Με τις μέλισσες ή με τους λύκους;

Ανάσα ανακούφισης σκόρπισε στην πλειονότητα των πολιτών η ομόφωνη καταδικαστική απόφαση για τη Χρυσή Αυγή.

 Ανάμεσα σ’ αυτούς που χειροκρότησαν ενδεχομένως να ήταν και μερικοί ψηφοφόροι της που παλιότερα είχαν ενθουσιαστεί από τον τσαμπουκά της και το αντισυστημικό της προφίλ που μετ’ επιτάσεως παρουσίαζαν τα ΜΜΕ. Ωστόσο πέρα από τους πανηγυρισμούς για την επικράτηση του αισθήματος δικαίου λειτούργησαν στην εντέλεια και οι μηχανισμοί της επιλεκτικής μνήμης. Ξεχάσαμε ότι το ναζιστικό μόρφωμα βλάστησε δίπλα στην υπερφίαλη αδυναμία μας και την γκροτέσκα απάθεια να αντιδράσουμε στο σωστό timing. Ξεχάσαμε πως ήταν ακόμη ένα δολοφονικό καρφί στο ρόπαλο του κράτους, μια καλά οργανωμένη αγέλη δήθεν αγανακτισμένων που δρούσε στο πλάι των ΜΑΤ ενάντια σε μετανάστες και διαδηλωτές, συνδικαλιστές και ομοφυλόφιλους, κάθε αδύναμο και ανυπεράσπιστο. Οι περισσότεροι έβλεπαν μόνο τα καλά παιδιά της ΧΑ που έκαναν αιμοδοσίες και εξορμήσεις στις λαϊκές, μοίραζαν τρόφιμα και βοηθούσαν σαν προσκοπάκια τις γριούλες μέσα από τα στημένα ρεπορτάζ του «Πρώτου Θέματος». Το αυγό είχε σκάσει και το φίδι φώλιαζε στον κόρφο της δημοκρατίας πολύ προτού εκπροσωπηθούν στη Βουλή. Ο ρατσισμός κανόνας, η βία και τα πογκρόμ σε ημερήσια διάταξη που όμως επικροτούσαν αοιδοί του λαϊκού πάλκου, fan clubs για τα μούσκουλα του Κασιδιάρη και δημοσιογράφοι σε διατεταγμένη υπηρεσία. Το μεγαλύτερο μέρος της κοινής γνώμης σιωπούσε.

Είναι ίσως παρήγορο ότι το τελευταίο διάστημα ξύπνησαν τα ναρκωμένα αντανακλαστικά σε μια πάνδημη αντιφασιστική εκστρατεία. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατακλύστηκαν από το σήμα «Δεν είναι αθώοι, οι ναζί στη φυλακή», πνευματικά ιδρύματα φωταγωγήθηκαν με αγωνιστικά τραγούδια. Μόνο που όλοι αυτοί εκ των υστέρων μοιάζουν –όπως έλεγε ο Μπρεχτ– «με ανθρώπους που θέλουν το μερτικό τους απ’ τ’ αρνί χωρίς όμως να σφαχτεί. Θέλουν να φάνε το κρέας, να μη δουν όμως τα αίματα».

Στα παραλειπόμενα της υπόθεσης το πρωτοσέλιδο της «Εφημερίδας των Συντακτών» με το «τείχος της δημοκρατίας» λίγες μέρες πριν από την ανακοίνωση της απόφασης. Εύστοχο επικοινωνιακά αφού προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, αλλά πολιτικά άστοχο. Το πολιτικό σύστημα που υπέθαλψε και εργαλειοποίησε τη ΧΑ δεν μπορεί τώρα να ξεπλένεται. Το αληθινό τείχος της δημοκρατίας το έχτισαν πρώτα απ’ όλα η τραγική και συνάμα αξιοπρεπής φιγούρα της Μάγδας Φύσσα, οι κοπέλες μάρτυρες της δολοφονίας που δεν δείλιασαν να καταθέσουν, όσοι συγκρούστηκαν στους δρόμους με τους χρυσαυγίτες και οι δικηγόροι της πολιτικής αγωγής που με ατράνταχτα στοιχεία τεκμηρίωσαν τις κατηγορίες και οδήγησαν τους δικαστές σε μια ετυμηγορία-μονόδρομο, που κάλυψε πρωτίστως τον λυγμό των θυμάτων. Αλλά το ζητούμενο δεν είναι αυτή η πρόσκαιρη νίκη, αλλά η «κοινοτοπία του κακού» να μη φορέσει ξανά το κοστούμι του κυρ-Παντελή, την εισαγγελική τήβεννο, το κράνος του μπάτσου. Να γίνουν πράξη τα λόγια της συγκλονιστικής αγόρευσης του Θ. Καμπαγιάννη. «Γιατί εκείνη την άγρια νύχτα δεν έδρασε μόνο ο κόσμος των λύκων που χίμηξαν πάνω στον Παύλο Φύσσα. Αναδύθηκε και ο κόσμος των μελισσών, ο κόσμος της αλληλεγγύης, της ανθρωπιάς, ο κόσμος που βλέπει κάτω πεσμένο έναν άνθρωπο και δεν λέει “να ένας ξένος”, αλλά λέει “να ο αδελφός μου”».

H Χρύσα Κακατσάκη είναι φιλόλογος ιστορικός Τέχνης