NYT: Από τον Παναμά στη Βενεζουέλα – «Γιατί η ιστορία δεν πρέπει να επαναληφθεί»
Πιθανή επιχείρηση ανατροπής του Μαδούρο εκτιμάται ότι θα είναι πιο οδυνηρή από την αμερικανική εισβολή στον Παναμά το 1989.

Καθώς οι Ηνωμένες Πολιτείες ενισχύουν τη στρατιωτική τους παρουσία στην Καραϊβική -η οποία επισήμως στοχεύει στην καταπολέμηση της διακίνησης ναρκωτικών, ωστόσο σαφής στόχος αποτελεί η ανατροπή του προέδρου της Βενεζουέλας Νικολάς Μαδούρο– η σύγκριση με την αμερικανική εισβολή στον Παναμά το 1989 είναι αναπόφευκτη, σύμφωνα με δημοσίευμα των New York Times (NYT).
Ενώ η ανατροπή του στρατηγού Μανουέλ Νοριέγκα (δικτάτορας του Παναμά τη δεκαετία του ’80, πρώην συνεργάτης της CIA που κατηγορήθηκε για διακίνηση ναρκωτικών) επί προεδρίας Τζορτζ Μπους πρεσβύτερου (41ος πρόεδρος των ΗΠΑ), χαιρετίστηκε τότε ως μια «γρήγορη και εύκολη νίκη», η πραγματικότητα υπήρξε πολύ πιο σύνθετη και οδυνηρή.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα των NYT, οι διαφορές μεταξύ Παναμά και Βενεζουέλας είναι τεράστιες. Ο Παναμάς ήταν μια μικρή χώρα με λιγότερους από τρία εκατομμύρια κατοίκους το 1989, στρατηγικά τοποθετημένος στον ισθμό της Κεντρικής Αμερικής και διχοτομημένος από τη Διώρυγα του Παναμά (μια τεχνητή πλωτή οδός, που τότε ήταν υπό αμερικανικό έλεγχο). Αντίθετα, η Βενεζουέλα είναι μια εκτεταμένη και γεωγραφικά διαφορετική χώρα με σχεδόν 30 εκατομμύρια κατοίκους, χωρίς αμερικανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις, με την πιθανή ανατροπή του Μαδούρο να απειλεί να οδηγήσει σε έντονη περιφερειακή αστάθεια και επιδείνωση των συνθηκών που ευνοούν τη διακίνηση ναρκωτικών, τις συγκρούσεις και τη μετανάστευση.
Η ιστορία των επεμβάσεων των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική αποτελεί ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο, που συνοψίζεται στην πάγια αντίληψη της Ουάσινγκτον που προβάλλεται ως «παγκόσμιος αστυνόμος», με ρίζες στο δόγμα που διαμορφώθηκε κατά την προεδρία του Θίοντορ Ρούζβελτ (26ος πρόεδρος των ΗΠΑ, ο οποίος διατύπωσε μια προσθήκη στο «Δόγμα Μονρόε» ονόματι «Δόγμα Ρούζβελτ», που θεμελίωσε τη νομιμοποίηση των αμερικανικών επεμβάσεων στις χώρες της «πίσω αυλής» των ΗΠΑ).
Ακόμη και την περίοδο μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι ΗΠΑ είχαν αποτραβηχτεί από τα ευρωπαϊκά ζητήματα, διατήρησαν ενεργή στρατιωτική παρουσία στη Λατινική Αμερική, επεμβαίνοντας σε χώρες όπως η Ονδούρα, η Νικαράγουα και η Δομινικανή Δημοκρατία.
Οι συνέπειες των «προληπτικών πολέμων»
Ο ιστορικός Γκρεγκ Γκράντιν, όπως αναφέρουν οι NYT, έχει υποστηρίξει πως οι επεμβάσεις των ΗΠΑ στους εμφυλίους πολέμους της Κεντρικής Αμερικής τη δεκαετία του 1980 αποτέλεσαν προσπάθεια της συντηρητικής παράταξης να «εξιλεωθεί» για την αποτυχία του πολέμου του Βιετνάμ και να ανανεώσει το αντικομμουνιστικό της αφήγημα. Αυτές οι συγκρούσεις ωστόσο, με την ενεργό στήριξη της Ουάσινγκτον προς δεξιές στρατιωτικές και παραστρατιωτικές δυνάμεις, μετεξελίχθηκαν γρήγορα σε εκστρατείες εκτεταμένης κρατικής βίας, βασανιστηρίων, δολοφονιών και εξαφανίσεων, ενώ πυροδότησαν μαζικά μεταναστευτικά ρεύματα προς τις ΗΠΑ.
Παρόλο που η εισβολή στον Παναμά, υπό την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Just Cause» θεωρήθηκε ως το «αντί-Βιετνάμ», μια ταχεία και συντριπτική επίδειξη ισχύος, οι συνέπειες ήταν οδυνηρές. Οι αμερικανικές δυνάμεις ισοπέδωσαν την εργατική συνοικία του Ελ Τσορίγιο (μία πυκνοκατοικημένη γειτονιά, όπου ζούσαν κυρίως Αφροαμερικάνοι από τον Παναμά), εκτοπίζοντας χιλιάδες κατοίκους. Ο πραγματικός αριθμός των αμάχων που έχασαν τη ζωή τους παραμένει άγνωστος, με τις εκτιμήσεις να κυμαίνονται από εκατοντάδες έως και χιλιάδες θύματα. Επιπλέον, η χώρα συνέχισε να αντιμετωπίζει πολιτική αστάθεια και αύξηση της εγκληματικότητας, ενώ η διακίνηση ναρκωτικών όχι μόνο δεν σταμάτησε, αλλά πιθανόν ενισχύθηκε.
Όπως τονίζεται στο δημοσίευμα, μια ενδεχόμενη εισβολή στη Βενεζουέλα, παρόμοια με αυτή στον Παναμά το 1989, δεν θα αποτελούσε απάντηση σε άμεση απειλή κατά των ΗΠΑ, αλλά έναν «προληπτικό πόλεμο επιλογής», που θα εξυπηρετούσε πολιτικά συμφέροντα στο εσωτερικό της χώρας και θα αποσπούσε την προσοχή από τις εσωτερικές προκλήσεις της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ.
Το κεντρικό δίδαγμα από την «Επιχείρηση Just Cause» είναι πως, ακόμη και υπό «ευνοϊκές» συνθήκες, οι στρατιωτικές επεμβάσεις σπανίως είναι αναίμακτες. Στην περίπτωση της Βενεζουέλας, οι συνέπειες θα μπορούσαν να είναι πολύ πιο σοβαρές, τόσο για τον λαό της όσο και για ολόκληρη την περιοχή.



















