νέα πνοή και απήχηση μέσα από τους λεγόμενους «πολιτιστικούς πολέμους» ενάντια σε πάσης φύσεως δικαίωμα (από γάμους ομοφυλόφιλων μέχρι αμβλώσεις) είναι λιγότερο δεσμευμένη με το επιχειρηματικό κατεστημένο από ό,τι ήταν κάποτε. Επομένως, οι όποιες αντίθετες φωνές που προειδοποιούν για τους κινδύνους της «ακροσφαλούς διπλωματίας» (brinkmanship) με την πίστη της χώρας, πέφτουν –εν πολλοίς- στο κενό.

«Το σύννεφο της χρεοκοπίας»

Η αμερικανική οικονομία έχει περιθώριο μέχρι το καλοκαίρι να λειτουργήσει χωρίς ιδιαίτερες αναταράξεις, εκτιμούν τα αμερικανικά Μέσα, ενώ παράλληλα θα μελετάται ο τρόπος με τον οποίο θα επεκταθεί το όριο στην έκδοση καινούριου χρέους, το οποίο δεν μπορεί να ξεπερνά τα $31,4 τρισεκατομμύρια. Η αμερικανική οικονομία, στον απόηχο της κρίσης του 2008, έχει ξαναέρθει αντιμέτωπη με την στάση πληρωμών, ενώ το όριο –που προβλέπεται συνταγματικά- έχει ξανα-επεκταθεί. Αυτό συνέβη όμως με πολιτικές συμφωνίες που παράγουν αποτελέσματα μέχρι σήμερα.

Το 2011, η κυβέρνηση των ΗΠΑ χρειαζόταν απεγνωσμένα περισσότερο πιστωτικό χώρο για να λειτουργήσει κανονικά, μιας και η χρηματιστηριακή κρίση του 2008 είχε ταρακουνήσει για τα καλά τα οικονομικά καθιερωμένα. Το καλοκαίρι του 2011, το ακραία συντηρητικό κίνημα εντός του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, που πήρε το ευφημιστικό όνομα «Κόμμα του τσαγιού», απέσπασε από τον τότε πρόεδρο Ομπάμα τη δέσμευση ότι θα προχωρήσει σε προϋπολογισμούς λιτότητας, αν θέλει να έχει τη σύμφωνη ψήφο του στις περαιτέρω επεκτάσεις του ορίου χρέους. Να σημειωθεί ότι το όριο χρέους τότε, πριν από 12 χρόνια, ήταν στα $14,2 τρισεκατομμύρια…

Για τους στρατηγικούς αναλυτές των Ρεπουμπλικάνων, αυτή η νίκη σηματοδότησε ένα σημείο καμπής για το κόμμα την τελευταία δεκαετία, ενώ για τους Δημοκρατικούς –μεταξύ των οποίων και ο τότε αντιπρόεδρος, Τζο Μπάιντεν-, το επεισόδιο απέδειξε γιατί «δεν πρέπει να διαπραγματεύεσαι με ανθρώπους που παίρνουν ομήρους (hostage-takers)». 

Ο πρόεδρος Ομπάμα, για να χρυσώσει το χάπι τότε, είχε πει ότι η συμφωνία «θα μας επιτρέψει να αποφύγουμε την κρίση που επέβαλε η Ουάσινγκτον στην υπόλοιπη Αμερική», ενώ συμπλήρωσε, κάπως ατυχώς κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, ότι «διασφαλίζεται ότι δεν θα αντιμετωπίσουμε την ίδια κρίση σε 6, 8 ή 12 μήνες»… 

Το ανώτατο όριο χρέους θεσπίστηκε για πρώτη φορά από το Κογκρέσο το 1917, αλλά η αύξηση του ποσού ήταν τυπική διαδικασία για σχεδόν έναν αιώνα. Αυτά τα ανώτατα όρια συχνά αγνοήθηκαν, και τελικά εγκαταλείφθηκαν από το ελεγχόμενο από τους Ρεπουμπλικάνους Κογκρέσο το 2018, το οποίο στη συνέχεια αύξησε τις κρατικές δαπάνες κατά 16% (με την υποστήριξη πολλών Δημοκρατικών). Στην πραγματικότητα, το Κογκρέσο αύξησε ή παρέκαμψε το όριο χρέους τρεις φορές κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, σε αντίθεση με τις μάχες για το χρέος κατά τη διάρκεια της θητείας του προκατόχου του.

Ασφαλής επένδυση

Η κυβέρνηση των ΗΠΑ βρίσκεται στην αξιοζήλευτη θέση να μπορεί να εκδώσει νέο χρέος σχεδόν όποτε θέλει. Οι τίτλοι του αμερικανικού δημοσίου θεωρούνται ως μία από τις ασφαλέστερες, πιο σταθερές επενδύσεις στον σύγχρονο κόσμο. Σε περιόδους οικονομικής αναταραχής, το χρέος των ΗΠΑ αποτελεί για τους απανταχού κερδοσκόπους ένα ασφαλές λιμάνι μες την χρηματοπιστωτική καταιγίδα.

Εάν οι ΗΠΑ εκδώσουν νέο δημόσιο χρέος με τη μορφή ομολόγων του Δημοσίου και γραμματίων θα υπάρξουν επενδυτές, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στο εξωτερικό, που θα είναι ενδιαφερόμενοι αγοραστές.

Σημειώνεται ότι ο λόγος χρέους των ΗΠΑ προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, που έχει επικρατήσει να είναι το μέτρο της ικανότητας ενός κράτους να διαχειριστεί το χρέος του, βρίσκεται στο 121%. Αυτό είναι χαμηλότερο από δεκάδες χώρες, συμπεριλαμβανομένου του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γερμανίας, της Αυστραλίας και της Ελλάδας.

Η διαμάχη για το δημόσιο χρέος, λοιπόν, δεν είναι τόσο οικονομική όσο πολιτική. Οι Ρεπουμπλικάνοι προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν προς όφελός τους μια νομική πρόβλεψη για να αποσπάσουν παραχωρήσεις. Το Κογκρέσο οφείλει να θέσει ένα ανώτατο όριο στο ποσό του νέου χρέους που μπορεί να εκδώσει το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ ώστε να αναγκάσει τον Λευκό Οίκο και τους Δημοκρατικούς στη Γερουσία να συμφωνήσουν σε σαρωτικές περικοπές δαπανών με αντάλλαγμα την αύξηση του ορίου χρέους.

Ετικέτες