Μήπως ζούμε σε «Λάθος χώρα»; Μια συζήτηση με τον Παντελή Φλατσούση

Μήπως ζούμε σε «Λάθος χώρα»; Μια συζήτηση με τον Παντελή Φλατσούση

Ο Παντελής Φλατσούσης μετά τη θερμή υποδοχή της παράστασης «Εθνικό Ντεφιλέ» που παρουσίασε στο Φεστιβάλ Αθηνών συνεχίζει να διερευνά τα όρια μεταξύ μυθοπλασίας και θεάτρου ντοκιμαντέρ σκηνοθετώντας μία παράσταση βασισμένη στο μυθιστόρημα «Λάθος Χώρα» του Gazmend Kapllani.

Ο Καρλ και ο Φρεντερίκ είναι δύο αδέλφια από το Τερς της Αλβανίας – μια φανταστική κωμόπολη που κουβαλάει τα έντονα χνάρια της Βαλκανικής ιστορίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία μέχρι τις ημέρες μας- και επανενώνονται έπειτα από χρόνια καθώς ο πρώτος έχει ακολουθήσει το μεγάλο κύμα μετανάστευσης που γέννησε το τέλος του σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη. Το έργο φωτίζει τα θέματα της μετανάστευσης, της μετακίνησης και της εθνικής ταυτότητας, αλλά και την άνοδο των εθνικισμών, ενώ παράλληλα αναζητά τα χνάρια της βαλκανικής ιστορίας. Σε μια εποχή που η εθνική αφήγηση εξακολουθεί να χτίζεται στους διαχωρισμούς και στις διακρίσεις, η απράσταση αποτελεί πεδίο συζήτησης και ανίχνευσης νέων συλλογικών τύπων και εμπειριών. Με αυτή την αφορμή ο σκηνοθέτης Παντελής Φλατσούσης μιλάει στο Documento για αυτή την ιδιαίτερη παράσταση.   

Παντελής Φλατσούσης

Γιατί επιλέξατε το μυθιστόρημα «Λάθος Χώρα» του Gazmend Kapllani; Πρόκειται για ένα θεατρικό ντοκιμαντέρ με συγκρότηση ιστοριών που βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα. Με ποιον τρόπο δουλέψατε για αυτή την παράσταση;

Το κείμενο του Γκαζμεντ Καπλάνι είναι ένα πολύ ενδιαφέρον υλικό και το χρησιμοποιούμε ως αφετηρία για να μιλήσουμε για το δίπολο μετακίνηση – εγκατάσταση το οποίο νομίζω ότι είναι δομικό δίπολο των ανθρώπινων κοινωνιών. Από τη στιγμή που οι άνθρωποι ζουν πολλοί μαζί κάπου, μετακινούνται. Μετακινούνται, εγκαθίστανται, ξαναμετακινούνται αυτοί ή τα εγγόνια τους για πολλούς και διάφορους λόγους. Οπότε δεν θέλαμε να αντιμετωπίσουμε τη μετανάστευση ως κάτι επίκαιρο, αλλά ως κάτι διαχρονικό και φυσικά δεν μπορούσαμε να την ανιχνεύσουμε παρά ως δίπολο και σε σχέση με την εγκατάσταση, το αδερφάκι της! Αυτή η κίνηση, λοιπόν, αυτό το δίπολο δεν είναι κάτι που μπορούμε να σταματήσουμε. Φυσικά πρέπει να το διαχειριστούμε κοινωνικά και πολιτικά αλλά όταν προσπαθεί κάποιο κράτος ή κάποια κυβέρνηση να διακόψει τις ροές των ανθρώπων που μετακινούνται μάλλον εθελοτυφλεί. Ο Καπλάνι ανοίγει αυτό το θέμα σε όλες τις παραμέτρους που αφορούν στον τρόπο που βιώνει την μετακίνηση ένας μετανάστης πρώτης γενιάς, όπως είναι ο Καρλ, ο πρωταγωνιστής του βιβλίου Λάθος Χώρα. Εμείς επιλέγουμε να αντιπαραβάλλουμε αυτό το υλικό με τις εμπειρίες των ίδιων των επαγγελματιών ηθοποιών της παράστασης οι οποίοι έχουν όλοι μεταναστευτικό υπόβαθρο δεύτερης γενιάς. Και δεν πρόκειται μόνο για προφορικές ιστορίες αλλά για το ίδιο το φορτίο της εμπειρίας τους: βλέπουμε ότι οι ιστορίες ακουμπάνε μέσα τους με πολύ διαφορετικό τρόπο απ’ ότι σε μένα ας πούμε. Αρχικά, λοιπόν, κάναμε αρκετές συνεντεύξεις με ανθρώπους που μετανάστευσαν από την Αλβανία κατά το λεγόμενο πρώτο κύμα μετανάστευσης στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Αποφασίσαμε, όμως, να μην περιοριστούμε μόνο σε αυτό το πρώτο κύμα, αλλά να μιλήσουμε για το ποιοι ορίζονται ως άλλοι, ως διαφορετικοί, ποια σώματα θεωρούνται «άλλα» στην Ελλάδα του 2021. Και συζητήσαμε πολύ με τους ηθοποιούς της παράστασης για αυτά τα θέματα, συγκεντρώσαμε το υλικό τους και το αντιπαραβάλαμε συμπυκνωμένο σε αυτό του Καπλάνι, το οποίο έχει ακόμα μία πολύ ενδιαφέρουσα διάσταση: τοποθετεί τα αίτια του πρώτου μεταναστευτικού κύματος στην πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Σε αυτή την κοσμογονική αλλαγή που προκάλεσε πανευρωπαϊκά μεταναστευτικές κινήσεις από τις χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ στις καπιταλιστικές χώρες.

Μέσα από το έργο φωτίζονται χνάρια της Βαλκανικής ιστορίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία μέχρι τις ημέρες μας. Πώς η Ιστορία εμπλέκεται με την καθημερινότητα και η πραγματικότητα με τη μυθοπλασία;

Μα η πραγματικότητα είναι μία μυθοπλασία ή μάλλον πολλές μυθοπλασίες! Δεν πιστεύω ότι υπάρχει γυμνή πραγματικότητα. Οι διαμεσολαβήσεις μέσω των οποίων αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα, είναι κομμάτι αυτής της πραγματικότητας δεν είναι κάτι έξω από αυτήν. Δεν θα την καταλάβουμε ποτέ, αν δεν προσπαθήσουμε να τοποθετήσουμε κριτικά και αυτοκριτικά τις ίδιες τις διαμεσολαβήσεις μας σε ένα πλαίσιο ιστορικών συγκυριών. Πάντα βλέπουμε την πραγματικότητα μέσα από πρίσματα, πάντα την ερμηνεύουμε καθώς την βιώνουμε, πάντα έχουμε ανάγκη αφηγημάτων και φυσικά εδώ μπορεί να απαντηθεί και το ερώτημα γιατί η τέχνη είναι αναγκαία. Και εδώ κάπου ανιχνεύεται και η ανάγκη μου όχι για μια παράσταση τεκμηρίωσης, αλλά για μια παράσταση που συνεχώς παραβιάζει τα σύνορα μεταξύ τεκμηρίωσης και μυθοπλασίας: δεν πρόκειται να αποκαλύψουμε την μια και μοναδική αλήθεια, αλλά να μιλήσουμε για τους τρόπους που βιώνουμε την πραγματικότητα και την αφηγούμαστε και παρουσιάζοντας την έτσι σκοπεύουμε να την παρουσιάσουμε ως ικανή να αλλάξει. ‘Όχι να την επιβεβαιώσουμε. Αλλά να την κάνουμε ρευστή. Ρευστή σαν κάθε αφήγηση. Βέβαια δεν πρέπει να πάμε σε έναν γενικότερο σχετικισμό. Ναι υπάρχει ιστορία, είμαστε διαποτισμένοι από στρώσεις ιστορίας, ζούμε και δρούμε εντός ιστορικών συγκυριών. Η ιστορία και η ιστορικότητα, βέβαια, διαμορφώνεται από τις κοινωνίες, διαμορφώνεται εδώ στην καθημερινότητα, στην Ελλάδα του σήμερα, του 2021. Νομίζω αυτό πάντα με ενδιαφέρει σε ό,τι βλέπω και σε ότι προσπαθώ να φτιάξω: πώς να κάνω σαφές, ότι κάθε τι που συμβαίνει, που πράττω, έχει ιστορική διάσταση, δηλαδή σχετίζεται με πολλαπλούς και απρόβλεπτους τρόπους με το παρελθόν, ανήκει με παροντικές ιστορικές συγκυρίες τις οποίες ερήμην μου ή όχι συνδιαμορφώνω μαζί με τους ανθρώπους που ζουν ταυτόχρονα με εμένα στην ίδια εποχή. Την ίδια στιγμή οι πράξεις μου και όσων ζούμε εντός της κοινής ιστορικής συγκυρίας, είναι ένας τρόπος να ανοίξει δρόμους για το μέλλον. Και τα Βαλκάνια είναι ένας τόπος που η ιστορία είναι ιδιαιτέρως έντονα παρούσα στον τρόπο που βιώνουμε την πραγματικότητα, που διαμορφώνουμε τις ταυτότητές μας. Ένα ακόμα ενδιαφέρον σημείο του κειμένου του Καπλάνι είναι ότι ανιχνεύει τι σημαίνει αυτό που θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε ως «βαλκανικό». Και δυστυχώς σχετίζεται άμεσα με φαινόμενα ανόδου εθνικισμών, το ξέρουμε καλά και στην Ελλάδα αυτό.

Το έργο αγγίζει το θέμα της μετανάστευσης. Στην χώρα μας το μεταναστευτικό αποτελεί πεδίο άσκησης θανατοπολικής, αλλά και ένα γεγονός που δημιουργεί ρατσιστικά και ξενοφοβικά αντανακλαστικά σε ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας. Πώς τίθεται το ζήτημα του «ξένου», του «άλλου» στο πλαίσιο της παράστασης;

Στην παράσταση θέτουμε το ερώτημα πόσο η Ελλάδα ως χώρα υποδοχής μεταναστών έχει αλλάξει μέσα σε αυτά τα 30 χρόνια. Και επίσης υπάρχει το ζήτημα της αναπαράστασης ή καλύτερα του representation. Χρησιμοποιώ την αγγλική λέξη (και όχι μόνο αγγλική) γιατί εμπεριέχει και την έννοια της αναπαράστασης και αυτή της αντιπροσώπευσης. Το θέατρο ως πρωτίστως και ουσιαστικά πολιτική τέχνη υλοποιεί και τα δυο ταυτόχρονα το ένα μέσω του άλλου. Ανοίγουμε έτσι το ερώτημα ποιοι λένε ποιες ιστορίες και το κάνουμε μέσα από έναν θίασο αποτελούμενο από επαγγελματίες ηθοποιούς με μεταναστευτικό υπόβαθρο δεύτερης γενιάς. Βέβαια δεν είναι σκοπός να μιλήσουμε για την επικαιρότητα του φαινομένου. Φυσικά είναι κάτι που συμβαίνει γύρω μας, φυσικά έχουμε ανοιχτά τα μάτια στην κοινωνία και από εκεί ξεκινάμε αλλά μας ενδιαφέρει η διαχρονικότητα του φαινομένου της μετακίνησης και πώς αυτό υφαίνει τις ζωές των ανθρώπων, τις σχέσεις τους, τις μνήμες τους. Τώρα τα πεδία θανατοπολιτικής και βιοπολιτικής νομίζω μπορούμε να τα ψάξουμε και μέσα στις δικές μας ζωές πλέον ειδικά στην πανδημία. Το ότι έχει γίνει μια κανονικότητα να ενημερωνόμαστε για το πόσοι άνθρωποι πέθαναν σε μια μέρα ή η αδιαμφισβήτητη αναγκαιότητα τήρησης μέτρων για να μην πεθάνει ή νοσήσει κανείς (είτε ο ίδιος είτε τα οικεία του πρόσωπα) είναι βέβαιο ότι ορίζουν νέα πεδία διαμόρφωσης πολιτικών, που δεν αφήνουν ανεπηρέαστη την στάση απέναντι στον «άλλο» αυτόν που φοβόμαστε ότι μπορεί να μας μολύνει και είναι βέβαιο ότι και θα δημιουργήσουν νέες διακρίσεις, όπως ήδη βλέπουμε και θα μεγαλώσουν τα ήδη υπάρχοντα χάσματα.

Οι δύο χαρακτήρες «ξεθάβουν» ανομολόγητα απωθημένα και εκ διαμέτρου αντίθετες εκδοχές του παρελθόντος. Πρόκειται για διαφορετικές όψεις κοινωνικής Ιστορίας οι οποίες όμως συνθέτουν ένα ενιαίο αφήγημα;

Είναι δυο αντίθετες θέσεις, οι δυο αντιτιθέμενες θέσεις αυτού του δίπολου μετακίνηση εγκατάσταση, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σχετικά με την υιοθέτηση αφηγημάτων από την μία ή την άλλη πλευρά. Το θέμα είναι ότι όταν μιλάμε για αυτόν που μετακινείται, μιλάμε πάντα για το μειονοτικό, για την συνεχή επιθυμία διάβρωσης της έννοιας της κυριαρχίας μέσα από διαρκείς μεταμορφώσεις που είναι συνέπεια της μετακίνησης ή των μετακινήσεων. Η μετανάστευση αν και κανόνας διαχρονικός στις ανθρώπινες κοινωνίες είναι πάντα μειονοτική, είναι απέναντι σε μια πλειοψηφία και σε ένα κυρίαρχο αφήγημα. Υπάρχουν, λοιπόν, αυτές οι δύο στάσεις ζωής θα έλεγα που αντιπαρατίθενται στο κείμενο αυτό, όμως δεν ξέρω αν συνθέτουν ενιαίο αφήγημα. Θα έλεγα ότι ανοίγουν πεδία αντιθέσεων.

Το κείμενο εγείρει προβληματισμούς για την έννοια του έθνους, της ταυτότητας, της εθνικής αφήγησης. Που μας οδηγεί όλο αυτό το ταξίδι;

Αν ξέραμε δεν θα κάναμε θέατρο! Αστειεύομαι φυσικά. Αυτό που βλέπουμε είναι ότι αν και μερικά χρόνια πριν θεωρούσαμε ότι η παγκοσμιοποιημένη κοινωνία είναι ένα αδιαμφισβήτητο μέλλον, τώρα δυστυχώς οι εθνικισμοί είναι εδώ και μάλιστα αρκετά ισχυροί. Το μέλλον βέβαια δεν μπορεί κανείς να το γνωρίζει, διακρίνω όμως μια ισχυροποίηση ταυτοτικών αφηγημάτων σε όλα τα πεδία κάτι που μπορεί να είναι και παγίδα. Γιατί είναι σημαντικό να μπορείς να βγεις και να πεις αυτό που είσαι χωρίς ντροπή και φυσικά χωρίς τον φόβο που συνοδεύει οτιδήποτε μειονοτικό, όμως είναι σημαντικό η ταυτότητα να μην γίνεται εμπόδιο στην κατανόηση του «άλλου», να μην γίνεται ένα οχυρωματικό έργο, αλλά ένα ανοιχτό πεδίο από όπου μπορούν να ξεκινήσουν χιλιάδες νέες ρευστοποιήσεις και υιοθετήσεις νέων ταυτοτήτων.

Η παράσταση “Εθνικό Ντεφιλέ” που παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου 2021 είχε πολύ θετική ανταπόκριση. Πού αποδίδεται την επιτυχία της;

Χαίρομαι που λέτε ότι πέτυχε η παράσταση. Πιστεύω ότι υπήρχε έντονη ανάγκη μερίδας του κόσμου να συζητήσει με αφορμή αυτή την επέτειο των 200 χρόνων για το σήμερα. Υπήρχε η ανάγκη να δούμε την ύπαρξη μας, ατομικά και κοινωνικά, εντός της ιστορίας. Σίγουρα αυτό δεν μπορεί να συμβεί με παρελάσεις και γιορτές αλλά με διάλογο και αναστοχασμό. Ίσως κινηθήκαμε σε αυτή την κατεύθυνση και αυτό ενδιέφερε μεγάλη μερίδα του κοινού. Βέβαια δεν είμαι βέβαιος αν οι αντιδράσεις θα ήταν ίδιες ή αν θα είχαμε και πιο έντονες εχθρικές αντιδράσεις στην περίπτωση που παίζαμε περισσότερο καιρό ή που η παράσταση ανέβαινε σε άλλη συνθήκη.

INFO

Από τις 2 Δεκεμβρίου

Τετάρτη, Πέμπτη στις 21.00 & Κυριακή στις 21.15

Θέατρο Πόρτα, Λεωφ. Μεσογείων 59, Αθήνα

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter