Από το 1963 που ξεκίνησε το µουσικό του ταξίδι µέχρι και το βιολογικό του τέλος ο Σαββόπουλος συγχρωτίστηκε µε πολλούς και διαφορετικούς καλλιτέχνες. Το Documento έδωσε τον λόγο σε ανθρώπους που δούλεψαν µαζί του στην πιο δημιουργική του περίοδο, τα 70s, αλλά και στην Klavdia, την πιο νέα τραγουδίστρια στις τελευταίες συναυλίες του.
Νίκος Τσιλογιάννης – Μουσικός, έπαιξε ντραµς στο «Περιβόλι του τρελού» (1969) και στον «Μπάλλο» (1971)
«∆ίπλα του γίναµε καλύτεροι µουσικοί»
Οταν τελείωσα το στρατιωτικό, ήταν να πάω πίσω στους Idols, αλλά δεν µε θέλανε. Με πιάνει ο ντράµερ τους: «Συγγνώµη, ρε Νικόλα, που δεν σε πήραµε πάλι, αλλά αν θες έχω το τηλέφωνο κάποιου Σαββόπουλου που θέλει να φτιάξει µια µπάντα». Πραγµατικά πήρα το νούµερο και τηλεφώνησα κατευθείαν του ∆ιονύση. ∆ώσαµε ραντεβού σε µια ταβέρνα και τα είπαµε. Ετσι ξεκίνησαν όλα. Ο ∆ιονύσης δεν είχε ιδέα τι είναι κάσα και τι είναι ταµπούρο. Ερχόταν µε την κιθάρα του εκεί που κάναµε πρόβες σ’ έναν χώρο στην Πλάκα. Μου έλεγε: «Νικολάκη, τι θα βάλουµε εδώ;» κι εγώ χτύπαγα κάνα πιατίνι, έπαιζα µε το ταµπούρο και µετά έλεγε: «Αυτό θέλω». διάλεγε δηλαδή µέσα από δυο τρεις ιδέες που του παρουσιάζαµε. Ο τελικός λόγος όµως ήταν πάντα δικός του.
Εµείς έπρεπε να τις θυµόµαστε όλες αυτές τις ιδέες αφότου γίναµε συγκρότηµα κι ερχόταν κόσµος να µας δει. Τώρα που τα σκέφτοµαι, ο ∆ιονύσης πρέπει να είχε γυρίσει µόλις από την Ιταλία, όπου είχε την ευκαιρία να δει σηµαντικές ροκ συναυλίες. Ετσι είπε να φτιάξει κι εκείνος τη δική του ροκ µπάντα. Νοµίζω ότι η πρώτη µεγάλη συναυλία του Σαββόπουλου έγινε στη Θεσσαλονίκη αρχές του ’71 µέσα σ’ ένα κατάµεστο Παλαί ντε Σπορ, που έπαιρνε µερικές χιλιάδες κόσµου. Η αστυνοµία µας άνοιγε δρόµο για να περάσουµε µέσα απ’ τον κόσµο. Ο Σαββόπουλος δεν έκανε παρέα µαζί µας. Εκείνος ήταν ο Σαββόπουλος κι εµείς ήµασταν η µπάντα του.
Μετά το Ροντέο συνηθίζαµε να πηγαίνουµε από ένα καφενείο της πλατείας Βικτωρίας για να φάµε κάτι. Ο ∆ιονύσης άρχισε να µας λέει ανέκδοτα, µόνο πλάκες έκανε δηλαδή µε µας. Ποτέ δεν µας κάλεσε να φάµε ένα φαγητό στο σπίτι του ή να πάµε να δούµε µαζί ένα έργο στο σινεµά. Ο Σαββόπουλος ήταν ο «αρχηγός σ’ αυτό το πανηγύρι», όπως το έγραψε. Ηταν ο άνθρωπος που µας έδωσε την ευκαιρία να παίξουµε τα όργανά µας, όπως εµείς ονειρευόµασταν. Αυτά τα εφτά χρόνια που µείναµε µαζί ήταν τεράστιο σχολείο, γίναµε καλύτεροι µουσικοί. Τον αποχαιρετώ µε οδύνη.
Μαρίζα Κωχ – Τραγουδίστρια, τραγουδοποιός
«Ηταν γεννηµένος τραγουδιστής, δίχως να έχει “φωνή”»
Το 1969 επέστρεψα από την Αγγλία, όπου είχα φύγει αµέσως µετά το πραξικόπηµα µε το συγκρότηµα του Μίκη Θεοδωράκη. Είχα το παιδί µου στην Ελλάδα και δεν ήθελα να µείνω άλλο στο εξωτερικό. Ετσι πέρασα από ένα νεανικό στέκι µουσικών κάπου στην πλατεία Βικτωρίας. Εκεί γνώρισα τον Σαββόπουλο µε µερικούς µουσικούς του. Συζητήσαµε για τα ροκ γκρουπ της εποχής, ήµασταν κι οι δυο ενηµερωµένοι, κι έτσι µου ζήτησε να είµαι στο πρόγραµµα που ετοίµαζε για το Ροντέο µε τα Μπουρµπούλια. Εγώ εκεί τραγουδούσα δηµοτικά τραγούδια συνοδεία µόνο των ντραµς του Τσιλογιάννη καθώς δεν ήθελα να υποστώ τη χουντική λογοκρισία σε νέα τραγούδια.
Αστειευόµενοι οι µουσικοί θα λέγανε λίγο αργότερα: «Ο ∆ιονύσης έβγαλε το “Φορτηγό” και η Μαρίζα τον “Αραµπά”», αναφερόµενοι στον πρώτο προσωπικό µου δίσκο. Το καλοκαίρι του 1970 ο ιδιοκτήτης των ∆ειλινών, του γνωστού λαϊκού µαγαζιού της εποχής, θέλοντας να αλλάξει ρεπερτόριο κάλεσε τον Ξαρχάκο για µια σειρά παραστάσεων που πήγαν πολύ καλά. Eτσι φώναξε και τον ∆ιονύση µε µας µαζί να παίζουµε τις ∆ευτέρες. Στην πρεµιέρα είδαµε ότι δεν ερχόταν το δικό µας νεανικό κοινό, αλλά µεγαλύτερες ηλικίες. Βγαίνουµε να παίξουµε, πίσω τα Μπουρµπούλια, µπροστά ο ∆ιονύσης στο σκαµπό κι εγώ όρθια δίπλα του. Ο ∆ιονύσης έτυχε να κρατάει τη δική µου κιθάρα, που την είχα φέρει από το Λονδίνο και του άρεσε πολύ. Ξαφνικά µια λουλουδού εµφανίζεται και αδειάζει στο κεφάλι του ένα ολόκληρο πανέρι µε γαρδένιες. Μετά το ίδιο έγινε και σε µένα, στα πόδια µου. Ηρθε και τρίτη λουλουδού, ξαναέριξε άλλο πανέρι στο κεφάλι του και του είπε: «Από τον κύριο είναι στο τάδε τραπέζι». Θυµάµαι τον ∆ιονύση να µε κοιτάει µέσα στα µάτια τη στιγµή εκείνη. Αρπαξε την κιθάρα µου, άρχισε να τη χτυπάει µε µανία στο τσιµέντο και την έκανε χίλια κοµµάτια. «Πάµε να φύγουµε, δεν ξαναπαίζουµε εδώ» µας φώναζε και τον κυνηγούσαµε ως την έξοδο από το µαγαζί. Είχα λυπηθεί για την κιθάρα µου, αλλά κατάλαβα και την αντίδρασή του.
Ο ∆ιονύσης ως αντάλλαγµα µου χάρισε ένα µικρό «καραβίσιο» πιάνο από το σπίτι του. Τον Σαββόπουλο τον τραγούδησα πολύ – έχω πει πολλά τραγούδια του σε β΄ εκτέλεση στους δίσκους µου, ενώ έγραψα κι εγώ ένα τραγούδι αφιερωµένο σ’ αυτόν. Αναγκαστικά όταν ηγείσαι ενός συγκροτήµατος γίνεσαι εσύ ο «αρχηγός», κάτι που έζησα και µε τις δικές µου µπάντες κατά καιρούς. Εκεί άρχισε να αλλάζει κάπως ο ∆ιονύσης και να αποµακρύνεται από τους µουσικούς του. Ξεκινώντας και τις παγκόσµιες περιοδείες µου εγώ τότε, χαθήκαµε σιγά σιγά. Αν και τον είδαµε να «πατάει σε δύο βάρκες» όλα αυτά τα χρόνια, θα λείψει σίγουρα η παρουσία του. Οχι όµως και το έργο του, που ο ίδιος το τραγούδησε καλύτερα απ’ τον καθένα. Ο ∆ιονύσης ήταν γεννηµένος τραγουδιστής, και πολύ µεγάλος κιόλας, δίχως να έχει «φωνή».
Γιάννης Μπαχ Σπυρόπουλος – Μουσικός, έπαιξε τούµπα στο «Βρώµικο ψωµί» (1973)
«Με χαρτζιλίκωναν µε τη γυναίκα του όταν ήµουν φαντάρος»
∆ιαβάζω µια αγγελία στην εφηµερίδα «Μουσική Γενιά» του Στέλιου Ελληνιάδη: «Ο ∆ιονύσης Σαββόπουλος φτιάχνει νέα µπάντα και κάνει ακρόαση για µουσικούς». Επαιζα τούµπα στη Φιλαρµονική της Νέας Ιωνίας τότε, έπιασα το όργανο και πέρασα από του Θεολόγου Στρατηγού, αυτός έπαιζε ηλεκτρική κιθάρα, τον πήρα και πήγαµε παρέα στην οντισιόν. Παιδιά ήµασταν τότε, κάτω από 20 χρόνων. Ξεκινήσαµε αµέσως πρόβες µε τον ∆ιονύση και θυµάµαι ότι παίζαµε µέσα σε τροµερές εντάσεις. Ηταν ακόµη η Στέλλα Γαδέδη, ο Γαβαλάς, ο Καραµήτρος και ο Βαγγέλης Γερµανός. Τον θαύµαζα από παιδί, από το 1966, απ’ όταν είχε βγει το «Φορτηγό».
Μ’ αυτό το έργο έµοιαζε σαν ο Σαββόπουλος να πετούσε κάτω από τις πόρτες των ανθρώπων ένα κανονικό µανιφέστο. Εκτοτε η µουσική ποτέ δεν θα ήταν η ίδια. Λίγο καιρό µετά, αφότου κυκλοφόρησε το «Βρώµικο ψωµί», έφυγα φαντάρος. Ο Σαββόπουλος ερχόταν στο επισκεπτήριο µαζί µε τη γυναίκα του, την Ασπα, και µε χαρτζιλίκωναν. Μία αδελφική συµπεριφορά, οικογενειακή σχεδόν, που µας οδήγησε σε φιλία χρόνων και µε έκανε να τον αγαπήσω πολύ.
Klavdia – Tραγουδίστρια
«Μου φάνηκες συµπαθής και ταλαντούχα και γι’ αυτό σε κάλεσα»
Mε τον ∆ιονύση Σαββόπουλο από συναυλίες ξεκινήσαµε και καταλήξαµε σε µαγαζί. ∆ουλεύαµε στο Αλσος, όπου εκεί ήταν και λίγο θέατρο. Μιλάµε για το 2019 που ήµουν 17 ετών και πήγαινα ακόµη στην τρίτη λυκείου. Μόνο Σάββατα δουλεύαµε. Οταν µου τηλεφώνησε η µάνατζέρ του και µου έκλεισε ραντεβού µαζί του, τον ρώτησα κι εγώ γιατί ακριβώς µε επέλεξε. «Εψαχνα νέους καλλιτέχνες» µου απάντησε, που να το ’χουν καλά µε το αγγλικό, κι έπεσα πάνω στο “The voice”. Μου φάνηκες πάρα πολύ συµπαθής και ταλαντούχα και γι’ αυτό σε κάλεσα».
Με τον Σαββόπουλο, τουλάχιστον εκείνη τη χρονιά που συνεργαστήκαµε, είχαµε θέµα «Γούντστοκ», εποχές 1969- ’70. Τραγούδια από εκείνη την περίοδο, αντίστοιχα και απ’ αυτόν γραµµένα οι ελληνικές εκδοχές τους. Τραγουδούσα, ας πούµε, το «Cry baby» της Τζάνις Τζόπλιν ή κοµµάτια Τζίµι Χέντριξ. ∆υστυχώς χάσαµε τις επαφές µετά την Covid. Είχα την έγνοια του και πάντα ήθελα πάρα πολύ να τον δω και να ξαναµιλήσουµε. Η αλήθεια είναι πως και οι δικοί µου, ενώ τον γνώριζαν, δεν είχαν τεράστια επαφή µε τη µουσική του.
Γνώριζαν βέβαια ότι είναι ένα ιστορικό πρόσωπο και ένα βαρύ όνοµα, που τραγουδούσαµε τα τραγούδια του στις σχολικές γιορτές. Ηταν πολύ χαρούµενοι, γιατί η πρώτη µου επαγγελµατική δουλειά θα ήταν σ’ ένα ασφαλές περιβάλλον για κάθε δεκαεφτάχρονο παιδί.
Λήδα Χαλκιαδάκη – Τραγουδίστρια, τραγουδοποιός
«Κάθε εβδοµάδα τον φώναζαν στην Ασφάλεια»
Ανατρέχω στα χρόνια του Ροντέο, του φυτώριου της εγχώριας ροκ σκηνής. Εκεί µεταφερθήκαµε όλοι οι νέοι καλλιτέχνες, άλλοι από τις µπουάτ κι άλλοι από τα κλαµπ της εποχής. Εκεί πρωτόπαιξα µε τον Σαββόπουλο κι επειδή αγαπούσε τη µητέρα µου, τη ∆ανάη, και τα παλιά ρετρό τραγούδια µού ζητούσε να λέω το «Τραγούδι της Μαρίνας» του Κώστα Γιαννίδη και του Αλέκου Σακελλάριου. Στην αρχή τραγουδούσα µόνη µου στο Ροντέο. Ηταν η εποχή που πέρασαν οι πάντες από κει: Ο Σαββόπουλος µε τη Μαρίζα Κωχ και τα Μπουρµπούλια, η Μαίρη ∆αλάκου, οι ∆άµων & Φιντίας, δύο επίσης ιερά µου πρόσωπα: ο Παύλος Σιδηρόπουλος και ο Βασίλης Ντάλλας – δύο άγγελοι επί της γης, ακόµη και εξ όψεως! Αργότερα στο Κύτταρο, που είχαµε µεταφερθεί πια σ’ έναν µεγαλύτερο χώρο, θυµάµαι ότι παίζαµε µε τον Σπύρο τις «Μηχανές µου» και στη µέση άλλαζε ο φωτισµός κι έβγαινα κι έλεγα εµβόλιµο ένα τραγούδι του Γιάκοβλεφ, «Το µικρό το αµαξάκι».
Επειτα συνέχιζα µε τις «Μηχανές µου» και γινόταν χαλασµός. Ολο αυτό σκηνοθετηµένο από τον ∆ιονύση. Παίζαµε και τον «Μαυραγορίτη», ένα καθαρόαιµο τραγούδι διαµαρτυρίας, που δισκογραφήθηκε στη µεταπολίτευση. Κάθε εβδοµάδα φώναζαν τον ∆ιονύση στην Ασφάλεια επί Ιωαννίδη. «Αυτό το τραγούδι θα το αφαιρέσετε;» τον ρωτούσαν, εκείνος τους έλεγε «ναι, ναι» και µετά ερχόταν σ’ εµάς: «Παιδιά, συνεχίζετε να το λέτε κανονικά το τραγούδι»! ∆ουλέψαµε αρκετά µε τον Σαββόπουλο στο Κύτταρο, αν και µένα ο πιο σηµαντικός σταθµός στην πορεία µου –και πιστεύω στην πορεία όλων µας– ήταν το Ροντέο του 1969 µε όλα όσα γίνονταν από τους νέους καλλιτέχνες. Αποχαιρετώ κι εγώ τον ∆ιονύση Σαββόπουλο, τον συνοδοιπόρο της νιότης µου.






















