Μαρία Κηλαηδόνη: Όταν «έφυγε» ο Λουκιανός σκεφτόμουν την τόσο ωραία ζωή που έζησε

Συναντηθήκαμε με την τραγουδοποιό στο Μεταξουργείο για να συζητήσουμε για τη δουλειά της, τον (μεγάλο απόντα) πατέρα της και τη μητέρα της.

Στις 7 Φεβρουαρίου πριν από τέσσερα χρόνια ο Λουκιανός Κηλαηδόνης ανέβηκε στην Ντόλυ του, έστριψε το τελευταίο του τσιγάρο και ξεκινώντας το ταξίδι του στην ανοιχτωσιά του ορίζοντα πήρε να τραγουδάει «Είµαι ένας φτωχός και µόνος καουµπόι». Αυτές τις µέρες κυκλοφόρησε το βιντεοκλίπ του «λ», ενός από τα τραγούδια του άλµπουµ «Ροζ» που ήδη διανύει διαδροµή ενός χρόνου, µε τη Μαρία Κηλαηδόνη να τραγουδά για τον πατέρα της «Κι όταν τις νύχτες τ’ αστέρια/ φέγγουν στο βάθος ζεστά/ ξέρω ότι εσύ µας προσέχεις/ κι όλα θα πάνε καλά» και να ντύνει το ηχητικό µε φωτογραφίες οικογενειακών στιγµών από το προσωπικό της αρχείο. Συναντηθήκαµε µε την τραγουδοποιό στο ToDo Loft στο Μεταξουργείο, µια περιοχή πολύ κοντά στη γειτονιά της, και αµέσως µου ζήτησε να µιλάµε στον ενικό. Και η κουβέντα µας ξεκίνησε από τα χρώµατα…

Ο πρώτος σου προσωπικός δίσκος τιτλοφορείται «Τυρκουάζ» και ο δεύτερος «Ροζ». Τι χρώµα νιώθεις ότι είσαι;

Νοµίζω πως είµαι µπλε σκούρο· όχι µε τη µελαγχολική του απόχρωση αλλά µε τη ζεστή και τη βελούδινη πλευρά του. Είναι το αγαπηµένο µου όταν ζωγραφίζω και το θεωρώ χρώµα αγάπης, φροντίδας και αγκαλιάς.

Ξεκίνησες δουλεύοντας ως κοινωνική λειτουργός και τελικά βρέθηκες στη µουσική. Πώς προέκυψε αυτή η αλλαγή;

Το αίσθηµα της φροντίδας ήταν πάντα έντονο µέσα µου, άλλωστε έτσι µεγαλώσαµε µε την αδερφή µου. Οµως ταυτόχρονα η µουσική µε συγκινούσε, µε συγκλόνιζε, µε συνέγειρε – για αρκετά χρόνια όταν σπούδαζα στην Κρήτη δούλευα ως DJ. Βέβαια δεν τολµούσα να καταπιαστώ µε τη σύνθεση, καθώς η παρουσία του Λουκιανού λειτουργούσε αποτρεπτικά – µάλλον ήθελα να αποφύγω τη σύγκριση. Σπούδασα και δούλεψα ως κοινωνική λειτουργός, κερδίζοντας πολλά κυρίως στον τρόπο σκέψης µου. Τόλµησα τη στροφή στη µουσική γιατί ενδεχοµένως δεν ήθελα να µείνει µέσα µου απωθηµένο για κάτι που δεν δοκίµασα.

Το µουσικό είδος που υπηρετείς µε τους απλούς και άµεσους στίχους είναι ιδιαίτερο και σαφώς παραπέµπει στον πατέρα σου. Είναι ένα είδος που λείπει σήµερα από τη µουσική σκηνή;

Σίγουρα δεν θα έκανα κάτι µελαγχολικό, κάτι σκούρο. Οπως το χρώµα µου είναι το ζεστό µπλε, αντίστοιχα στη µουσική είµαι καθαρά µατζόρε τύπος. Το µινόρε έχει µαυρίλα και δεν την αντέχω. Αρα µπορώ να πω ότι µάλλον είµαι άνθρωπος µπλε µατζόρε. Αυτό συµβαίνει και µε τους συνεργάτες µου, µε τους οποίους θέλω πρώτα να είµαστε φίλοι… φίλοι χαρούµενοι. Σε σχέση µε τη µουσική του Λουκιανού, το βρίσκω πολύ λογικό να µε έχει επηρεάσει, αλλά όπως και µε τις δηµιουργίες του πατέρα µου, έτσι και µε τις δικές µου θέλω µουσική και στίχο εύκολα, άµεσα, τα οποία να µιλούν κατευθείαν στον ακροατή χωρίς να αναρωτιέται «τι θέλει να πει ο ποιητής;». Μάλλον όλα είναι θέµα ψυχής, καθώς το τι υπάρχει µέσα µας είναι τελικά πιο απλό από αυτό που νοµίζουµε. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν θα πειραµατιζόµουν µουσικά σε κάτι που θα ήταν δυσνόητο και ίσως ψεύτικο στην τελική.

Η σύγκριση µε τον πατέρα σου –όπως αντίστοιχα και η σύγκριση της αδερφής σου Γιασεµής, η οποία ως ηθοποιός βρίσκεται στον ίδιο χώρο µε τη µητέρα σας Αννα Βαγενά– σε ενοχλεί, σε αγχώνει;

Θεωρώ τιµητικό όταν ακούω ότι θυµίζω τον Λουκιανό, αλλά από την άλλη ίσως κάποιες φορές µε κουράζει όταν κάποιος επικεντρώνεται µόνο στην οικογενειακή µου καταγωγή χωρίς να κοιτάζει τη δουλειά µου. Είµαι περήφανη και για τους δύο γονείς µου και έχω εισπράξει άπειρη αγάπη και από τους δύο όλα αυτά τα χρόνια.

Στην περίεργη περίοδο που ζούµε πιστεύεις ότι η Ελλάδα αγαπάει τον πολιτισµό της;

Πολλές φορές, είτε µόνη είτε συζητώντας µε συναδέλφους, έχω αναρωτηθεί αν πρέπει να βρούµε κάποια άλλη δουλειά. Από την άλλη νιώθω ότι οφείλουµε να αντέξουµε µέχρι το τέλος και να παραµείνουµε όσο πιο αισιόδοξοι γίνεται, γιατί όταν τελειώσει όλο αυτό θα πρέπει να είµαστε έτοιµοι ψυχικά να δηµιουργήσουµε ξανά και ξανά. Η πρώτη περίοδος του εγκλεισµού ίσως είχε κάποιο ενδιαφέρον, αλλά πλέον η κατάσταση έχει κουράσει και κάπου έχει στερέψει η έµπνευση στους περισσότερους.

Ποιο είναι το τραγούδι µε το οποίο θα ανοίξεις την πρώτη σου συναυλία όταν «απελευθερωθεί» η τέχνη;

Η «Ποταπαγόρευση». Το είχα γράψει προτού αρχίσει η τρελή περίοδος, αλλά τελικά αυτό θέλουµε όλοι, να πιούµε ένα ποτό και να δούµε τους φίλους µας από κοντά. Οσο για το κλείσιµο, «You are my sunshine» σίγουρα. Μας λείπουν οι άνθρωποι περισσότερο από καθετί, προσωπικά και καλλιτεχνικά. Είναι και ο λόγος που θα ήθελα να µπορώ να δηµιουργώ –όχι µόνο στη µουσική– ακόµη και σε µεγάλη ηλικία. Θέλω να µπορώ να επικοινωνώ µε τους ανθρώπους από κοντά.

Ποια είναι η συµβουλή που σου έδωσαν οι γονείς σου και θα µεταφέρεις στα παιδιά σου;

Να ζήσουν τη ζωή τους όπως θέλουν. Είναι πολύ δύσκολο, αλλά όταν έρχεται η ώρα να φύγουµε από τη ζωή δεν πρέπει να µετανιώνουµε για πράγµατα που δεν κάναµε. Οταν «έφυγε» ο Λουκιανός αυτό που σκεφτόµουν ήταν η τόσο τόσο ωραία ζωή που έζησε.

Ο µουσικός µπαµπάς συνεργαζόταν µε την ηθοποιό µαµά. Η αδερφή µουσικός θα συνεργαζόταν µε την αδερφή ηθοποιό;

Είναι κάτι που έχουµε στα άµεσα σχέδιά µας όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες. Με τη Γιασεµή κινούµαστε στο ίδιο µήκος κύµατος και θέλουµε πολύ να συνεργαστούµε µε κάποιον τρόπο.

7 Φεβρουαρίου 2020. Ποια είναι η διαφορά σε σχέση µε τα τρία προηγούµενα χρόνια;

Μέχρι πέρσι τέτοια µέρα καθόµασταν οικογενειακά και συζητούσαµε. Φέτος, ίσως επειδή πονάει κάπως λιγότερο, θα δώσουµε µια διαφορετική νότα, όπως θα ήθελε ο Λουκιανός, χωρίς πένθος, γιατί δεν του άρεσε καθόλου η µαυρίλα. Θέλουµε να του στείλουµε ένα µεγάλο χαµόγελο µε τις οικογενειακές στιγµές στην οπτικοποιηµένη µορφή του «λ». Μιλώντας για χρώµατα, ο Λουκιανός ήταν µπλε µε την έννοια που είπα νωρίτερα, ίσως και τιρκουάζ, γιατί είχε ένα χαρακτηριστικό τέτοιο πουκάµισο που το αγαπούσε πολύ. Η µαµά µου είναι κόκκινο της φωτιάς, κάτι πολύ έντονο, και η Γιασεµή µάλλον κυπαρισσί.

Χωρίς ερωτήσεις

Λουκιανός Κηλαηδόνης

«Ηταν ο άνθρωπος που έζησε τη ζωή του όπως ακριβώς ήθελε. Ηταν ο πρώτος άνθρωπος στον οποίο είπα ότι με ενδιαφέρει να ασχοληθώ με τη μουσική. Πέρασα από κανονική οντισιόν, γιατί ήθελε τόσο να σιγουρευτεί ότι έχω θέση στον συγκεκριμένο χώρο όσο και να με προφυλάξει. Οποτε τον χρειάστηκα ήταν εκεί, αν και ακόμη έχω μια λίστα από απορίες τις οποίες δεν μπορεί πλέον να μου λύσει. Θα τον ρωτούσα πώς βρίσκει ένας καλλιτέχνης υπομονή για να αντέξει στη σημερινή εποχή. Σίγουρα έχω πάρει πολλά από αυτόν, όχι μόνο μουσικά. Η σεμνότητα, το χιούμορ και η αγάπη για όλα τα ωραία είναι στοιχεία που υπάρχουν και στον χαρακτήρα μου. Οταν ξεκίνησα να δουλεύω στο βιντεοκλίπ του “λ” –το υλικό προέρχεται από μια βιντεοκάμερα που είχαμε στην οικογένεια με πλάνα από δικές μας στιγμές– ήθελα να δείξω αυτό ακριβώς που ήταν. Ενας άνθρωπος χαρούμενος και πάνω από όλα στοργικός πατέρας. Πάντα ήταν κοντά στα παιδιά του, όπως και η μητέρα μας, παρόλο που είχαν πάντα τρελό πρόγραμμα δουλειάς. Μας διάβαζε, πηγαίναμε μαζί για ψώνια, φρόντιζε τα πάντα και μπορώ να πω ότι τελικά ήμασταν τα κορίτσια του μπαμπά μας. Με τα αγόρια μας ήταν γλυκός, παρόλο που πάντα το μάτι του παρατηρούσε. Με μία φράση, ο Λουκιανός ήταν ο πιο γλυκός μπαμπάς. Η εποχή μας μπορεί να είναι άγρια και πολλά πράγματα να σχολιάζονται κακοπροαίρετα, αλλά στις προσωπικές στιγμές που θα μοιραστώ με τον κόσμο θέλω να δείξω αυτό που ήμασταν: μια δεμένη οικογένεια».

Αννα Βαγενά

«Η μαμά μου είναι η χαρά της ζωής. Είναι πάντα γεμάτη όρεξη και ομολογώ ότι συνήθως εκείνη μας παρασέρνει σε βόλτες και εκδρομές. Είναι μια τεράστια αγάπη, που πολλές φορές αυτή η αγάπη πονάει. Με τον πατέρα μου δεν ήταν απλώς ζευγάρι. Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλο σε όλα όσα έκαναν, προσωπικά, οικογενειακά και καλλιτεχνικά, όπως στη συναυλία της Βουλιαγμένης. Μας προστατεύει πάντα, μας φρόντισε και μας φροντίζει με απίστευτα συγκινητικό τρόπο, με μοναδικό σκοπό να χαρούμε τη ζωή μας. Η συμβουλή που μας έδινε και συνεχίζει να μας δίνει είναι “μη φοβάστε”. Παραμένει δημιουργική και είναι πραγματικός χείμαρρος, ανοιχτά σκεπτόμενη σε όλα και απόλυτα αισιόδοξη».