Μικρές επιχειρήσεις: Λεφτά υπάρχουν αλλά δεν θα τα πάρουν

Περιορισμένη η συμμετοχή μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων της Αττικής στο πρόγραμμα της Περιφέρειας που μοιράζει δωρεάν χρήμα λόγω κακού σχεδιασμού του προγράμματος  

Από τα μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση, ένα συγκέντρωνε τις ελπίδες των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων για να πάρουν ανάσα επιβίωσης: το πρόγραμμα παροχής δωρεάν χρήματος ύψους 1.5 δις ευρώ από τα κονδύλια του ΕΣΠΑ που παρέχει ρευστότητα, από 5.000 έως 50.000 ευρώ, σε μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις οι οποίες έχουν πληγεί από την πανδημία.

Ο νέος αυτός μηχανισμός παροχής ρευστότητας σε μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, εγκρίθηκε πρόσφατα από τη Κομισιόν, καθώς διαπιστώθηκε ότι οι ανάγκες των «μικρών» δεν καλύπτονται από τις τράπεζες, που τουλάχιστον στη χώρα μας δανείζουν μόνο τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, ούτε από τα κρατικά προγράμματα Επιστρεπτέας Προκαταβολής.

Το πρόγραμμα «τρέχει» με φορέα τις Περιφέρειες και προβλέπει ότι πολύ μικρές επιχειρήσεις με 1-10 εργαζόμενους και ετήσιο τζίρο ως 2 εκατ. ευρώ και μικρές επιχειρήσεις με 11-50 εργαζόμενους και τζίρο έως 10 εκατ. ευρώ, μπορούν να πάρουν δωρεάν χρήμα που καλύπτει κεφάλαιο κίνησης ίσο με το 50% των εξόδων της κάθε επιχείρησης του έτους 2019, με ελάχιστο ποσό επιχορήγησης τα 5.000 ευρώ και μέγιστο τα 50.000 ευρώ, χωρίς καμία υποχρέωση επιστροφής του.

Η ενεργοποίηση του προγράμματος ξεκίνησε από τις επιχειρήσεις της Κεντρικής Μακεδονίας και της Αχαΐας. Στις 12 Οκτωβρίου, το πρόγραμμα ενεργοποιήθηκε και στην Αττική, με αρχικό κονδύλι 200 εκατ. ευρώ που αργότερα έγινε 250 εκατ. ευρώ.

Ενώ όμως οι ανάγκες των επιχειρήσεων της Αττικής – η οποία αντιπροσωπεύει το 47% του ΑΕΠ της χώρας – για πρόσθετη ρευστότητα είναι τεράστιες (σύμφωνα με εκτιμήσεις των τραπεζών ανέρχονται στα 8 δισ. ευρώ) και ενώ το πρόγραμμα αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει μια εξαιρετική ευκαιρία για τη διάσωση της εστίασης και του λιανεμπορίου, αποδεικνύεται πολύ περιορισμένος ο αριθμός των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων που έχουν καταθέσει αίτηση.

155 εκατ. ευρώ δεν θα διατεθούν

Σύμφωνα με στοιχεία του ΕΛΑΝΕΤ, του ενδιάμεσου φορέα διαχείρισης που υλοποιεί το πρόγραμμα στην Αττική, που έδωσε στη δημοσιότητα ο πρόεδρος του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητήριου Πειραιά, Βασίλης Κορκίδης, την περασμένη Πέμπτη, μόλις οκτώ μέρες πριν το κλείσιμο της υποβολής αιτήσεων, διαπιστώθηκε ότι μόνο 2.000 επιχειρήσεις της Αττικής έχουν υποβάλει αίτηση. Καθώς υπολογίζεται ότι καθεμιά από αυτές μπορεί να λάβει 43.000 ευρώ, θα διατεθούν μόνον 90 εκατ. ευρώ από τους πόρους του προγράμματος, και τα υπόλοιπα 155 εκατ. ευρώ θα μείνουν αδιάθετα.

Γιατί όμως υπήρξε τόσο περιορισμένο το ενδιαφέρον των επιχειρήσεων για άντληση δωρεάν χρήματος, με δεδομένο το πρόβλημα στην εστίαση και το λιανεμπόριο, ειδικά της Αττικής; Διότι οι επιχειρήσεις κόβονται από τους όρους του προγράμματος.

Καταρχήν, δικαίωμα συμμετοχής στο πρόγραμμα έχουν μόνον οι επιχειρήσεις που από τον Οκτώβριο του 2019 ως τον Οκτώβριο του 2020 διατήρησαν σταθερό τον αριθμό των εργαζομένων τους. Σύμφωνα με την έρευνα αποτύπωσης οικονομικού κλίματος του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ, τον Ιούλιο 2020, μία στις έξι μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις είχε ήδη κάνει απολύσεις και μία στις εφτά σχεδίαζε να κάνει μέσα στους επόμενους μήνες.

Τι προτείνει το Οικονομικό Επιμελητήριο

Δεύτερον, έγινε πολύ στρεβλός σχεδιασμός των κριτηρίων βαθμολόγησης, με βάση τα οποία κρίνεται αν μια επιχείρηση θα πάρει επιχορήγηση ή όχι. Σύμφωνα με το Οικονομικό Επιμελητήριο, η βαθμολόγηση έχει σχεδιαστεί έτσι ώστε να δίνεται υψηλή βαθμολογία στις επιχειρήσεις που είχαν μείωση τζίρου πάνω από 90% κατά τη διάρκεια του δευτέρου τριμήνου (lock down) αλλά να αποδίδεται δυσανάλογα χαμηλή βαθμολογία στις επιχειρήσεις με μικρότερες μειώσεις τζίρου, της τάξης του 60%-80% ή ακόμη και 50%.

Το Οικονομικό Επιμελητήριο έχει προτείνει να γίνει αναθεώρηση των τρόπων βαθμολόγησης ώστε να λαμβάνουν ενίσχυση και οι επιχειρήσεις που έχουν σημαντικές απώλειες, (διότι μείωση τζίρου 60% δεν είναι λίγη!). Έχει προτείνει επίσης να μειωθεί το ανώτατο όριο ενίσχυσης των 50.000 ευρώ ανά επιχείρηση, στις 25.000 ώστε να ενταχθούν ακόμα περισσότερες επιχειρήσεις στο πρόγραμμα και να υπάρξει διασπορά του χρήματος σε μεγαλύτερο μέρος της αγοράς. Καμία από τις προτάσεις του όμως δεν εισακούστηκε όμως από το Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης.