Κύπρος και Ελλάδα οι χαμένες από την αύξηση στις αμυντικές δαπάνες

Κύπρος και Ελλάδα οι χαμένες από την αύξηση στις αμυντικές δαπάνες

Οι φορολογούμενοι των κρατών-μελών της ΕΕ καλούνται να υποστούν νέες θυσίες στο όνομα της ασφάλειας. Αυτή είναι τουλάχιστον η επίσημη αιτιολογία πίσω από τη δραματική αύξηση των αμυντικών δαπανών που αποφασίστηκε τόσο σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης όσο και στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Στην πράξη όμως η εικόνα είναι πιο σύνθετη και πιο κυνική: τα δισεκατομμύρια που θα ρεύσουν την επόμενη δεκαετία προς την αμυντική βιομηχανία εξυπηρετούν πρωτίστως οικονομικές και βιομηχανικές σκοπιμότητες.

Η Ελλάδα και η Κύπρος ωστόσο δεν έχουν την πολυτέλεια να δουν την άμυνα μέσα από τον φακό της βιομηχανικής πολιτικής ή της ανάπτυξης. Σε αντίθεση με τις ισχυρές χώρες της ΕΕ που αντιμετωπίζουν την άμυνα κυρίως ως εργαλείο οικονομικής ενίσχυσης, η Ελλάδα και η Κύπρος καλούνται να απαντήσουν σε μια διαρκή, μεθοδική και επικίνδυνα αναθεωρητική πολιτική από την πλευρά της Τουρκίας.

Η άμυνα της χώρας δεν διασφαλίζεται με καταλόγους προμηθειών αλλά με εθνική στρατηγική, διαφάνεια και λαϊκή στήριξη.

Η «ομπρέλα» τελείωσε

Στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στις 24 Ιουνίου 2025 οι 32 χώρες-μέλη δεσμεύτηκαν να αυξήσουν σταδιακά τις αμυντικές δαπάνες τους ώστε να φτάσουν το 5% του ΑΕΠ έως το 2035. Ηταν προσωπική απαίτηση του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει καταστήσει σαφές ότι οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να συνεχίσουν να «επιδοτούν» την άμυνα της Ευρώπης.

Η εποχή της «αμερικανικής ομπρέλας» τελείωσε και τη θέση της παίρνει μια βίαιη αναπροσαρμογή προτεραιοτήτων, με τον εξοπλισμό να γίνεται προϋπόθεση πολιτικής «σοβαρότητας». Μόνο που τα δεδομένα δεν δικαιολογούν την… πρεμούρα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Διεθνούς Ινστιτούτου για την Ειρήνη της Στοκχόλμης (SIPRI), το 2024 οι ΗΠΑ δαπάνησαν 997 δισ. δολάρια για την άμυνα, η Κίνα 313 δισ., ενώ η Ρωσία μόλις 149 δισ. Αντιθέτως, οι τρεις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες –Γερμανία (88,5 δισ.), Ηνωμένο Βασίλειο (81,7 δισ.) και Γαλλία (65 δισ.)– δαπάνησαν συνολικά πάνω από 235 δισ., δηλαδή πολλαπλάσια από τη Ρωσία.

Παρ’ όλα αυτά, το αφήγημα της «ρωσικής απειλής» εξακολουθεί να αποτελεί το άλλοθι για ένα πρωτοφανές κύμα εξοπλισμών, το οποίο στην πράξη τονώνει την ευρωπαϊκή και αμερικανική αμυντική βιομηχανία – και όχι κατ’ ανάγκη την ασφάλεια των πολιτών.

Με λεφτά των πολιτών

Πριν από τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ είχε προηγηθεί τον Μάρτιο η έκτακτη Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ, η οποία αποφάσισε να αυξηθούν οι αμυντικές δαπάνες των κρατών-μελών κατά 800 δισ. ευρώ μέχρι το 2030. Από αυτά, 650 δισ. θα προέλθουν από εθνικούς προϋπολογισμούς και 150 δισ. από ένα νέο ευρωπαϊκό Ταμείο Αμυνας, παρόμοιο με το Ταμείο Ανάκαμψης.

Η Ευρώπη με ΑΕΠ περίπου 18 τρισ. ευρώ καλείται να μεταφέρει πόρους, που θα μπορούσαν να διοχετευτούν σε υγεία, παιδεία ή πράσινη μετάβαση, σε εξοπλιστικά προγράμματα. Κατά μέσο όρο οι ετήσιες δαπάνες άμυνας προβλέπεται να αυξηθούν κατά 162 δισ., δηλαδή περίπου 0,9% του ΑΕΠ ετησίως.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα κράτη αυτά απειλούνται εξίσου. Η Πολωνία (4,2%), η Εσθονία (3,4%), η Λετονία (3,3%), η Λιθουανία (3,1%) και η Ελλάδα (επίσης 3,1%) είναι οι μόνες χώρες, πλην ΗΠΑ, που ήδη δαπανούν άνω του 3% του ΑΕΠ για την άμυνα – επειδή αντιμετωπίζουν άμεση απειλή: οι τρεις πρώτες από τη Ρωσία και η Ελλάδα από την Τουρκία.

Αμυνα ή υποταγή;

Η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορούν να ενταχθούν σε αυτό το ευρωπαϊκό πλαίσιο «λογιστικής εξισορρόπησης». Δεν αντιμετωπίζουν τη στρατιωτική ισχύ ως επενδυτικό εργαλείο ή μέσο βιομηχανικής ανασυγκρότησης.

Οι δύο χώρες απειλούνται άμεσα και διαρκώς από την τουρκική αναθεωρητική πολιτική, η οποία εκδηλώνεται με παραβιάσεις, στρατιωτικές ασκήσεις, προκλητική ρητορική και υβριδικές επιχειρήσεις.

Το 2024 η Ελλάδα δαπάνησε 8 δισ. δολάρια, δηλαδή 3,1% του ΑΕΠ της – ενώ η Τουρκία, με 25 δισ. και ποσοστό μόλις 1,9%, υπερτερεί σε απόλυτους αριθμούς λόγω του πολλαπλάσιου ΑΕΠ της. Η Κύπρος, με μόλις 600 εκατ. δολάρια, παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, αλλά είναι σαφές ότι αν θέλει να διατηρήσει στοιχειώδη αποτρεπτική ικανότητα, πρέπει να επενδύσει περισσότερο.

Για την Ελλάδα η αποτροπή δεν μπορεί να βασίζεται μόνο σε εισαγόμενα οπλικά συστήματα. Απαιτεί σοβαρό σχεδιασμό, ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής και αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού, χωρίς εξαρτήσεις και σπατάλες.

Διαβάστε επίσης:

ΝΑΤO – Ερντογάν: Ζητά πλήρη ένταξη στις αμυντικές πρωτοβουλίες και έργα της ΕΕ – Πιθανή συνάντηση με Τραμπ

Το 5% στις αμυντικές δαπάνες διχάζει το ΝΑΤΟ στη Χάγη – Αρνείται η Μαδρίτη

Κατρίνης: Η κυβέρνηση κρύβει τις αμυντικές δαπάνες και τις συμβάσεις εξοπλισμών από τη Βουλή

Documento Newsletter