Ο δεκάλογος του Ντίκενς

Το μυθιστόρημα που ο Ντίκενς έγραψε σε ηλικία μόλις 24 ετών μας μεταφέρει νοερά στο Λονδίνο του 19ου αιώνα

Τα βασικά μοτίβα και κλειδιά του πρώτου μυθιστορήματος του νεαρού Τσαρλς Ντίκενς με τίτλο «Τα έγγραφα Πίκγουικ» που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα ελληνικά.

Οι αρετές ενός συγγραφέα, όπως επίσης και οι αδυναμίες, τα κουσούρια και οι εμμονές του, διακρίνονται από το πρώτο του βιβλίο. Περιέχονται λοιπόν αναπόφευκτα και στα «Εγγραφα Πίκγουικ» (1836), το ογκωδέστατο σατιρικό μυθιστόρημα που ο Κάρολος Ντίκενς έγραψε μόλις στα 24 χρόνια του, με πρωταγωνιστή τον ομώνυμο ήρωα. Τα βασικά του μοτίβα, κλειδιά για την ανάγνωση του έργου, θα επιχειρήσω να συνοψίσω σ’ ένα δεκάλογο, ερανιζόμενος αποσπάσματα από τα δικά του λόγια.

01 Ως βέρος Εγγλέζος, ο Ντίκενς αντικρίζει τον κόσμο από το εσωτερικό της περιηγητικής Λέσχης Πίκγουικ, «τα μέλη της οποίας οφείλουν να καταθέτουν από καιρού εις καιρόν επικυρωμένες αναφορές των ταξιδιών και των άμεσων παρατηρήσεών τους σχετικά με τους χαρακτήρες και τα ήθη διαφόρων τόπων, έκθεση του συνόλου των περιπετειών τους, καθώς και λεπτομερή καταγραφή όλων των ιστοριών και των αφηγήσεων που ενδέχεται να συγκεντρώσουν από διάφορα μέρη ή από τις συναναστροφές τους».

02 Επειδή δημοσιεύει το μυθιστόρημά του σε συνέχειες φροντίζει ώστε (όπως τα επεισόδια των τηλεοπτικών σειρών) κάθε κεφάλαιο να έχει σχετική αυτοτέλεια αλλά και να τελειώνει αφήνοντας σε αγωνία τον αναγνώστη σχετικά με την έκβαση της περιπέτειας: «Ο κ. Πίκγουικ και ο κ. Ουόρλντ ξεκίνησαν θαρραλέα, αφού πρώτα έδεσαν τα κασκόλ γύρω από τον λαιμό τους και έχωσαν τα καπέλα τους πιο χαμηλά στο κεφάλι για να προστατευτούν από την καταρρακτώδη βροχή, η οποία έπειτα από μικρή διακοπή, άρχισε και πάλι να πέφτει».

03 Αν και πολύ νέος, είναι νοσταλγός των παραδοσιακών αξιών και επομένως δύσπιστος απέναντι στη μόδα των χαρωπών ανακαινίσεων, παροτρύνει τον αναγνώστη να αναζητήσει στις πιο σκοτεινές γειτονιές του Λονδίνου «όσα από τα παλιά πανδοχεία στέκονται ακόμα μ’ ένα είδος βλοσυρής ανθεκτικότητας απέναντι στα σύγχρονα κτίρια που τα περιστοιχίζουν, διατηρώντας αναλλοίωτα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τους και έχοντας αποφύγει τη μανία για δημόσια βελτίωση αλλά και την παρέμβαση της ιδιωτικής κερδοσκοπίας».

04 Δεινός προσωπογράφος, συσχετίζει τη φυσιογνωμία με την έκφραση και τον σωματότυπο με την ενδυμασία, αποσκοπώντας στον σχηματισμό μιας συνολικής ανεξίτηλης εντύπωσης για κάθε του χαρακτήρα: «Ηταν ένας κοντούλης στεγνός ανθρωπάκος με σκούρο σουφρωμένο πρόσωπο και μικρά αεικίνητα μαύρα μάτια. Ντυμένος στα κατάμαυρα, με παπούτσια που γυάλιζαν όσο και τα μάτια του, χαμηλό άσπρο λαιμοδέτη και καθαρό πουκάμισο με σούρες».

05 Αν και διορατικός σε πολλά σημεία, δεν προέβλεψε τους «αφυπνισμένους» λογοκριτές του έργου του και ανύποπτος για τη λαίλαπα της γλωσσικής ορθοπολιτικής εκφράζεται ελεύθερα, όπως ευτυχώς και η μεταφράστριά του Ρένα Χατ Χουτ στα ελληνικά. Ενας ασυνήθιστα χοντρός τύπος περιγράφεται ως «θεόχοντρος» και μια γεροντοκόρη ως «μυστήρια γριέντζω». Επιπλέον οι ήρωές του διατηρούν την κακή συνήθεια να τρώνε «ένα ελαφρύ γεύμα με δυο κιλά κρύο βοδινό κι ένα δυο καραφάκια πόρτο».

06 Διακωμωδεί ανελέητα τα εκλογικά ήθη και τον κομματικό φανατισμό που εκτονώνεται σε διαπληκτισμούς και χειροδικίες, διαπιστώνοντας εύθυμα πως όλα γίνονται με τον πιο δημοκρατικό και ευχάριστο τρόπο: «Καθ’ όλη τη διάρκεια της ψηφοφορίας η πόλη ήταν σε πυρετό ενθουσιασμού. Τα οινοπνευματώδη ήταν εξαιρετικά φτηνά, ενώ καρότσες παρήλαυναν στους δρόμους για να εξυπηρετήσουν τους ψηφοφόρους που έβλεπε κανείς σωριασμένους στα πεζοδρόμια, σε κατάσταση απόλυτης αναισθησίας».

07 Ενώ πολλοί συγγραφείς υπερβάλλουν σχετικά με το ύψος των πύργων, των καθεδρικών ναών ή άλλων σπουδαίων μνημείων, ο Ντίκενς εξυψώνει τις ταπεινές όψεις της ζωής: «Τρία με τέσσερα βαριά κάρα, το καθένα μ’ ένα βουνό εμπορεύματα που έφταναν σε ύψος τα παράθυρα του δευτέρου ορόφου ενός συνηθισμένου σπιτιού, ήταν σταθμευμένα κάτω από ένα ψηλό υπόστεγο στην άκρη της αυλής».

08 Νέος ο ίδιος, κατανοεί τα νιάτα, χαμογελά με κάποια επιείκεια για την έπαρσή τους, διακρίνοντας παράλληλα τη ματαιοδοξία τους όπου κι αν κρύβεται: «Κοντά στις πόρτες και σε απομακρυσμένες γωνίες χασομερούσαν συντροφιές ανόητων νεαρών που επιδείκνυαν διάφορες ποικιλίες αυθάδειας, ενώ είχαν τη χαρούμενη πεποίθηση ότι αποτελούν αντικείμενο γενικού θαυμασμού – μια σοφή και σπλαχνική χάρη της Θείας Πρόνοιας για την οποία κανένας καλός άνθρωπος δεν θα έχει αντίρρηση».

09 Χωρίς να αποστρέφεται την κοσμική ζωή, παρακολουθεί τις εκδηλώσεις της, αλλά από την κορυφή μιας σκάλας που του επιτρέπει ανεμπόδιστη θέα: «Στην αίθουσα χορού, τη μακρόστενη σάλα χαρτοπαιξίας και στους διαδρόμους, ο βόμβος πολλών φωνών και ο ήχος πολλών ποδιών προξενούσαν ζαλάδα. Φορέματα θρόιζαν, φτερά ανέμιζαν, φώτα έλαμπαν και κοσμήματα άστραφταν. Μάτια ζωηρά, φωτισμένα από ευχάριστη προσμονή, στρέφονταν ολόγυρα και όπου κι αν κοίταζε κανείς, κάποια εξαίσια σιλουέτα γλιστρούσε με χάρη ανάμεσα στο πλήθος».

10 Εκλεπτυσμένος ηδονοθήρας στον ιδιωτικό του βίο αλλά βικτοριανός στον δημόσιο λόγο του, ο Ντίκενς δεν διακινδυνεύει να σκανδαλίσει το συντηρητικό κοινό της εποχής του περνώντας στην απαγορευμένη ζώνη της σεξουαλικότητας. Περιορίζεται λοιπόν σε κάποιες υπόνοιες, τις οποίες άλλωστε αποδίδει προνοητικά σε ανεύθυνα κουτσομπολιά: «Υπάρχουν πολλές νεαρές κυρίες σε πολλά σπίτια που για τις περισσότερες οι πονηροί υπηρέτες και οι πονηρές υπηρέτριες υποπτεύονταν ότι είχαν συνδεθεί με κάποιον ή ήταν απολύτως έτοιμες να το κάνουν αν τους δινόταν η ευκαιρία».

INFO
Το βιβλίο «Τα έγγραφα Πίκγουικ» του Τσαρλς Ντίκενς κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg

Ετικέτες