«Γράφω τη μοίρα ανθρώπων που κουβαλούν πίσω τους μια ολόκληρη ζωή» λέει ο Λάσλο Κρασναχορκάι όταν τον ρωτούν για το έργο του. Ο Ούγγρος συγγραφέας, που τιμήθηκε την περασμένη Πέμπτη με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, αδιαμφισβήτητα μια δίκαιη βράβευση, αρχίζει κάθε φορά να γράφει χωρίς να ξέρει πολλά για τους χαρακτήρες. Οταν ξεκινά να το κάνει, ασχολείται μόνο με αυτό αποκλείοντας –για όσο χρειάζεται– τις χαρές της ζωής. Κάπως έτσι προκύπτει η πρώτη πρόταση και δίπλα σε αυτή έρχονται εκατό χιλιάδες άλλες, «σαν πολύ λεπτά νήματα αράχνης», όπως λέει χαρακτηριστικά.
Προτού ασχοληθεί με τη γραφή, συγκεκριμένα από τα 14 έως τα 18 του, ήταν επαγγελματίας μουσικός – ο Θελόνιους Μονκ ήταν το πρότυπό του. Η μελέτη του πάνω στη μουσική τον δίδαξε την αξία του ρυθμού, τον οποίο έμαθε να αξιοποιεί στα κείμενά του. Αν κάτι χαρακτηρίζει το λογοτεχνικό σύμπαν του Κρασναχορκάι, πέρα από την πολιτική ματιά, είναι η δομή και ο ρυθμός. Κάθε πρόταση είναι ένας μικρός κόσμος που αναπνέει αυτόνομα. Η τελική σύνθεση καταλήγει να είναι τόσο μοναδική αλλά ταυτόχρονα τόσο δύσκολη στην απόδοσή της σε άλλη γλώσσα ώστε θα πρέπει κάποια στιγμή να θεσπιστεί ειδικό βραβείο για τους μεταφραστές του.
Οι ματαιώσεις ενός λαού
Γεννήθηκε το 1954 στην Γκιούλα, μια μικρή πόλη της νοτιοανατολικής Ουγγαρίας στα σύνορα με τη Ρουμανία, από οικογένεια εβραϊκής καταγωγής – ο ίδιος έμαθε για τις ρίζες του όταν ήταν έντεκα ετών. Οι αναμνήσεις από την περίοδο της σοβιετικής κατοχής της χώρας του είναι τραυματικές και αυτό αποτυπώνεται στο πρώτο του μυθιστόρημα, με το οποίο έγινε γνωστός εν μια νυκτί το 1985. Πιθανότατα γιατί στο βιβλίο αυτό, «Το τανγκό του Σατανά», τόλμησε να ρίξει φως στο συλλογικό τραύμα σε μια εποχή που προοιωνιζόταν σαρωτικές πολιτικές αλλαγές.
Η ιστορία αφορά μια ομάδα κατοίκων που ζει σε συνθήκες φτώχειας σε ένα εγκαταλειμμένο αγρόκτημα λίγο πριν από την πτώση του κομμουνισμού. Τα πάντα είναι βυθισμένα στη σιωπή και στο σκοτάδι, μέχρι τη στιγμή που εμφανίζονται από το πουθενά δύο άντρες που όλοι νόμιζαν νεκρούς. Το ύφος καθηλωτικό. Οι μακρές συμπαγείς προτάσεις και οι πυκνές περιγραφές κυκλώνουν τον αναγνώστη όπως ο ζόφος που τυλίγει τους κατοίκους του απομονωμένου χωριού στα βάθη της ουγγρικής πεδιάδας.
Πέρα από πικρό πολιτικό σχόλιο, το πρώτο μυθιστόρημα του Κρασναχορκάι αποτελεί σπουδή στο υπαρξιακό αδιέξοδο. Εδώ γίνεται για πρώτη φορά εμφανής η πνευματική σύνδεσή του με τον Κάφκα – ο «Πύργος» όπως και το «Κάτω απ’ το ηφαίστειο» του Μάλκομ Λόουρι ήταν τα ιερά βιβλία της νιότης του. Παρατηρώντας την κοινωνία μελετά το κακό, το οποίο ωστόσο θεωρεί πνευματικό ξόδεμα. Τρεις δεκαετίες από την πρώτη κυκλοφορία του το «Τανγκό του Σατανά» μεταφράστηκε στα αγγλικά και κέρδισε το Διεθνές Βραβείο Μπούκερ 2015. Το 1994 είχε διασκευάσει ο ίδιος το σενάριο για την κινηματογραφική μεταφορά του από τον Μπέλα Ταρ, με τον οποίο συνεργάστηκε αργότερα στην κινηματογραφική μεταφορά της «Μελαγχολίας της αντίστασης» που εκδόθηκε το 1989, αλλά και σε άλλες ταινίες για τις οποίες έγραψε τα σενάρια.
Η επιστροφή του Λεβιάθαν
Πολλά χρόνια προτού βραβευτεί ο Κρασναχορκάι από την Ακαδημία των Νόμπελ «για το συναρπαστικό και οραματικό του έργο που, εν μέσω αποκαλυπτικού τρόμου, επιβεβαιώνει τη δύναμη της τέχνης», με τη «Μελαγχολία της αντίστασης» είχε κερδίσει την προσοχή κριτικών και συγγραφέων όπως η Σούζαν Σόνταγκ, η οποία τον χαρακτήρισε «μετρ της αποκάλυψης». Η ιστορία, σχόλιο στον ολοκληρωτισμό, λαμβάνει χώρα σε μια μικρή ουγγρική πόλη πάνω από την οποία πλανάται η απειλή μιας επικείμενης καταστροφής – ποτέ δεν κατονομάζεται. «Είναι ένα βιβλίο για έναν κόσμο στον οποίο έχει επιστρέψει ο Λεβιάθαν. Η καθολικότητα του οράματός του ανταγωνίζεται αυτήν των “Νεκρών ψυχών” του Γκόγκολ και ξεπερνά κατά πολύ όλα τα λιγότερο σημαντικά ζητήματα της σύγχρονης γραφής» γράφει ο Ζέμπαλντ.
Οταν οι Δίδυμοι Πύργοι χτυπήθηκαν το 2001 κάποιοι ερμήνευσαν το «Πόλεμος και πόλεμος» (1999) ως προφητεία για τη νέα εποχή που εκκινούσε. Σε αυτό το μυθιστόρημα ο συγγραφέας ανοίγει το βλέμμα του πέρα από το ουγγρικό πεδίο, ενώ είναι εμφανές ότι έχει εξελίξει το στιλ γραφής του που χαρακτηρίζεται από τις μακρές, ελικοειδείς προτάσεις χωρίς τελείες. Το έργο του Κρασναχορκάι με τις εγκιβωτισμένες αφηγήσεις στις οποίες η ιστορία συνομιλεί με την πολιτική, τη φιλοσοφία και τις τέχνες εμπεριέχει την εποχή μας.
Στην «Επιστροφή του βαρόνου Βενκχάιμ» –η ιστορία ενός τζογαδόρου βαρόνου που επιστρέφει στον παραλογισμό και στη διαφθορά της Ουγγαρίας– συνδιαλέγεται με τα θεμέλια της ευρωπαϊκής λογοτεχνικής παράδοσης, ενώ το «Herscht 07769. Η ιστορία Μπαχ του Φλόριαν Χερστ», που χαρακτηρίστηκε ως το σύγχρονο γερμανικό μυθιστόρημα –εκτυλίσσεται στη Θουριγγία–, μοιάζει με το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου του σύγχρονου κόσμου. Αυτού του κόσμου που, παρά τα γεγονότα της πρόσφατης ιστορίας του, εξακολουθεί να εναποθέτει τις ελπίδες του σε ηγέτες όπως ο Τραμπ, ο Νετανιάχου και ο Ορμπάν.

















