Λάκης Παπαδόπουλος: «Είναι τρομερό που μας οδηγεί κάθε παράφρονας»

Συζήτηση με αφορμή μια νέα μουσική συνάντηση του γνωστού τραγουδοποιού στην Πλάκα.

Συνάντησα τον Λάκη Παπαδόπουλο στην ταράτσα της Οδού Λυσίου, µιας νέας µουσικής σκηνής στην Πλάκα. «Μπορεί η συνέντευξη να µη γίνει, αλλά εγώ θα φάω. Και µάλιστα θα µοιραστούµε το φαγητό» µου είπε κατηγορηµατικά. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ακούσαµε τραγούδια από τον ορχηστρικό δίσκο που ετοιµάζει αυτή την περίοδο και µιλήσαµε για την εφηβεία του, τη δικτατορία και τα ταξίδια στην Καραϊβική. Πρώτα κατέβηκε στην πρόβα για να τραγουδήσει την «Ανεµώνα» και το «Κάτι γλυκό» και στη συνέχεια ξεκινήσαµε την κουβέντα µας.

Πώς αισθάνεστε γι’ αυτό το νέο µουσικό σχήµα που γεννιέται;

Είµαι χαρούµενος που βρίσκοµαι ξανά µε τον Γιάννη Ζουγανέλη και που έκανα έναν καινούργιο φίλο, τον ∆ιονύση Τσακνή. Με την Ελένη ∆ήµου συναντιόµαστε πολλά χρόνια και έχουµε βγάλει στο παρελθόν έναν ωραίο δίσκο. Είναι το κάτι άλλο. Μια παράξενη συνεύρεση που πιστεύω ότι θα µας βγει σε καλό. Το σχήµα έχει προσωπικότητες. Είµαστε µια µουσική παρέα. Αισθάνοµαι άτυχος γιατί δεν πρόλαβα να παίξω ποτέ µε τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Οταν πεθαίνει κάποιος είναι σαν να φεύγει ένα κοµµάτι από µέσα σου. Καταλαβαίνεις ότι κονταίνει το σχοινί της ζωής.

Στην εφηβεία σας φτιάξατε ένα συγκρότηµα, τους Dragons. Πώς ήταν εκείνη η εποχή;

∆ηµιουργήσαµε ένα συγκρότηµα µε τέσσερα παιδιά της γειτονιάς µου όταν ήµουν δώδεκα χρόνων. Μεγάλωσα στους Αµπελόκηπους, στη συνοικία των Ελληνορώσων. Τα ακούσµατά µας τότε ήταν οι Santos, o Σέρτζιο Εντρίγκο µε τον οποίο είχαµε παίξει και µαζί, ο Ντοµένικο Μοντούνιο που είχε πει το «Volare», τη µεγαλύτερη επιτυχία της Ιταλίας. Μετά το φεστιβάλ του Γούντστοκ κυριάρχησε το ατηµέλητο ροκ. Οι Beatles ήταν πιο καθωσπρέπει, έγραφαν προσεγµένη µουσική. Κατά τη γνώµη µου η τέχνη τους δεν διέφερε από τους µεγάλους κλασικούς, τον Μπετόβεν και τον Μότσαρτ. Κάπου εκεί τοποθετούνται για εµάς που τους λατρέψαµε. Πολλοί νέοι της γενιάς µου καταλήξαµε µουσικοί ξεκινώντας από συγκροτήµατα της γειτονιάς. Κάναµε πρόβες, συναυλίες, τα κορίτσια µας ζητούσαν αυτόγραφα. Το νόηµα ήταν: άκου, βλέπε, πρόσθεσε τη δική σου πινελιά. Και έτσι σκαρώναµε διαρκώς τραγουδάκια. Τότε κυριαρχούσε το ραδιόφωνο. ∆εν ήταν της µόδας τα ρεµπέτικα και τα κακόγουστα λαϊκά τραγούδια. Ακούγαµε Στέλιο Καζαντζίδη και Μαίρη Λίντα. Στο ελαφρό τραγούδι ξεχώριζαν η Σοφία Βέµπο και ο Αττίκ. Οι πιο πολλοί καλλιτέχνες έφυγαν από τη ζωή µαραζωµένοι γιατί δεν πήραν την αναγνώριση που τους άξιζε. Σήµερα τα νέα παιδιά αρχίζουν να ανακαλύπτουν αυτούς τους συνθέτες.

Πώς βιώσατε την περίοδο της δικτατορίας;

Για µεγάλο διάστηµα τραγουδούσα σε κρουαζιερόπλοια και δεν τα έζησα όλα. Μπήκα µια µέρα σε ένα πλοίο και ύστερα από 25 µέρες βγήκα σε άλλο ηµισφαίριο. Πήγα στη Βραζιλία και γύρισα πολλά νησιά. Αλλος κόσµος, άλλες µόδες, άλλες µουσικές. Τραγουδούσα στα πλοία για τους τουρίστες. Είχαµε παίξει και στο Χίλτον στα Μπαρµπέιντος. Στην Ελλάδα όµως όλα ήταν σκούρα και σκοτεινά. Υπήρχε φόβος. Οταν πήγα στον στρατό έµεινα αποµονωµένος σε ένα φυλάκιο γιατί οι συγγενείς του πατέρα µου ήταν κοµµουνιστές. Με πήρε η µπάλα και έκατσα 27 µήνες στο Σιδηρόκαστρο. Εκείνη την περίοδο έπαθα µια βλάβη και έχασα το 40% της ακοής µου. ∆εν πήρα ποτέ αποζηµίωση. ∆εν πειράζει όµως, έζησα και τη φυλακή του στρατού. Όλα αυτά σε κάνουν πιο δυνατό.

Στη συνέχεια πώς κύλησε η ζωή σας;

Ο πατέρας µου ήταν δικηγόρος και εκείνη την εποχή πήγαινε στα µαγαζιά της Αθήνας και µάζευε τις συνδροµές για την ΕΡΤ. Κάποια στιγµή µου είπε «δεν δίνεις εξετάσεις να φύγεις από τα πλοία;». Θα πηγαίναµε τότε στον Βόρειο Πόλο µε το κρουαζιερόπλοιο και φοβόταν ότι θα… κρυώσω. Μετά το τέλος της δικτατορίας βρέθηκα στην ΕΡΤ. Τα δισκάκια µε τα τραγούδια που µιλούσαν για ελευθερία και ήλιο είχαν πάνω τους έναν λευκοπλάστη. Οι στρατιωτικοί είχαν πάρει εντολή να λογοκρίνουν τους στίχους. Με τους Dragons είχαµε γράψει ένα τραγούδι που λεγόταν «The forest of my place» (το δάσος της γειτονιάς µου) και αρχικά είχε τίτλο «The first gun». Το αλλάξαµε για να περάσει από τη λογοκρισία. Τελικά οτιδήποτε είναι εναντίον της ελευθερίας του ανθρώπου είναι σκοταδισµός.

Κάποτε ασκήσατε και το επάγγελµα του λινοτύπη.

Στις εφηµερίδες υπήρχε τότε η µεγάλη λινοτυπική µηχανή που ήταν γεµάτη σίδερα. Ο λινοτύπης δακτυλογραφούσε το κείµενο στο κλαβιέ και το χυτήριο τοποθετούσε καλούπια χαρακτήρων σε σειρές βγάζοντας ενιαίες συµπαγείς αράδες. Η λινοτυπία χρησιµοποιήθηκε πολύ στην εκτύπωση εφηµερίδων. Για να κάνεις αυτήν τη δουλειά έπρεπε να είσαι ορθογράφος. Τότε έµαθα τα πάντα για τις οξείες, τις δασείες και τις περισπωµένες. Εργαζόµουν στην «Εστία», µια εφηµερίδα που δεν είχε ούτε µία φωτογραφία και χρησιµοποιούσε µόνο καθαρεύουσα. Για µια περίοδο εξέδιδα και την εφηµερίδα του πατέρα µου µε τίτλο «Ελληνική Ηχώ».

Πότε έγινε το µεγάλο µπαµ µε τη µουσική σας;

Οταν βγήκα στον κόσµο για να αναζητήσω την τύχη µου στη µουσική ήµουν τυχερός. Έκανα επάγγελµα το χόµπι µου. Έτσι έκατσε. Τα τραγούδια µου άρεσαν στον κόσµο και ήταν εποχή που έβγαιναν συνέχεια δίσκοι. Oλα αυτά τα χρόνια νιώθω ότι υπάρχω κι εγώ στο φάσµα που λέγεται ελληνικό τραγούδι. ∆εν νιώθω άνετα να µου ζητάνε αυτόγραφα. ∆εν ένιωσα ποτέ ότι είµαι κάτι διαφορετικό από τους καθηµερινούς ανθρώπους. Οι βεντετισµοί δεν µου πάνε. Οι αγώνες ελληνικού τραγουδιού του Μάνου Χατζιδάκι ήταν σηµαντική στιγµή για µένα. Τον είχα γνωρίσει τον Μάνο. Ήταν µπροστάρης και φιλόσοφος. Κάποια στιγµή βγήκε και ο «Κουρσάρος», ένα τραγούδι που γράψαµε µε τον Παύλο Μάτεσι για τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και έγινε επιτυχία. Πήγα µετά σε µια µικρή εταιρεία και έτσι κυκλοφόρησαν η «Μενεξεδιά», το «Ιωάννα και Μαριέτα» και πολλά άλλα τραγούδια. Αγαπάω όµως και τη λαϊκή µουσική. Μου αρέσουν τροµερά ο Βασίλης Τσιτσάνης, η Μαίρη Λίντα, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η Ιωάννα Γεωργακοπούλου, η Ευτυχία Παπαγιανόπουλου. Έχω κάνει στο παρελθόν και τα «Ευγενικά τραγούδια», έναν δίσκο µε διασκευές λιγότερο γνωστών συνθετών.

Έχετε γράψει εκατοντάδες τραγούδια.

Ολη µου η ζωή είναι η µουσική και ο έρωτας µε τις γυναίκες. Συνεχίζω να γράφω µε µεγάλη ευκολία. Αυτή την περίοδο ετοιµάζω έναν ορχηστρικό δίσκο. Οι µελωδίες έρχονται έτσι ξαφνικά στο µυαλό µου. Και τώρα, άµα θες, µπορώ να σου γράψω ένα τραγουδάκι. Οι στίχοι είναι διαφορετική υπόθεση. Είµαι τεµπέλης στο να γράφω ποίηση. Ο λόγος θέλει παίδεµα και υποµονή.

Τι σας στενοχωρεί περισσότερο σήµερα;

Το µόνο πράγµα για το οποίο παρακαλάω είναι να µη ζήσουµε πόλεµο. Υπάρχουν άνθρωποι που τους τρώει µέσα τους ένα σκουλήκι. Τα παιδιά µας θέλουµε να τα χαρούµε. Τα κράτη γίνονται σύµµαχοι και φίλοι όταν περάσουν τα χρόνια, οι άνθρωποι όµως βιώνουν τη φρίκη. Ρωτάς αυτούς που έζησαν το Ολοκαύτωµα; Η ζωή µας πόσες καλές στιγµές έχει; Αµα τις µηδενίσουµε, τελειώνουν όλα. Στο Βελιγράδι έβλεπα ευτυχισµένους ανθρώπους, όµορφα αγόρια και κορίτσια. Μετά τον πόλεµο όµως µαράζωσαν, σαν να µαύρισε το βλέµµα τους. Ο σοβαροφανής Μπιλ Κλίντον έσπειρε τόσους πολέµους. Είναι τροµερό πού µπορεί να µας οδηγήσει ο κάθε παράφρονας. Όπως ο Χίτλερ. Να είµαστε τυχεροί για να µην κυβερνούν τη γη µας τέτοιοι άνθρωποι.

INFO

Γιάννης Ζουγανέλης, Ελένη Δήμου, Λάκης Παπαδόπουλος, Διονύσης Τσακνής.

Οδός Λυσίου, Λυσίου και Μνησικλέους 22, Πλάκα.

Kάθε Σάββατο στις 22.30

Ετικέτες