Με τους δασοκτόνους νόμους στρώθηκε το πύρινο χαλί

Ξήλωσαν ουσιαστικά τη συνταγματική προστασία των δασών που υπήρχε πριν

Η επόμενη μέρα των πυρκαγιών θα βρει ιδιώτες στα δάση, με «πατέντα» της κυβέρνησης ΝΔ για την είσοδό τους στη διαχείριση του δασικού οικοσυστήματος. Υπάρχει επενδυτικό ενδιαφέρον, υπάρχει και το «πράσινο φως» που δόθηκε από το ηγετικό επιτελείο της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Παράλληλα, η πολιτική των δασοκτόνων νόμων έχει μειώσει την προστασία των δασών κατά τα τελευταία πολλά χρόνια, ενώ υπάρχει και η νομική δυνατότητα ακόμη και σε αναδασωτέες εκτάσεις να γίνουν έργα παντός είδους, αρκεί να εγγραφούν ως εθνικής σημασίας, κοινωνικής και οικονομικής διάστασης!

Στον απόηχο του θρήνου για τον χαμό ανθρώπων, την απώλεια πανίδας αλλά και τα χιλιάδες στρέμματα καμένης δασικής γης, η κυβέρνηση της ΝΔ έχει έτοιμη τη στάχτη στα μάτια, εν είδει σχεδίων… βελτίωσης της δασοπροστασίας, για την παράδοση της εκμετάλλευσης του δασικού πλούτου στα χέρια μεγαλοεπιχειρηματιών. Οι νέες μπίζνες ξεκινούν σε μαύρο φόντο στο όνομα της «πράσινης μετάβασης» και της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής.

«Η δασική νομοθεσία, δυστυχώς τα τελευταία 15 χρόνια, με αλλεπάλληλες τροποποιήσεις έχει σε μεγάλο βαθμό εξουδετερώσει τη συνταγματική προστασία των δασών. Μέσα στα δάση επιτρέπονται πλέον κάθε είδους χρήσεις, από τουριστικές εγκαταστάσεις και επιχειρηματικά πάρκα μέχρι δεξαμενές αποθήκευσης πετρελαιοειδών, εκπαιδευτήρια, θεραπευτήρια κ.λπ., συμπεριλαμβανομένων και των ανεμογεννητριών» επισημαίνει στο Documento η Μαρία Καραμανώφ, αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας ε.τ. και πρόεδρος του Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος.

Η νομικός προσπερνά τη… φιλολογία περί σχέσης δασικών πυρκαγιών με την εγκατάσταση ανεμογεννητριών, μια και αιολικά πάρκα μπορούν ούτως ή άλλως να κατασκευάζονται μέσα σε δάση και δασικές εκτάσεις. Το κρίσιμο σημείο βρίσκεται αλλού. Οπως εξηγεί η Μαρία Καραμανώφ, «σύμφωνα με το άρθρο 117 παρ. 3 του συντάγματος, από τη στιγμή που ένα δάσος καεί και κηρυχθεί υποχρεωτικά αναδασωτέο, απαγορεύεται ρητά και κατηγορηματικά η χρήση του για οποιοδήποτε άλλο σκοπό πλην της αναδάσωσης. Xρήσεις δηλαδή οι οποίες, καλώς ή κακώς, επιτρέπονται μέσα στα δάση, απαγορεύονται στα αναδασωτέα μέχρι να ολοκληρωθεί η αναδάσωση, μέχρι δηλαδή τα καμένα να ξαναγίνουν πραγματικό δάσος. Στο μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί τα αναδασωτέα οφείλουν να παραμείνουν ήσυχα, απάτητα και εκτός κάθε μορφής εκμετάλλευσης. Το “εμπόδιο” αυτό ήρθε να άρει η γνωστή απόφαση 2499/2012 του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία, παρά την κατηγορηματικά αντίθετη διάταξη του συντάγματος, έκρινε ότι στα αναδασωτέα επιτρέπεται να εγκαθίστανται όχι μόνο ανεμογεννήτριες αλλά και κάθε “έργο το οποίο αποβλέπει την εξυπηρέτηση ανάγκης με ιδιαίτερη κοινωνική, εθνική ή οικονομική σημασία”».

Ταχεία εκμετάλλευση των αναδασωτέων

Για να προσθέσει με έμφαση: «Με την απόφαση αυτή έγινε μια ριζική τομή στο άβατο των αναδασωτέων. Από κει και πέρα, όταν ένα δάσος καεί, όπως συμβαίνει όλο και συχνότερα εξαιτίας των πάγιων και αδιόρθωτων αδυναμιών του κρατικού μηχανισμού, ο κάθε επίδοξος επενδυτής δεν χρειάζεται πλέον να περιμένει την ολοκλήρωση της αναδάσωσης. Η εκμετάλλευση των αναδασωτέων μπορεί να ξεκινήσει την επομένη κιόλας της φωτιάς και μάλιστα με μεγαλύτερη ένταση απ’ ό,τι αν επρόκειτο για δάση, αφού η διατύπωση “έργο το οποίο αποβλέπει την εξυπηρέτηση ανάγκης με ιδιαίτερη κοινωνική, εθνική ή οικονομική σημασία” αφήνει περιθώρια για πολλές ερμηνείες».

Η αντιπρόεδρος ΣτΕ ε.τ. και πρόεδρος Επιμελητηρίου Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος Μαρία Καραμανώφ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. «Το μέλλον, λοιπόν, για τα δάση της χώρας διαγράφεται ζοφερότερο από ποτέ. Τα δάση μας δεν κινδυνεύουν πλέον μόνο από τις πυρκαγιές, τυχαίες ή μη, ούτε από την ανικανότητα του κράτους για την πρόληψη και καταστολή τους. Πλήττονται περισσότερο και δη ανεπανόρθωτα από τις δικές μας συνειδητές και καθόλου τυχαίες νομικές επιλογές».

Ερμαια στη λογική κόστους – οφέλους

Την ίδια ώρα, με μια βόλτα στα εναπομείναντα δάση, ακόμη και της Αττικής, αντιλαμβάνεται κάποιος την εικόνα της εγκατάλειψης. Οι δασολόγοι το λένε και το ξαναλένε. Εχουν γίνει απροσπέλαστα, καθώς πέρα από τα λίγα μέτρα που είναι καθαρισμένα, συνολικά μοιάζουν με ζούγκλα από ξερόκλαδα. Η λογική κόστους – οφέλους των κυβερνήσεων έχει αφήσει έρμαια τα δάση. Τώρα αυτό που το «επιτελικό κράτος» ονομάζει διαχείριση είναι ό,τι καθορίζεται ως τέτοια από την κερδοφορία των επιχειρηματιών, που τώρα βλέπουν μια ευκαιρία «επενδύσεων» σε σύμπραξη με το δημόσιο, σημειώνει στο Documento o δασολόγος Αντώνης Ραλλάτος, μέλος του ΔΣ της Πανελλήνιας Ενωσης Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων (ΠΕΔΔΥ). Μην ξεχνάμε ότι το 65% των δασών ανήκει στο δημόσιο, παρατηρεί.

Ο ίδιος συνοπτικά κάνει μια περιδιάβαση στις πολιτικές των κυβερνήσεων για τα δάση: από το 1955 έως περίπου το 1985 αξιοποιήθηκαν για χτίσιμο από φυσικά πρόσωπα και όχι μόνο (σε εκτός σχεδίου δόμησης, παραθεριστικές κατοικίες, τουριστικές επιχειρήσεις, ξενοδοχεία και βιομηχανίες/βιοτεχνίες), από το 1985 και μετά άρχισαν να περνάνε νόμους που να χαλαρώνουν την προστασία των δασών και να δίνουν τη δυνατότητα επένδυσης οργανωμένα και με νόμιμο τρόπο χωρίς να χρειάζεται να αλλάξει ο χαρακτήρας τους. «Τώρα όλοι μιλάνε για πράσινη μετάβαση και κλιματική κρίση και οι επενδυτές έχουν να κερδίσουν από τομείς που είναι ανεκμετάλλευτοι ως τώρα, όπως είναι τα δάση (παραγωγικά και μη) που δεν διαχειρίζονται με τον τρόπο που πρέπει, και είναι “φιλέτο” για να έχουν οφέλη βιομηχανίες ξύλου ή για χρήση πέλετ κ.λπ.» σημειώνει.

Μάλιστα, ο Αντ. Ραλλάτος κρίνει ότι «έχει γίνει προετοιμασία ακόμη και με ρυθμίσεις νομοθετικές που κινούνται στη βάση σχεδιασμών για παράδοση της διαχείρισης των δασών σε επιχειρηματικά συμφέροντα. Σε αυτό πλαίσιο», εξηγεί, «μεγάλη εταιρεία ξύλου από τη δεκαετία του 2010, τόσο ο ιδιοκτήτης της όσο και άλλα στελέχη της, σε επιστημονικές ημερίδες και σε διάφορες συναντήσεις ζητούσαν να αναλάβουν τη διαχείριση των δασών».

Ορεινός τουρισμός Υμηττού για το «ακριβό» Ελληνικό

Επίσης, είναι χαρακτηριστικό ότι για τους ορεινούς όγκους της Αττικής επιδιώκεται διαχρονικά η μετατροπή τους από δάση σε περιαστικούς χώρους πρασίνου, κάτι που δίνει τη δυνατότητα διεύρυνσης του είδους των παρεμβάσεων από επιχειρηματικούς ομίλους. Οπως τονίζει ο Αντ. Ραλλάτος, έτσι π.χ. το σχέδιο Χατζηδάκη –όταν ήταν υπουργός Περιβάλλοντος– για τον Υμηττό αναφορικά με το δίκτυο μονοπατιών και την ψηφιακή σήμανση «για να μας δείχνουν πότε περνάνε οι πέρδικες», όπως λέει ο δασολόγος με δόση ειρωνείας, ουσιαστικά είναι «λαγός» για την ένταση της εμπορευματοποίησης και την ανάπτυξη ακόμη και ορεινού τουρισμού σαν διέξοδο για τους κατοίκους της νέας τσιμεντούπολης στο παραλιακό μέτωπο του Ελληνικού.

Γιατί τώρα υπάρχει επενδυτικό ενδιαφέρον για τα δάση; Κατά τον δασολόγο, «υπάρχει επενδυτικό ενδιαφέρον διότι, με πρόσχημα την κλιματική αλλαγή και στο πλαίσιο της στρατηγικής της πράσινης μετάβασης το ελληνικό κράτος και η ΕΕ επιδοτούν την επιχειρηματική δραστηριότητα, π.χ. για προστασία δάσους, για πρόγραμμα πράσινης αειφόρου ανάπτυξης, για σωτηρία βιοποικιλότητας δάσους, για αξιοποίηση καύσιμης ύλης μέχρι δασική διαχείριση ακόμη και με δυνατότητα δημιουργίας αθλητικών εγκαταστάσεων, ακόμη και τουριστικού χωριού στα δάση».

Η διαχείριση χωρίς τους ιδιώτες

Ο δασολόγος Αντ. Ραλλάτος κάνει την αντίστιξη απέναντι στη διαχείριση των δασών όπως προωθείται από την κυβέρνηση Μητσοτάκη «που υποτάσσεται στο να αξιοποιεί όποια πλευρά συνδέεται με την κερδοφορία για τους ομίλους». Και εξηγεί πώς είναι η «άλλη» διαχείριση, της οποίας την ευθύνη πρέπει να έχει ένα κράτος που προτάσσει ως κριτήριο την ικανοποίηση των αναγκών του λαού και την προστασία του περιβάλλοντος: αύξηση χρηματοδότησης ώστε επιστήμονες και εργάτες από όλες τις ειδικότητες να κάνουν έργα, μελέτες και έργα για το δάσος, με εξασφάλιση υποδομών (εξοπλισμός, οχήματα κ.λπ.) σε μια σχεδιασμένη βάση διαχείρισης όπου π.χ. ο δασολόγος, αξιοποιώντας την τεχνολογία, καταγράφει την κατάσταση (ξερά δέντρα, κλαριά, χλωρίδα σε αναγέννηση, πού χρειάζονται δρόμοι, πού μια λίμνη μπορεί να γίνει βιότοπος για ψάρια γλυκού νερού κ.λπ.).

Σημειώνει μάλιστα ότι η αντιπυρική προστασία είναι κομμάτι της διαχείρισης, π.χ. τη διάνοιξη δρόμου για υλοτόμηση μπορείς να τη δεις συνδυαστικά ώστε να χρησιμοποιηθεί είτε ως αντιπυρική ζώνη είτε ως πρόσβαση για κατάσβεση πιθανής πυρκαγιάς στον συντομότερο δυνατό χρόνο. Επίσης ο ανεφοδιασμός νερού δεν πρέπει να στηρίζεται μόνο στην υδροφόρα ή σε κρουνό στα όρια μιας πόλης, αλλά σε δίκτυο κρουνών και δικτύου υδατοδεξαμενών εντός του δάσους, ανάλογα με τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες του κάθε δάσους. Και βέβαια, ένα δάσος μπορεί να είναι και για αναψυχή, με πρόβλεψη για έργα δασικής αναψυχής.

Για να γίνουν όλα αυτά τι χρειάζεται; «Για να πεις ότι προχωράς με σοβαρότητα χρειάζονται 2.500 δασολόγοι σε όλη την Ελλάδα και σε πρώτη φάση 10.000 δασεργάτες (50 σε κάθε δασαρχείο, με κατανομή κυρίως στα παραγωγικά δάση και πυρόπληκτα) και ό,τι προβλέπει η διαχείριση». Είναι εντυπωσιακό ότι σήμερα στα χαρτιά έχει ορισθεί πως θα γίνει Δασαρχείο Υμηττού ενώ τώρα ο Υμηττός είναι ενταγμένος στο Δασαρχείο Πεντέλης, το οποίο δεν έχει ούτε ένα δασεργάτη! Σε όλη την Ελλάδα, σημειώνει ο Αντ. Ραλλάτος, υπάρχουν δέκα δασεργάτες «οι οποίοι έχουν ξεμείνει και είναι στα πρόθυρα της σύνταξης»!

«Το θέμα της αντιμετώπισης των πυρκαγιών είναι θέμα διαχείρισης του δάσους. Καμιά από τις μέχρι σήμερα κυβερνήσεις δεν είχε και δεν έχει τη βούληση να εξασφαλίσει ολοκληρωμένη διαχείριση του δάσους» επισημαίνει ο Αντ. Ραλλάτος.

Τι κάνει η κυβέρνηση μέχρι τώρα; «Θορυβημένη έφτιαξε υπουργείο Πολιτικής Προστασίας και Κλιματικής Κρίσης, έδωσε κάποια χρήματα στους δήμους ή έκανε αναθέσεις μέσω του ΤΑΙΠΕΔ σε εργολάβους για καθαρισμούς μέχρι τέσσερα μέτρα από τους δρόμους προς το δάσος. Από πέρυσι έως και φέτος ορίστηκε να καθαριστούν λιγότερα από 100.000 στρέμματα συνολικά, ενώ σύμφωνα με μελέτη οι ελάχιστες εκτάσεις που είναι άμεσης και επιτακτικής ανάγκης καθαρισμού μέχρι 1η Μαΐου είναι 4 εκατ. στρέμματα» σημειώνει. Για να συμπληρώσει: «Καθαρίζεται το 1-1,5% από την έκταση που χρειάζεται και η κυβέρνηση λέει ότι κάτι έκανε. Μάλιστα οι αναθέσεις αυτές στοίχισαν πέντε οκτώ φορές ακριβότερα από το αν τις ίδιες εκτάσεις τις καθάριζαν μόνιμοι δασεργάτες των δασαρχείων. Ολα είναι αφημένα στην τύχη τους, γι’ αυτό η προστασία των δασών και του περιβάλλοντος πρέπει να γίνει υπόθεση των εργαζομένων».

«Για να πεις ότι προχωράς με σοβαρότητα χρειάζονται 2.500 δασολόγοι σε όλη την Ελλάδα και σε πρώτη φάση 10.000 δασεργάτες (50 σε κάθε δασαρχείο, με κατανομή κυρίως στα παραγωγικά δάση και πυρόπληκτα) και ό,τι προβλέπει η διαχείριση» Αντώνης Ραλλάτος.

Ετικέτες