Στην παραθαλάσσια πόλη του Σάουθπορτ, τον Ιούλιο του 1957, γεννήθηκε ο Πίτερ Μαρκ Αλμοντ, το παιδί που αργότερα θα γινόταν ο Μαρκ Αλμοντ, ένας καλλιτέχνης πλασμένος από σάρκα, πάθος και σκοτάδι. Η παιδική του ηλικία δεν υπήρξε εύκολη. Μεταξύ συνεχών μετακομίσεων, ασθενειών και μαθησιακών δυσκολιών συχνά ένιωθε ότι δεν ανήκε πουθενά. Οπως έχει πει ο ίδιος: «Η παιδική μου ηλικία ήταν κλονισμένη, αλλά όχι εντελώς δυστυχισμένη. Είχα υπέροχους παππούδες, τους οποίους λάτρευα».
Στα δεκαεπτά του εγκατέλειψε το σχολείο. Λίγο αργότερα, στη δύσκολη περίοδο του διαζυγίου των γονιών του, υπέστη ψυχική κατάρρευση και νοσηλεύτηκε για δύο μήνες. Κι όμως, ξαναβρήκε τη δύναμη να σταθεί στα πόδια του. «Προσπαθώ πάντα να βλέπω τη θετική πλευρά» έχει δηλώσει. Ως έφηβος εργαζόταν στο θέατρο και το λούνα παρκ της πόλης, ενώ τραγουδούσε σε μια τοπική μπάντα. Αργότερα σπούδασε Καλές Τέχνες στο Leeds Polytechnic, όπου διαμόρφωσε την καλλιτεχνική του ταυτότητα συνδυάζοντας το πειραματικό θέατρο με το καμπαρέ και την ποπ κουλτούρα.
Τα πρώτα βήματα
Κατά τη διάρκεια των σπουδών του γνώρισε τον Ντέιβιντ Μπολ – μια συνάντηση που έμελλε να αλλάξει ριζικά τη ζωή του. Μαζί δημιούργησαν τους Soft Cell, ένα ντουέτο που ανέτρεψε τη synth-pop, αποκαλύπτοντας τη σκοτεινή πλευρά, τη μελαγχολία και τον ηδονισμό που κρύβονταν πίσω από τη γυαλιστερή επιφάνεια των 80s.
Το 1981 κυκλοφόρησαν τη διασκευή του «Tainted love», μεταμορφώνοντάς το σε μια προσωπική εξομολόγηση. Ο τρόπος που ο Αλμοντ τραγουδούσε τη φράση «Once I ran to you, now I run from you» έμοιαζε με υπόσχεση φυγής, σχεδόν προφητική. Το τραγούδι εκτοξεύτηκε στο Νο1 και ο Αλμοντ, με τη φωνή του να πάλλεται ανάμεσα στο γκλαμ και το τραύμα, έγινε το εμβληματικό πρόσωπο ενός νέου, σκοτεινά ηδονικού ρεύματος. Η επιτυχία των Soft Cell κράτησε λίγο. Επειτα από τέσσερα άλμπουμ και μια εκρηκτική διαδρομή ανάμεσα στο underground και το mainstream, το δίδυμο διαλύθηκε το 1984, με τους δύο να αποφασίζουν φιλικά να ακολουθήσουν ξεχωριστούς δρόμους.
Ο Αλμοντ όμως δεν ήταν ποτέ άνθρωπος που μπορούσε να παραμείνει αδρανής. Δημιούργησε τους Marc and the Mambas, όπου η μουσική έμοιαζε με συναισθηματικό διάλογο με τον ίδιο του τον εαυτό – σαν μια νευρική κατάρρευση που μετουσιωνόταν σε τρυφερή μελωδία. Το άλμπουμ «Torment and Toreros» το περιέγραψε ως «ένα breakdown που έγινε μουσική». Μέσα σε μια σκοτεινή, θεατράλε ατμόσφαιρα με ισπανικά μοτίβα έστησε το προσωπικό του καταφύγιο: έναν χώρο όπου μπορούσε να ανασάνει, να μετατρέψει το χάος σε τέχνη.
Η μουσική του αντικατοπτρίζει τον κόσμο που αγαπά και ζει: ποτά, ναρκωτικά, παρακμή, ομορφιά, ναρκισσισμός, βίτσια, ιδιαιτερότητες και ύποπτοι χαρακτήρες – η αγαπημένη του θεματολογία αλλά και ο τρόπος ζωής του. Την ίδια στιγμή μέσα από τις διασκευές του ο Ζακ Μπρελ, ο Σαρλ Αζναβούρ, ο Μαρκ Μπόλαν, ο Τζόνι Ρέι, η Νίκο και ο Σιντ Μπάρετ έγιναν το πνευματικό του σόι.
Το σκοτάδι καραδοκεί
Τίποτα όμως δεν θα μπορούσε να τον προετοιμάσει για το σκοτάδι που ακολούθησε. Το 2004 ένα σοβαρό ατύχημα με μοτοσικλέτα τον άφησε σε κώμα για δύο εβδομάδες. Οταν ξύπνησε, τίποτα δεν ήταν πια ίδιο. «Εχω προβλήματα μνήμης και συναισθημάτων, έλλειψη ενσυναίσθησης. Δεν στεναχωριέμαι αν πεθάνει ένας φίλος, αλλά κλαίω αν κακοποιείται ένα ζώο» έχει πει. Επρεπε να μάθει ξανά να μιλά, να θυμάται, να τραγουδά. Η βραχυπρόθεσμη μνήμη του δεν επανήλθε ποτέ πλήρως – κι όμως, ο Αλμοντ επέστρεψε στη σκηνή, πιο εύθραυστος, μα και πιο αληθινός από ποτέ.
Το 2007 κυκλοφόρησε το «Stardom road», ένα άλμπουμ-ωδή στην επιβίωση. Οι κριτικοί το χαρακτήρισαν ως το πιο ώριμο έργο του – μια αναδρομή και συμφιλίωση με τον εαυτό του. Από τότε κάθε δουλειά του φέρει μια ήσυχη αποδοχή, όπως λέει κι ο ίδιος: «Είμαι πιο χαρούμενος όταν είμαι απασχολημένος και δεν μπορώ να παραδοθώ στις σκέψεις μου… Αγαπώ πολύ αυτό που κάνω».
Ποτέ δεν επιδίωξε να γίνει ένα ακόμη pop icon. Δεν τον ενδιέφερε να ενταχθεί στις ορδές των επιφανειακών διασημοτήτων. Οπως έχει δηλώσει, «θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να γίνω μία από αυτές τις διασημότητες του τίποτα». Το πρόσωπό του έγινε όμως σύμβολο για μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων που ένιωθαν διαφορετικοί ή παρεξηγημένοι. Για εκείνους ο Μαρκ Αλμοντ ήταν η φωνή που διακήρυσσε το δικό τους μανιφέστο: ότι μπορείς να νιώθεις πόνο και ταυτόχρονα να παραμένεις όμορφος.
Η σχέση του με τον Ντέιβιντ Μπολ παρέμεινε ζωντανή, με επανενώσεις των Soft Cell και τη δημιουργία νέας μουσικής, όπως το άλμπουμ του 2022 «Happiness not included» που περιλαμβάνει και συνεργασίες με τους Pet Shop Boys. Αν τον ρωτήσει κανείς ποιο θεωρεί το μεγαλύτερό του επίτευγμα, απαντά απλά: «Οτι είμαι ακόμη εδώ, στα εξήντα μου…».
Ο Μαρκ Αλμοντ ποτέ δεν περιορίστηκε στα στερεότυπα των σταρ των 80s. Είναι ο άνθρωπος που τραγούδησε το παράδοξο, την ηδονή, την απώλεια και τη δική του αλήθεια. Ενας άνδρας που, κοιτάζοντας πίσω, θα μπορούσε να πει με σιγουριά: «Εζησα κάθε στιγμή με όλες μου τις αισθήσεις, χωρίς φόβο για τον παράδεισο ή την κόλαση/ Εζησα κάθε στιγμή σαν άνθρωπος με σάρκα και αίμα/ Εζησα κυνηγώντας τη χαρά, με την ψυχή να φλέγεται και την επιθυμία στο δέρμα».
INFO
Ο Μαρκ Άλμοντ θα εμφανιστεί στις 16 και 17 Οκτωβρίου στο Gazarte Ground Stage. Ωρα έναρξης: 21.30

















