Νόμπελ: Από τον δυναμίτη στα πολιτικά διλήμματα και τα παράδοξα του βραβείου ειρήνης
Η νεκρολογία που πιθανολογείται ότι οδήγησε στην δημιουργία των βραβείων

Το Νόμπελ Ειρήνης ιδρύθηκε από τον εφευρέτη του δυναμίτη, Άλφρεντ Νόμπελ, ως μια προσπάθεια να «εξαγνίσει» τη φήμη του ως «έμπορος του θανάτου», ένας τίτλος που τον στοίχειωσε όταν, κατά λάθος… φέρεται να διάβασε τη δική του νεκρολογία.
Το 1888, ο θάνατος του αδερφού του, Λούντβιχ, προκάλεσε σύγχυση σε γαλλική εφημερίδα, η οποία θεώρησε ότι είχε πεθάνει ο ίδιος ο Άλφρεντ και δημοσίευσε νεκρολογία με τον τίτλο: «Ο έμπορος του θανάτου πέθανε». Το κείμενο ανέφερε ότι ο Νόμπελ «έγινε πλούσιος βρίσκοντας τρόπους να σκοτώνει περισσότερους ανθρώπους, γρηγορότερα από ποτέ».
Θεωρείται πως η νεκρολογία που διάβασε για τον εαυτό του τον ώθησε να θεσπίσει τα Βραβεία Νόμπελ, που προορίζονταν για «εκείνους που, κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, θα είχαν προσφέρει το μεγαλύτερο όφελος στην ανθρωπότητα».
Νόμπελ και πολιτική
Παρά την αρχική πρόθεση του βραβείου, τις περισσότερες φορές το Νόμπελ Ειρήνης χρησιμοποιείται ως πολιτικό όπλο παρά ως ανεξάρτητο διαπιστευτήριο για τη βράβευση πραγματικά αξιόλογων προσωπικοτήτων. Δεν είναι λίγες οι φορές που το Νόμπελ έχει αποδοθεί σε αμφιλεγόμενες προσωπικότητες, τονίζοντας τις βαθιές πολιτικές του ρίζες, όπως αναφέρει η ειδησεογραφική σελίδα CNN.
Μεταξύ των προσωπικοτήτων αυτών συγκαταλέγεται ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ, ο οποίος τιμήθηκε με το βραβείο το 1973 για την κατάπαυση του πυρός στον πόλεμο του Βιετνάμ. Ο συγκάτοχός του, ο ηγέτης του Βιετνάμ Λε Ντουκ Το, αρνήθηκε το βραβείο, καταγγέλλοντας ότι δεν υπάρχει πραγματική ειρήνη και αρνούμενος να μοιραστεί την τιμή με τον Κίσινγκερ.
Εξίσου αμφιλεγόμενη ήταν η βράβευση του Σιμόν Πέρες το 1994, παρά τις κατηγορίες εναντίον του πρώην Ισραηλινού πρωθυπουργού για τον βομβαρδισμό της Κανά το 1996 και την ίδρυση πυρηνικού οπλοστασίου.
Το βραβείο βρέθηκε και στα χέρια του πρώην ηγέτη της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης PLO Γιάσερ Αραφάτ το 1994, ο οποίος βραβεύτηκε για τις Συμφωνίες του Όσλο, παρά τις κατηγορίες σε βάρος του για βία κατά Ισραηλινών.
Στο ίδιο κλίμα, ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ Μπαράκ Ομπάμα έλαβε το βραβείο ένα χρόνο μετά την εκλογή του, κίνηση που αμφισβητήθηκε λόγω του μικρού χρονικού διαστήματος που βρισκόταν στο αξίωμα. Η αμφισβήτηση ενισχύθηκε την ημέρα πριν την απονομή, όταν το Πεντάγωνο ανακοίνωσε την επιτάχυνση της ανάπτυξης νέου τύπου όπλων ακριβείας μεγάλης ισχύος — συμβατικών (μη πυρηνικών). Αυτό θεωρήθηκε αντίφαση με το πνεύμα του Νόμπελ Ειρήνης, το οποίο του απονεμήθηκε με το σκεπτικό ότι «ενίσχυσε τη διεθνή διπλωματία και τη συνεργασία μεταξύ των λαών».
Εκτός από αμφιλεγόμενες προσωπικότητες, ορισμένες φορές έχει θεωρηθεί περίεργη και η χρονική στιγμή απονομής του βραβείου, σε δεδομένο πρόσωπο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση του Τζίμι Κάρτερ. Το φθινόπωρο του 2002, η Γερουσία των ΗΠΑ είχε μόλις εγκρίνει την εξουσιοδότηση προς τον τότε πρόεδρο Τζορτζ Μπους τον νεότερο να χρησιμοποιήσει στρατιωτική βία εναντίον του Ιράκ, προκειμένου να «επιβάλει τα ψηφίσματα του ΟΗΕ» για τα υποτιθέμενα όπλα μαζικής καταστροφής του Σαντάμ Χουσεΐν. Μόλις λίγες μέρες μετά, η Νορβηγική Επιτροπή Νόμπελ ανακοίνωσε ότι το βραβείο Ειρήνης απονέμεται στον Τζίμι Κάρτερ, πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ, για «τις αδιάκοπες προσπάθειές του για ειρηνική επίλυση διεθνών συγκρούσεων». Πολλοί θεώρησαν τότε πως το Νόμπελ στον Κάρτερ ήταν έμμεσο μήνυμα καταδίκης προς τον Μπους και την επικείμενη εισβολή στο Ιράκ.
Παράδοξες υποψηφιότητες
Την περίοδο 1901-1955, δημοσιοποιήθηκαν οι υποψηφιότητες σε βάση δεδομένων, αποκαλύπτοντας τις ιδιαιτέρως αμφιλεγόμενες υποψηφιότητες των Αδόλφου Χίτλερ, Ιωσήφ Στάλιν και Μπενίτο Μουσολίνι. Σημειώνεται ωστόσο, πως η κάθε υποψηφιότητα δεν εκφράζει την άποψη της Επιτροπής, καθώς οι προτάσεις γίνονται από μεμονωμένα άτομα.
Ο Σουηδός βουλευτής Ι. Τζ. Σ. Μπραντ πρότεινε ειρωνικά τον Χίτλερ για το Νόμπελ Ειρήνης το 1939 ως σατιρική διαμαρτυρία κατά της «σοβαρής» υποψηφιότητας του Νέβιλ Τσάμπερλεϊν. Στόχος του Μπραντ ήταν να αναδείξει τον παραλογισμό στην υποψηφιότητα του Τσάμπερλεϊν για τις πολιτικές κατευνασμού (μετά τη Συμφωνία του Μονάχου), τις οποίες θεωρούσε ότι ενθάρρυναν την επιθετικότητα του Χίτλερ. Ωστόσο, η πρόθεση του Μπραντ παρερμηνεύτηκε, με αποτέλεσμα την απόσυρση της υποψηφιότητας του Χίτλερ τέσσερις μέρες αργότερα.
Σημαντικές παραλείψεις
Ένας σημαντικός όρος, ο οποίος οδήγησε σε παραλείψεις βράβευσης διεθνώς αναγνωρισμένων προσώπων, για την ειρηνευτική τους δράση και τον αδιάκοπο αγώνα τους, αποτέλεσε η ρήτρα της εν ζωή κατάστασης των υποψηφίων. Σύμφωνα με τους κανονισμούς, στην περίπτωση που ένας υποψήφιος αποβιώσει, δεν είναι δυνατόν να βραβευτεί μετά θάνατον.
Κατεξοχήν παράδειγμα αυτής της ρήτρας συνιστά η απουσία του Μαχάτμα Γκάντι από τη λίστα των βραβευθέντων. Ο Ινδός πολιτικός και ακτιβιστής, εμπνευστής της μεθόδου της αντίστασης χωρίς χρήση βίας έναντι των καταπιεστών, υπήρξε υποψήφιος συνολικά πέντε φορές (το 1937, 1938, 1939, 1947 και τον Ιανουάριο του 1948, λίγες ημέρες πριν δολοφονηθεί).
Λόγω του θανάτου του, ωστόσο, η Επιτροπή Νόμπελ δεν μπόρεσε να του απονείμει το Βραβείο Ειρήνης, το οποίο πολλοί ισχυρίστηκαν, μεταγενέστερα, πως θα κέρδιζε. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1948, τη χρονιά που πέθανε ο Γκάντι, η Επιτροπή Νόμπελ αποφάσισε τελικά να μην απονείμει καθόλου το Βραβείο, εξηγώντας αργότερα ότι η απόφαση αυτή μπορούσε να ερμηνευτεί ως ένας «φόρος τιμής» προς το πρόσωπο του Γκάντι. Το χρηματικό ποσό που συνόδευε το Βραβείο κατατέθηκε στο Ειδικό Ταμείο για την Ειρήνη.















