Η Ημέρα του Αγίου Πατρικίου, που τίμησαν την περασμένη Κυριακή οι Ιρλανδοί, δεν είναι μόνο το πράσινο χρώμα του τριφυλλιού, οι παρελάσεις, η καλοτυχία και οι μπίρες.
Λέγαμε με τον αείμνηστο Βαγγέλη Βέκιο ότι οι Ιρλανδοί είναι οι Ελληνες του βορρά κι εμείς είμαστε οι Ιρλανδοί του νότου. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Βαγγέλης επέμενε να επαίρεται διότι είχε εκπονήσει περίτεχνη διατριβή όπου συσχέτιζε την ιρλανδική και την ελληνική μουσική, δεικνύοντας τα πολλά κοινά ανάμεσα στους δύο πολύπλαγκτους λαούς και την κουλτούρα τους. Και όποιος έχει κάνει παρέα με Ιρλανδούς αισθάνεται στο πετσί του τα εν λόγω κοινά.
Δεν πάψαμε ποτέ να προσφεύγουμε στην ιρλανδική λογοτεχνία με τους πλούσιους και παθιασμένους τρόπους της, με τις αιφνιδιαστικές και εκπληκτικές τροπές της. Από την πρώτη μιας νιότη κιόλας ο Σάμιουελ Μπέκετ και ο Τζέιμς Τζόις αποτέλεσαν αείζωους φίλους και οδοδείκτες μας. Και, βέβαια, πάντα μας ξεσήκωναν μπάντες σαν τους Pogues, τους U2 και τους Dubliners με τους έξοχους λίντερ τους, τον Σέιν ΜακΓκάουαν, τον Bono και τον Ρόνι Ντριου, σπουδαίες φυσιογνωμίες και οι τρεις. Και τι να πούμε για τον Βαν Μόρισον!
Αυτό τον καιρό, αναμένοντας και τιμώντας την Ημέρα του Αγίου Πατρικίου, σήμερα Κυριακή 17 Μαρτίου, οι φίλοι μου κι εγώ λιώνουμε στο πικάπ το βινύλιο «Skinty fia» των δυναμικών, υπερταλαντούχων ποιητών του ιρλανδικού post-punk, των Fontaines DC, που φέτος συμπληρώνουν δέκα χρόνια εντυπωσιακής δημιουργικότητας, ενώ καταβροχθίζουμε τρία Booker, όλα made in Ireland, που όλα (συμπτωματικώς) κυκλοφορούν από τη σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg.
«Ηρθε η νύχτα και δεν την άκουσε, όρθια στο παράθυρο, κοιτάζοντας έξω στον κήπο, δεν άκουσε το χτύπημα»· ιδού η εναρκτήρια φράση του δυστοπικού μυθιστορήματος του Πολ Λιντς (Paul Lynch· Λίμερικ, 9 Μαΐου 1977) «Το τραγούδι του προφήτη», που μετέφρασαν εμπνευσμένα οι Αγγελος Αγγελίδης και Μαρία Αγγελίδου και απέσπασε το έμπλεο γοήτρου βραβείο Booker το 2023. Ιδού και η ακρουπογράφει τελεύτια: «…αν δεν φύγουν, θα μείνουν μέσα σ’ αυτό το σκοτάδι, ενώ αυτή θέλει να ζήσουν, κι αγγίζει το κεφαλάκι του γιου της και παίρνει τα χέρια της κόρης της και τα σφίγγει σαν να της λέει ότι δεν θα την αφήσει ποτέ, και της λέει, στη θάλασσα, θα βγούμε στη θάλασσα, η θάλασσα είναι ζωή». Στις ενδιάμεσες 340 σελίδες ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια κλιμακούμενη ένταση την οποία προκαλεί ένα αυταρχικό καθεστώς, ζούμε ένα εφιαλτικό κλίμα ανάμεσα στα όσα έγραφε ο Τζορτζ Οργουελ στο «1984» και τα διλήμματα που ταλανίζουν τις γυναικείες μορφές στην αρχαία ελληνική τραγωδία.
Επίτευγμα του Λιντς είναι η τριτοπρόσωπη αφήγηση σε χρόνο ενεστώτα που δημιουργεί δραματική ατμόσφαιρα, καθώς οι αγυρτείες του καθεστώτος, οι εξεγέρσεις (σπασμωδικές και βίαιες) εναντίον του και η αχρειότητα όσων εκμεταλλεύονται τη ζοφερή κατάσταση αυξάνονται, πληθύνονται, εντείνονται.
Πέντε χρόνια πριν, το 2018, το Booker δόθηκε (δικαίως) στην Αννα Μπερνς (Anna Burns· Μπέλφαστ, 7 Μαρτίου 1962) για τον πολυσυζητημένο «Γαλατά», του οποίου την αξιέπαινη μετάφραση η Μαρία Αγγελίδου. Η αφήγηση είναι πρωτοπρόσωπη, καθηλωτική, σφριγηλή, διανθισμένη με πικρό χιούμορ, δραματική. Η αφηγήτρια είναι μόλις δεκαοχτώ χρονών, διαβάζει μόνο κλασικούς, πασχίζει να αυτοπροσδιοριστεί σε ένα εμφυλιοπολεμικό περιβάλλον συμπλοκών ανάμεσα σε αντιμαχόμενες συνομαδώσεις (δυνάμεις της τάξης συγκρούονται με παραστρατιωτικούς αντάρτες). Οι φήμες είναι φονικές όσο και τα πυροβόλα όπλα, οι μπαλακλάβες αφθονούν, το έρεβος είναι κωμικοτραγικό. Η Μπερνς κινείται με κατακτημένη άνεση σε όλο το φάσμα της ιρλανδικής λογοτεχνίας, με το φάντασμα του Μπέκετ να απλώνει τη γόνιμη σκιά του σε κάθε της περίτεχνη παράγραφο. Σημειώνω ότι κυκλοφορεί και το μυθιστόρημά της «Αντίλαλοι. Σπασμοί πολέμου», μεταφρασμένο άρτια από την Παλμύρα Ισμυρίδου, εκδ. Αγρα.
Τριάντα χρόνια πριν από την Μπερνς, το 1978, με το Booker είχε τιμηθεί η σπουδαία Αϊρις Μέρντοχ (Iris Murdoch, Δουβλίνο 1919 – Οξφόρδη 1999) για το μυθιστόρημα «Θάλασσα, θάλασσα», μεταφρασμένο θαυμάσια από την έμπειρη Αθηνά Δημητριάδου. Πρόκειται για το πολύπτυχο πορτρέτο του Τσαρλς Αροουμπαϊ, ενός μανιακού με τη γαστρονομία, την καλή ζωή και τον άκρατο αλλά μελοδραματικό ερωτισμό, που αποφασίζει να αποσυρθεί από το θέατρο, όπου διέπρεπε, και να γράψει τα απομνημονεύματά του. Εδώ το χιούμορ πάει αγκαλιά με τον φιλοσοφικό στοχασμό – η Μέρντοχ άλλωστε εκτός από 26 (!) μυθιστορήματα εξέδωσε και πέντε φιλοσοφικά πονήματα. Οι περιπέτειες και οι σκέψεις του Αροουμπαϊ διαβάζονται με γέλια και με κλάματα, κάτι που δείχνει πόσο αντιφατικοί είναι οι άνθρωποι και πόσο ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο είναι το να παλλόμαστε μες στις αντιφάσεις μας.
Με δύναμη από την Ιρλανδία, λοιπόν, καθώς διαβάζουμε επίσης το κοινωνικοϊστορικό μελέτημα «Μην πεις λέξη» του Πάτρικ Ράντεν Κιφ (Patrick Radden Keefe, 1976) που μεταφράζει ο Κωστής Πανσέληνος (εκδ. Μεταίχμιο) και καταπιάνεται διεξοδικά με την κρυφή ιστορία του IRA.
FaceControl
Γεννημένος στην Κόρινθο πριν από τρεις δεκαετίες, ο Γιώργος Δρίτσας ξέρει να τιμά τους οδοδείκτες του καθώς συνθέτει ποιήματα εμπνευσμένα από τον Γιώργο Χρονά, τον Αλέξη Τραϊανό, τον Νικήτα Σινιόσογλου, συντάσσοντας παράλληλα ένα αρχείο για τους λογοτέχνες και τους στοχαστές που αγαπάει, περιπλανώμενος στα σπίτια και τα στέκια τους, μες στην αρχαιολογία της αστικής τοπιογραφίας τους.
Δύο ποιητικές του συλλογές κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Οδός Πανός: «Σκιά θανάτου» (2022) και «Το ματωμένο όνειρο» (2023), με στίχους όπως «Λουσμένος με το λυκαυγές/ κάνω ύμνο μου/ το κρώξιμο της κίσσας,/ ενώ βρίσκω τον ρυθμό μου/ στο στιλβωμένο στιλέτο» και «Με ελλιπή ύπνο/ και με βλέφαρα βαριά/ εγκατέλειψα την τελευταία θαλπωρή/ των από καιρό λερών σεντονιών/ και των χοντρών παπλωμάτων».