Μάριο Βάργκας Λιόσα, ο ανατόμος της Λατινικής Αμερικής

Τα βιβλία του Μάριο Βάργκας Λιόσα έχουν κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη, Εξάντας, Πατάκη, Λιβάνη και Ψυχογιός. Το τελευταίο του μυθιστόρημα με τίτλο «Σας αφιερώνω τη σιωπή μου» (2023), σε μετάφραση Κ. Παλαιολόγου, θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδ. Καστανιώτη

Ο Μάριο Βάργκας Λιόσα ήταν ο σημαντικότερος πολιτικός μυθιστοριογράφος και ο τελευταίος εν ζωή εκπρόσωπος του λατινοαμερικανού μπουμ.

Ο Μάριο Βάργκας Λιόσα, ο οποίος έφυγε από τη ζωή στις 13 Απριλίου σε ηλικία 89 ετών, πίστευε ότι οι ιστορίες είναι εκείνες που επιλέγουν τους συγγραφείς και όχι το αντίθετο. Στην περίπτωσή του οι ιστορίες έφταναν σε εκείνον κατά δεκάδες. Πώς θα μπορούσε άραγε να μείνει ανεπηρέαστος από τις καταλυτικές εξελίξεις που έζησε η Λατινική Αμερική όσο εκείνος μεγάλωνε; Γεννήθηκε στις 28 Μαρτίου 1936 στην Αρεκίπα του Περού από οικογένεια της μέσης τάξης. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του δεν γνώρισε τους γονείς του ως ζευγάρι, καθώς είχαν χωρίσει προτού καν γεννηθεί. Ετσι, μεγάλωσε με τη μητέρα και τους παππούδες του στη Βολιβία. Η οικογένεια επανενώθηκε όταν ήταν δέκα ετών.

Από νωρίς εκδήλωσε κλίση για τη λογοτεχνία. Αγαπούσε πολύ τον Φλομπέρ και τον Φόκνερ, την τεχνική του οποίου προσπάθησε συνειδητά να ανασυνθέσει όταν ξεκίνησε να γράφει. Ο πατέρας του για να τον αποτρέψει να ασχοληθεί με τα γράμματα τον έστειλε σε στρατιωτική ακαδημία. Οπως έλεγε αργότερα ο Λιόσα, με αυτή του την κίνηση, αντί να τον απομακρύνει από τη λογοτεχνία, του πρόσφερε αν αγνοία του ένα πρώτης τάξης υλικό το οποίο χρησιμοποίησε στο πρώτο βιβλίο του, «Η πόλη και τα σκυλιά» (1963). Το μυθιστόρημα, που από πολλούς θεωρείται το καλύτερό του και αποτελεί σταθμό για τη λατινοαμερικανική λογοτεχνία, εξελίσσεται σε μια στρατιωτική σχολή της Λίμα και αποτελεί μια ιστορία βίαιης ενηλικίωσης σε έναν κόσμο που παραπαίει.

Βαθιά κοινωνική ματιά
Ακολούθησαν το «Πράσινο σπίτι» (1966) το οποίο εκτυλίσσεται στην περουβιανή ζούγκλα και αποτελεί τολμηρή ματιά στη διαφθορά του Περού και το «Conversación en la catedral» (1969, στα ελληνικά κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Πότε πήραμε την κάτω βόλτα;») που αφορά την περίοδο της δικτατορίας του στρατηγού Μανουέλ Οδρία κατά την οποία κυριαρχούσαν η διαφθορά και η παράνοια. «Είναι μεγάλη πρόκληση να προέρχεσαι από μια χώρα, μια κοινωνία, μια πραγματικότητα τόσο γεμάτη αντιθέσεις, όπου τίποτε δεν έχει τελειώσει πραγματικά – τα πάντα είτε χτίζονται είτε αυτοκαταστρέφονται. Νιώθεις ένα είδος ιλίγγου. Ζεις ταυτόχρονα στον 20ό αιώνα, στον Μεσαίωνα και στην Εποχή του Λίθου. Περνάς βίαια από τη δημοκρατία στη δικτατορία σε σφαγές. Ολα είναι τόσο επισφαλή και ταυτόχρονα το παρελθόν είναι τόσο πλούσιο και τόσο ανεξερεύνητο από τη λογοτεχνία» είχε πει σε μια συνέντευξή του το 1982 στους «New York Times».

Ο Λιόσα γνώριζε πολύ καλά τις διασυνδέσεις του υποκόσμου με την πολιτική στη χώρα του, καθώς ήδη από τα 15 του εργαζόταν ως δημοσιογράφος, ενώ από το 1958 ζούσε στην Ευρώπη, αρχικά στη Μαδρίτη κι έπειτα στο Παρίσι, στη Βαρκελώνη και στο Λονδίνο. Οι τολμηρές ρεαλιστικές περιγραφές και η βαθιά πολιτική και κοινωνική ματιά του σύντομα τον ανέδειξαν σε έναν από τους σημαντικότερους εκφραστές του λατινοαμερικανικού μπουμ τις δεκαετίες 1960 και 1970. Μαζί με τους τόσο σπουδαίους και τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Χούλιο Κορτάσαρ και Κάρλος Φουέντες, ο Λιόσα διαμόρφωσε την οπτική μας για τη Λατινική Αμερική και διεύρυνε την αντίληψή μας σχετικά με τις δυνατότητες της λογοτεχνίας, στα είδη της οποίας δεν είδε σύνορα. Φεύγοντας από το Περού άνοιξε και το πεδίο των ιστοριών του σε άλλες περιοχές της Λατινικής Αμερικής και του κόσμου.

Αλλεργία στο χιούμορ

Τα πρώτα χρόνια της συγγραφικής του πορείας δήλωνε αλλεργικός στο χιούμορ καθώς, όπως παραδέχτηκε αργότερα, πίστευε ως πιστός μαθητής του Σαρτρ ότι η σοβαρή λογοτεχνία δεν γελάει ποτέ. Η μεγάλη αποκάλυψη ήρθε για εκείνον με το «Ο Πανταλέων και οι επισκέπτριες» (1973), καθώς κατάλαβε ότι το χιούμορ μπορεί να είναι πολύ πιο χρήσιμο και απελευθερωτικό απ’ όσο πίστευε. Το εν μέρει αυτοβιογραφικό «Η θεία Χούλια και ο γραφιάς» (1977) είναι η ιστορία ενός νεαρού συγγραφέα ο οποίος ερωτεύεται τη θεία του – ο ίδιος παντρεύτηκε στα 19 του την κουνιάδα του θείου του. Από τα δεκαπέντε μυθιστορήματα που ακολούθησαν ξεχωρίζουν «Ο πόλεμος της συντέλειας του κόσμου» (1988) με θέμα την εξέγερση στο Κανουδός της Βραζιλίας στα τέλη του 19ου αιώνα, η «Γιορτή του τράγου» (2000), το αριστούργημα της ώριμης συγγραφικής περιόδου του, στο οποίο καταπιάνεται με την περίοδο της δικτατορίας του στρατηγού Τρουχίγιο στη Δομινικανή Δημοκρατία και το «Ονειρο του Κέλτη» (2010) που αποτελεί σχόλιο για τα δεινά της αποικιοκρατίας. Εκτός από μυθοπλασία έγραψε κριτικές μελέτες για τον Μάρκες, τον Φλομπέρ, τον Σαρτρ και τον Καμύ αλλά και θεατρικά.

Πολιτικά αμφιλεγόμενος

Παρότι πάντα πολιτικοποιημένος ως συγγραφέας, σε προσωπικό επίπεδο ήταν αμφιλεγόμενος. Ξεκίνησε μαρξιστής, μετακινήθηκε στην κεντροδεξιά και κατέληξε να στέλνει συγχαρητήρια και ανθοδέσμες στη Μάργκαρετ Θάτσερ για την πολιτική της προσφορά, ενώ μόλις το 2022 στήριξε τον Μπολσονάρο. Η μεταστροφή του ήρθε ως αποτέλεσμα της απογοήτευσής του, όπως είχε πει, σχετικά με τη δίωξη των αντιφρονούντων από τον Φιντέλ Κάστρο στην Κούβα. Το 1990 διεκδίκησε την προεδρία του Περού με το κεντροδεξιό κόμμα Δημοκρατικό Μέτωπο (FREDEMO). Προηγήθηκε στις δημοσκοπήσεις, αλλά ηττήθηκε από τον Αλμπέρτο Φουτζιμόρι, ο οποίος στη συνέχεια φυλακίστηκε για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διέπραξε κατά τη διάρκεια της θητείας του. Το 2010 τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας «για τη χαρτογράφηση των δομών της εξουσίας και τις διεισδυτικές του εικόνες της ατομικής αντίστασης, εξέγερσης και ήττας». Ο Λιόσα κατάφερε αυτό που λίγοι κατορθώνουν. Μίλησε για το προσωπικό μέσα από το συλλογικό με έναν τρόπο που αφορά το παγκόσμιο κοινό.