Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 μέχρι την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου 1967 η Ελλάδα βίωσε μια καταιγιστική πολιτική περίοδο, γεμάτη γεγονότα που φανέρωσαν όχι μόνο το αληθινό πρόσωπο του μετεμφυλιακού κράτους, αλλά και τις θεμελιώδεις στρεβλώσεις του πολιτικού συστήματος. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζει η Αποστασία του Ιουλίου 1965 – μια κρίση που έμελλε να αλλάξει ριζικά τη μεταπολεμική πορεία της χώρας.
Πίσω από τη βιτρίνα των κοινοβουλευτικών θεσμών λειτουργούσε ένα πλέγμα εξουσίας όπου το κράτος συγχωνευόταν με το παρακράτος. Η παρακολούθηση, η βία, οι διώξεις κατά των αριστερών και των «συνοδοιπόρων», η σιδερένια προπαγάνδα και η συστηματική καταστολή ήταν θεσμικά εργαλεία που νομιμοποιούνταν στο όνομα της «εθνικής ασφάλειας» και του μόνιμου κινδύνου της «κομμουνιστικής επιμόλυνσης». Το αποτέλεσμα ήταν μια ιδιότυπη δημοκρατία, βαθιά ελεγχόμενη και εξαρτημένη. Το παλάτι, η πρεσβεία των ΗΠΑ, οι μυστικές υπηρεσίες και οι παρακρατικοί μηχανισμοί συγκροτούσαν τον αθέατο πυρήνα εξουσίας – το βαθύ κράτος που υπαγόρευε τις εξελίξεις. Τα κόμματα και η Βουλή λειτουργούσαν περισσότερο ως διακοσμητικά στοιχεία παρά ως πραγματικοί φορείς πολιτικής ισχύος. Οταν κάποιος πολιτικός χώρος επιχειρούσε να αμφισβητήσει αυτή την ιεραρχία, ερχόταν αντιμέτωπος με τις σκιές ενός καθεστώτος που δεν δίσταζε να επιβάλει τη θέλησή του.
Πορεία προς την Aποστασία
Οι εκλογές του 1961, που έμειναν στην Ιστορία ως οι εκλογές της «βίας και της νοθείας», αποτέλεσαν τη θρυαλλίδα για την έναρξη του «ανένδοτου αγώνα». Ο Γεώργιος Παπανδρέου κάλεσε τον λαό σε μια πολιτική και ηθική εξέγερση υπέρ της δημοκρατίας, συσπειρώνοντας γύρω του ένα ετερόκλητο πολιτικό δυναμικό που εκτεινόταν από τον αριστερό Ηλία Τσιριμώκο μέχρι τον συντηρητικό Ιωάννη Τούμπα. Ανάμεσα σε αυτούς που ξεχώρισαν ήταν και ο 43χρονος τότε βουλευτής Χανίων Κωνσταντίνος Μητσοτάκης. Με βενιζελικές ρίζες, πείρα, καθότι βουλευτής από το 1946, και φιλόδοξο πνεύμα προσχώρησε στην Ενωση Κέντρου και έπαιξε ενεργό ρόλο στη ρητορική εναντίον του θρόνου και των παρακρατικών μηχανισμών. Ωστόσο, το πολιτικό του στίγμα θα άλλαζε σύντομα και δραματικά. Σύμφωνα με τον ημιεπίσημο βιογράφο του Θανάση Διαμαντόπουλο, «μολονότι βενιζελογενής, ο Μητσοτάκης είχε διαμορφώσει από το 1965 μια ιδιαίτερα προνομιακή σχέση με τη βασιλόφρονα Ελλάδα». Αυτή η σχέση επισημοποιήθηκε και επιβεβαιώθηκε μέσα από την Αποστασία.
Τα ντοκουμέντα της εποχής δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας. Σε απόρρητη έκθεση της CIA με ημερομηνία 21 Ιανουαρίου 1965 αναφέρεται ρητά ότι ο βασιλιάς είχε αποφασίσει να ωθήσει τον Παπανδρέου σε παραίτηση και ότι «η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να περιλαμβάνει τον υπουργό Οικονομικών Κωνσταντίνο Μητσοτάκη ως υπουργό Συντονισμού ή αντιπρόεδρο για τα οικονομικά». Ο Πάνος Κόκκας –στενός φίλος του Μητσοτάκη και διευθυντής της εφημερίδας «Ελευθερία»– εμφανίζεται ως βασικό εργαλείο της επικοινωνιακής επίθεσης κατά των Παπανδρέου, σε αγαστή συνεργασία με τους ανακτορικούς κύκλους. Στις 24 Ιανουαρίου η «Ελευθερία» επιτίθεται σφοδρά στην κυβέρνηση, φωτογραφίζοντας τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Μακάριο ως υπεύθυνους για το ναυάγιο του κυπριακού. Στις 27 Ιανουαρίου η «Καθημερινή» γράφει ξεκάθαρα ότι «ετέθη ο μηχανισμός προς διάλυσιν της ΕΚ». Το σχέδιο της αποσταθεροποίησης είχε ήδη ξεκινήσει.
Καθεστώς υπό απειλή
Η Ενωση Κέντρου κέρδισε τις εκλογές του 1963, με φόντο την αποχώρηση του Καραμανλή και το σκάνδαλο της δολοφονίας Λαμπράκη, που αποκάλυψε τα παρακρατικά πλοκάμια του καθεστώτος. Οι εκλογές του Φεβρουαρίου 1964 χάρισαν στον Παπανδρέου θριαμβευτική πλειοψηφία με 52,72%.Το μετεμφυλιακό καθεστώς, που για δύο δεκαετίες συντηρούσε τη νομιμότητά του μέσω της βίας, των ξένων συμφερόντων και της στρατιωτικής επιτήρησης, έβλεπε την εξουσία του να απειλείται. Η στήριξη της νέας κυβέρνησης όχι μόνο από την Ενωση Κέντρου αλλά και από την ΕΔΑ προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Παπανδρέου, ο οποίος απέρριψε κατηγορηματικά κάθε συμμαχία με την Αριστερά και προχώρησε σε διάλυση της Βουλής και προσφυγή στις κάλπες. Ομως το καθεστώς δεν σιωπούσε. Οπως η δολοφονία Λαμπράκη είχε στόχο να εξουδετερώσει την ΕΔΑ, έτσι και τώρα το σύστημα επιδίωκε τη διάλυση της Ενωσης Κέντρου με εξαγορές και εσωτερικές ρήξεις. Και σε αυτήν τη διαδικασία ο Μητσοτάκης δεν ήταν θεατής – ήταν πρωταγωνιστής.
Στις 19 Φεβρουαρίου 1965 ο αρχηγός της ΕΡΕ Παναγιώτης Κανελλόπουλος μιλώντας σε συγκέντρωση στην Κλαυθμώνος καλεί ανοιχτά τους βουλευτές της Ενωσης Κέντρου να αποστατήσουν. Ζητά από τον βασιλιά να σχηματίσει νέα κυβέρνηση από τη νυν Βουλή και δηλώνει ότι η ΕΡΕ είναι έτοιμη να τη στηρίξει, αρκεί να σταματήσει «την πορεία του τόπου προς την καταστροφή». Ηταν η επίσημη έγκριση του σχεδίου. Η σκυτάλη περνούσε τώρα σε εκείνους που είχαν ήδη βολοδισκοπηθεί. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, που λίγες εβδομάδες αργότερα θα ηγηθεί των αποστατών, είχε ήδη χαράξει τον δρόμο. Η φιλοδοξία του, η ετοιμότητά του να συνεργαστεί με το παλάτι και τους ξένους παάσπαση ράγοντες και η συμμετοχή του σε ένα δίκτυο που στόχευε στη διάλυση της Ενωσης Κέντρου τον καθιστούν μια από τις πλέον αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της ελληνικής πολιτικής ιστορίας.
Η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, αν και εκλεγμένη με ευρύτατη λαϊκή εντολή, δεν διέθετε την απαιτούμενη εσωτερική συνοχή. Οι αντιθέσεις μεταξύ των διάφορων πτερύγων της Ενωσης Κέντρου και οι προσωπικές φιλοδοξίες βασικών στελεχών, με κυριότερο τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, υπονόμευαν εκ των έσω την κυβερνητική σταθερότητα. Ο Μητσοτάκης σε συνεχή σύγκρουση με τον ανερχόμενο Ανδρέα Παπανδρέου διεκδικούσε ρόλο ρυθμιστή και εναλλακτικής ηγεσίας. Η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ, μια μάλλον φαιδρή συνωμοσία χαμηλόβαθμων αξιωματικών, χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο πολιτικής αποσταθεροποίησης με τον Μητσοτάκη να λειτουργεί ως κρίσιμος μοχλός αυτής της στρατηγικής. Βασικοί στόχοι ήταν η πρόκληση ρήγματος εντός της Ενωσης Κέντρου και η ιδεολογική και πολιτική απονομιμοποίηση του κυβερνώντος κόμματος. Με την ευθεία στοχοποίηση του Ανδρέα Παπανδρέου και την ανάδειξη των διαφορών του με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και τη συντηρητική πτέρυγα του κόμματος επιχειρήθηκε να διαμορφωθεί συνθήκη εσωκομματικής κρίσης, με απώτερο σκοπό τη ρήξη και τη δικνωμένη
Oπως η δολοφονία Λαμπράκη είχε στόχο να εξουδετερώσει την ΕΔΑ, έτσι και τώρα το σύστημα επιδίωκε τη διάλυση της Eνωσης Κέντρου με εξαγορές και εσωτερικές ρήξεις.
Και σε αυτήν τη διαδικασία, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν ήταν θεατής – ήταν πρωταγωνιστής της Ενωσης Κέντρου. Παράλληλα η σύνδεση της κυβέρνησης με «επαναστατική συνωμοσία» εντός του στρατεύματος έδωσε στην αντιπολίτευση, και ιδιαίτερα στους βασιλικούς κύκλους, το πρόσχημα για να απαιτήσουν αλλαγή ηγεσίας, να «σώσουν» το σύνταγμα και να επιβάλουν πολιτικές λύσεις εκτός δημοκρατικής νομιμότητας. Οσοι βουλευτές της Ενωσης Κέντρου «διαχωρίζονταν» από την ηγεσία εμφανίζονταν ως υπεύθυνοι και πατριώτες· οι υπόλοιποι ως ύποπτοι.
Στρατηγική εκτροπής
Παρά τις αβάσιμες κατηγορίες περί συνωμοσίας, η υπόθεση πρόσφερε το κατάλληλο πολιτικό έδαφος για την καλλιέργεια έντασης. Η πολιτική εργαλειοποίηση της υπόθεσης, σε συνδυασμό με την αποκάλυψη του Σχεδίου Περικλής, φανέρωσε μια στρατηγική εκτροπής, στην οποία πρωταγωνιστούσαν όχι μόνο στρατιωτικοί αλλά και το παλάτι. Παράλληλα, η παρουσία φιλοβασιλικών κέντρων και η σταθερή άρνησή τους να επιτρέψουν την πολιτική ενοποίηση του στρατεύματος υπό δημοκρατικό έλεγχο οδηγούσαν μεθοδικά σε ρήξη. Ο Τύπος της εποχής και οι φιλοβασιλικοί κύκλοι δεν έκρυβαν την πρόθεσή τους: η κρίση έπρεπε να ξεσπάσει.
Η απαίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου να αναλάβει το υπουργείο Εθνικής Αμυνας, στο πλαίσιο ανασχηματισμού της κυβέρνησης, προσέκρουσε στην άρνηση του βασιλιά Κωνσταντίνου. Η σύγκρουση κορυφώθηκε στις 15 Ιουλίου 1965 με την παραίτηση του Παπανδρέου. Προτού ακόμη υποβληθεί επισήμως, το παλάτι διόρισε πρωθυπουργό τον Γεώργιο Αθανασιάδη-Νόβα, με τη στήριξη της ΕΡΕ και αποστατών βουλευτών της Ενωσης Κέντρου. Πρωταγωνιστικό ρόλο στη νέα κυβέρνηση είχε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, που ανέλαβε το υπουργείο Συντονισμού και προσωρινά το Ναυτιλίας. Ο ίδιος εγκατέλειψε την παράταξη με την οποία αναδείχθηκε, στηρίζοντας την ανατροπή της εκλεγμένης κυβέρνησης και νομιμοποιώντας τη συνταγματική εκτροπή. Το ίδιο βράδυ ο Παπανδρέου δήλωσε στο ραδιόφωνο: «Συνετελέσθη σήμερον παραβίασις του Πολιτεύματος […] Αρχίζει από σήμερον νέος ανένδοτος αγών υπέρ της Δημοκρατίας».
Στις 17 Ιουλίου 1965 χιλιάδες πολίτες κατέκλυσαν τους δρόμους, διαδηλώνοντας με πάθος υπέρ της δημοκρατικής νομιμότητας. Στις 19 Ιουλίου η πορεία του Παπανδρέου από το Καστρί προς τα γραφεία της ΕΚ μετατράπηκε σε λαϊκό ποτάμι. Η δολοφονία του φοιτητή Σωτήρη Πέτρουλα και η μαζική συμμετοχή στην κηδεία του κορύφωσαν τη λαϊκή αντίσταση. Στις διαδηλώσεις κυριαρχούσαν δύο συνθήματα: «Η Δημοκρατία δεν παραδίδεται» και το –ιστορικά φορτισμένο πια– «Μητσοτάκη κάθαρμα». Δεν ήταν ένα τυχαίο ξέσπασμα οργής· ήταν η αποδοκιμασία απέναντι σε έναν πολιτικό που, παρά το παρελθόν του στον «ανένδοτο αγώνα», τις βενιζελικές του ρίζες και τη δηλωμένη προσήλωσή του στη δημοκρατία και στο σύνταγμα, επέλεξε να σταθεί στο πλευρό της εκτροπής. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, αντί να υπερασπιστεί την κυβέρνηση που ανέδειξε η λαϊκή ψήφος, αντί να τιμήσει την ιστορική του κληρονομιά, ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο –έστω και χωρίς τον τίτλο του πρωθυπουργού– στην αποσταθεροποίηση του πολιτεύματος. Με τη στάση του ενίσχυσε την πολιτική επιρροή του παλατιού, συνέβαλε στην κρίση θεσμών και, όπως αποδείχθηκε αργότερα, στην ολίσθηση προς τη δικτατορία.
Ενοχλημένος από τη λαϊκή κατακραυγή, ο ίδιος αντέδρασε από το βήμα της Βουλής καταγγέλλοντας ότι τέτοιου είδους συνθήματα «δεν τιμούν την πολιτική ηγεσία». Μα η αντίδρασή του αποκάλυπτε μια βαθύτερη παρανόηση: ότι η προσβολή ενός πολιτικού προσώπου από την αγανάκτηση του λαού είναι μεγαλύτερη απειλή για τη δημοκρατία από την ίδια τη βίαιη και αντικοινοβουλευτική εκτροπή στην οποία συμμετείχε ενεργά. Στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν οι διαδηλωτές που απειλούσαν τη δημοκρατία. Ηταν εκείνοι που πίσω από κλειστές πόρτες και συμφωνίες με το παλάτι την υπέσκαπταν.
Προεργασία για τη χούντα
Παρά τις αντιδράσεις, στις 24 Σεπτεμβρίου σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση με τον Στέφανο Στεφανόπουλο ύστερα από όργιο συναλλαγής με νέους αποστάτες. Ο Ηλίας Ηλιού της ΕΔΑ τη χαρακτήρισε «νίκη του πολιτικού αμοραλισμού» και προάγγελο της δικτατορίας ενώ λίγες ημέρες πιο πριν σε ομιλία του σε τεράστιο πλήθος στη Θεσσαλονίκη ο Παπανδρέου αναρωτήθηκε: «Ποιος κυβερνά την Ελλάδα; Ο βασιλεύς ή ο λαός;».
Η αποστασία δεν ήταν μια «απλή» κυβερνητική κρίση. Ηταν τομή. Ηταν η στιγμή που η «καχεκτική» δημοκρατία της μετεμφυλιακής Ελλάδας αποκάλυψε την πραγματική της φύση: ένα πολίτευμα θεσμικά υπονομευμένο, με τους εκλεγμένους εκπροσώπους να βρίσκονται στο έλεος υπερκείμενων, ανεξέλεγκτων κέντρων εξουσίας. Η Αποστασία ήταν η συνειδητή προεργασία της δικτατορίας. Το παρακράτος, που είχε αποτύχει να χειραγωγήσει το λαϊκό φρόνημα μέσω των εκλογών και της τρομοκρατίας, κατέφυγε στον θεσμικό εκφυλισμό. Και όταν ούτε αυτό αρκούσε, στις 21 Απριλίου 1967 επιστρατεύτηκε η «τελική λύση»: το τανκς αντικατέστησε την κάλπη. Και σε αυτή την πορεία προς την εκτροπή βρέθηκαν πρόθυμοι υπηρέτες του παλατιού και των σκοτεινών παράκεντρων εξουσίας. Ανάμεσά τους και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης που αντί να δικαιώσει τον «ανένδοτο», έγινε ο πιο χαρακτηριστικός εκφραστής της εκτροπής.
Διαβάστε επίσης: