Ο ηθοποιός Αργύρης Ξάφης που παίζει στο έργο του Ζουζέπ Μαρία Μιρό, σε σκηνοθεσία της Ζωής Ξανθοπούλου μοιράζεται με τους αναγνώστες του Documento τις σκέψεις του. Ακολουθεί το κείμενό του
«Παίζοντας αυτόν τον μονόλογο, νιώθω ότι κουβαλώ στη σκηνή ένα βάρος που δεν είναι μόνο θεατρικό – είναι βαθιά ανθρώπινο, πολιτικό, σχεδόν υπαρξιακό. Από την πρώτη κιόλας στιγμή που ξεστόμισα τη φράση “το σώμα μου είναι το πιο όμορφο σώμα που έχει βρεθεί ποτέ σε αυτό το μέρος”, κατάλαβα πως δεν μιλούσα απλώς για ένα σώμα. Μιλούσα για την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση και για τον τρόπο που μια κοινωνία μπορεί να τη θεοποιεί ή να την κατασπαράζει, να την υμνεί ή να την εξευτελίζει. Η υποκρισία της κοινωνίας είναι ο αληθινός πρωταγωνιστής αυτού του έργου. Κάθε λέξη, κάθε παύση, κάθε ανάσα φωτίζει τα πρόσωπα μιας κοινότητας που ζει μέσα στην ψευδαίσθηση της κανονικότητας, αλλά χτίζει τον κόσμο της πάνω στη σιωπή, την αδράνεια και τη συνενοχή. Ο θάνατος ενός παιδιού, η βία, η κακοποίηση, η εκμετάλλευση — όλα αυτά δεν είναι «ατυχή περιστατικά», είναι ο καθρέφτης της κοινωνίας μας. Και αυτός ο καθρέφτης δεν ραγίζει από μόνος του· τον σπάμε εμείς, για να μη δούμε την αλήθεια.
Κάθε φορά που κάνω αυτή την παράσταση, νιώθω το κοινό να ανασαίνει διαφορετικά στις στιγμές της σιωπής. Είναι σαν να βλέπουν τον εαυτό τους να κατοικεί μέσα στους χαρακτήρες: στη μάνα που πνίγεται μέσα στο πένθος και στο μίσος της, στη δασκάλα που σωπαίνει για να διαφυλάξει το κύρος και τον απαγορευμένο έρωτά της, στους κατοίκους του χωριού που κάνουν ότι δεν βλέπουν. Και πάνω απ’ όλα, σε εκείνη την ανομολόγητη, ενοχική σιωπή που καλύπτει τα πάντα σαν πέπλο – τη σιωπή που δεν είναι άγνοια, είναι επιλογή.
Η κοινωνία που παρουσιάζεται στο έργο γνωρίζει. Ξέρει για τη βία, για την κακοποίηση, για την εκμετάλλευση των πιο ευάλωτων. Ξέρει και τη ρίζα της ή τη διαισθάνεται. Και παρ’ όλα αυτά, επιλέγει να σωπάσει. Επιλέγει να μιλήσει μόνο όταν είναι πια αργά, όταν το σώμα ενός παιδιού βρίσκεται διαμελισμένο σ’ ένα χωράφι. Και μόνο για να πετάξει την ενοχή από πάνω της. Αυτή είναι η πιο σκοτεινή μορφή ανθρωποφαγίας: όχι εκείνη που διαπράττει τη βία, αλλά εκείνη που την ανέχεται, τη συγκαλύπτει, τη συνηθίζει.
Υπήρχαν στιγμές, ειδικά στα τελευταία λεπτά του μονoλόγου, που νιώθω ότι δεν υποδύομαι πια κάποιον άλλο· είμαι εγώ που στεκόμουν απέναντι στο κοινό και ρωτώ: «Πού ήμαστε ως κοινωνία όσο αυτό συμβαίνει;». Κι όμως, το ερώτημα δεν είναι μόνο για το έργο. Είναι για όλα τα σώματα που κατασπαράσσονται σήμερα, έξω από το θέατρο. Για όλους εκείνους που γίνονται αντικείμενα, που εξαφανίζονται, τους άμαχους που δολοφονούνται, που τους σβήνει η κοινωνία από το κάδρο επειδή δεν χωράνε στο αφήγημά της.
Αυτή η κοινωνία δεν κατασπαράζει μόνο σώματα· κατασπαράζει και τις ευθύνες της. Τις μασάει, τις χωνεύει και τις μετατρέπει σε αδιαφορία. Κι έπειτα ντύνεται τον μανδύα της ηθικής για να πει: “Καημένο παιδί”, “Τι δυστυχία”. Αυτές οι φράσεις, που ειπώνονται πάνω στη σκηνή, κάνουν το κοινό να παγώνει. Γιατί όλοι ξέρουμε πόσες φορές τις έχουμε πει κι εμείς, για να ξορκίσουμε τις δικές μας ενοχές.
Η παράσταση δεν ζητά να δώσει απαντήσεις. Ζητά να σπάσει αυτή τη σιωπή. Να τη διαλύσει με κραυγές, με βλέμματα, με φωνές που βγαίνουν από τα σωθικά. Γιατί μόνο τότε αρχίζει κάτι να αλλάζει: όταν η σιωπή γίνεται κραυγή. Όταν η υποκρισία ξεγυμνώνεται. Όταν δεν λέμε πια “καημένο παιδί”, αλλά “τι κάναμε εμείς;”.
Για μένα, αυτό το έργο δεν είναι ένας ρόλος -ούτε επτά· είναι μια πράξη αντίστασης απέναντι στην κανονικοποιημένη βία. Είναι μια υπενθύμιση ότι κάθε φορά που σιωπούμε μπροστά στην αδικία, γινόμαστε κομμάτι της. Και είναι, τέλος, μια υπόσχεση: ότι το θέατρο μπορεί ακόμα να είναι ένας τόπος όπου οι λέξεις ξύνουν τις πληγές – όχι για να μας πονέσουν, αλλά για να μας ξυπνήσουν. Ένας τόπος ενσυναίσθησης.
Η επιτυχία της παράστασης, όσο μεγάλη κι αν είναι, δεν έχει τόση σημασία. Αυτό που έχει σημασία είναι η σιωπή που σπάει στο τέλος κάθε βραδιάς, όταν τα φώτα σβήνουν και ο κόσμος μένει καθισμένος στις θέσεις του. Εκείνη η σιωπή δεν είναι πια συνενοχή. Είναι το πρώτο βήμα προς την αλήθεια».
INFO
Από Πέμπτη 3 Οκτωβρίου και κάθε Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο & Κυριακή στις 21:00
Συντελεστές
Μετάφραση: Μαρία Χατζηεμμανουήλ
Σκηνοθεσία: Ζωή Ξανθοπούλου
Μουσική: Φώτης Σιώτας
Σκηνογραφία-Ενδυματολογία-Φωτισμοί: Βασίλης Αποστολάτος
ΘΕΑΤΡΟ ΘΗΣΕΙΟΝ
Τουρναβίτου 7, Θησείον

















