Δηλώνει «παρών» στην Ευρώπη, την Ουκρανία, τη Μέση Ανατολή και σε πολλές αφρικανικές χώρες. Αγνοεί το διεθνές δίκαιο, θέλει να αναθεωρήσει συνθήκες και προσπαθεί να επιβάλει την επεκτατική πολιτική της χώρας του σε γείτονες και μη. Η σκέψη των περισσοτέρων ενδεχομένως θα πήγε αστραπιαία στον Ντόναλντ Τραμπ ή στον Βλαντίμιρ Πούτιν, μιας και ο μεγαλοϊδεατισμός μεταξύ παγκόσμιων ηγετών τείνει να αποκτά ολοένα περισσότερο κυρίαρχο ρόλο. Ο λόγος όμως για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος με τα νεοοθωμανικά σχέδιά του, όπως το δόγμα «γαλάζια πατρίδα», οραματίζεται να αποτελέσει ορόσημο για την Τουρκία μεγαλύτερο από τον Κεμάλ Ατατούρκ.
Οταν εκλέχθηκε για πρώτη φορά μέλος του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) το 2002, έγινε δεκτός από την τουρκική κοινωνία ως ο υπερασπιστής της δημοκρατίας ενάντια στη στρατιωτική δικτατορία. Περισσότερα από 20 χρόνια μετά το όνομά του έγινε συνώνυμο της αυταρχικής εξουσίας, πολύ μακριά από τις ελπίδες των ψηφοφόρων του 2002, οι οποίοι πίστεψαν ότι είχαν βρει το αντίδοτο στην οικονομική κακοδιαχείριση και στους κατασταλτικούς νόμους. Το καθεστώς Ερντογάν διολισθαίνει ολοένα περισσότερο προς τον ολοκληρωτισμό, καταλύοντας κάθε έννοια κράτους δικαίου.
Νέο σύνταγμα… ξανά
Ο Ερντογάν, που άλλαξε το σύνταγμα μετατρέποντας την Τουρκία σε προεδρική δημοκρατία το 2017, έβαλε μπρος για δεύτερη συνταγματική μεταρρύθμιση, η οποία δεν έχει ακόμη ψηφιστεί. Με αφορμή την 65η επέτειο από το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1960, όρισε δέκα φίλους του νομικούς για να συντάξουν την πρότασή τους για το νέο σύνταγμα της Τουρκίας. Αν και η κυβέρνησή του από το 2002 έχει προχωρήσει σε αρκετές αναθεωρήσεις, ο Ερντογάν επιμένει ότι ο παρών συνταγματικός χάρτης φέρει τη σφραγίδα των πραξικοπηματιών στρατηγών.
Δεν είναι λίγες οι φωνές που κατηγορούν τον Τούρκο πρόεδρο ότι επιχειρεί να αλλοιώσει τον κοσμικό και εθνικό χαρακτήρα του κράτους και ότι η συνταγματική αναθεώρηση είναι απλώς το πρόσχημα για να μπορέσει να είναι εκ νέου υποψήφιος για την προεδρία το 2028, ειδικά μετά το «παζάρι» με τους Κούρδους και την πολιτική εξόντωση του κύριου εκλογικού αντιπάλου του Εκρέμ Ιμάμογλου μέσω δικαστικών διαύλων.
Ομως, παρά την καταπάτηση των δημοκρατικών αξιών στην Τουρκία, ο Ερντογάν αποδεικνύεται πολύ σημαντικός σύμμαχος όχι μόνο για το ΝΑΤΟ αλλά και για την Ευρώπη, με αποτέλεσμα πολλοί να θέλουν να προσεταιριστούν και να συνεργαστούν μαζί του, ακόμη και αν αυτό σημαίνει να του ανοίξουν την πόρτα της συμμετοχής στην αμυντική θωράκιση της ηπείρου. Στα μάτια του Ερντογάν η Ευρώπη εξαρτάται περισσότερο από την Τουρκία παρά το αντίστροφο. Ισχυρίζεται μάλιστα ότι μόνο με την ένταξη της χώρας στην ΕΕ οι δημοκρατίες μπορούν να αποτρέψουν τη συνεχιζόμενη παρακμή του μπλοκ.
Παρεμβαίνει παντού
Δεδομένου ότι οι επόμενες προεδρικές εκλογές στην Τουρκία έχουν προγραμματιστεί για το 2028, ο πρώιμος χαρακτήρας της σύλληψης του Ιμάμογλου σχολιάστηκε από διεθνείς αναλυτές. Μπορεί ωστόσο για το εσωτερικό η κίνηση αυτή να μοιάζει πρόωρη, αλλά από διεθνή σκοπιά δείχνει ότι ο «σουλτάνος» εκμεταλλεύτηκε πλήρως τις εξελίξεις για να τοποθετήσει την Τουρκία στο επίκεντρο του διπλωματικού παιχνιδιού από την Ουκρανία μέχρι τη Μέση Ανατολή. Την ίδια στιγμή οι επίσημες επισκέψεις του το τελευταίο διάστημα και η παρουσία του στην τριμερή Σύνοδο Κορυφής Αζερμπαϊτζάν – Τουρκίας – Πακιστάν δείχνουν ότι επιδιώκει να έχει λόγο σε όλα τα μεγάλα παγκόσμια ζητήματα, θωρακίζοντας τη χώρα του ως περιφερειακή δύναμη.
Η Αγκυρα έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αλλαγή καθεστώτος στη Συρία τον περασμένο Δεκέμβριο, που οδήγησε στην πτώση του Ασαντ. Οσον αφορά τον πόλεμο στην Ουκρανία, ο Ερντογάν κατάφερε να κερδίσει μία θέση στο τραπέζι των «μεγάλων» στο γεωπολιτικό πόκερ όχι ως παρίας, αλλά ως ρυθμιστής.
«Απαραίτητος» για τη Δύση παρά τη σύλληψη Ιμάμογλου
Στη γηραιά ήπειρο, με μια Ευρωπαϊκή Ενωση εσωτερικά διχασμένη, η Τουρκία προσφέρει ως εγγύηση τον δεύτερο μεγαλύτερο χερσαίο στρατό στο ΝΑΤΟ μετά τις ΗΠΑ (355.200 στρατιώτες). Επομένως, δεν προκαλεί έκπληξη ότι μετά την κατάφωρη επίθεση στη δημοκρατία με τη σύλληψη του Ιμάμογλου και τη μετέπειτα άγρια καταστολή των διαμαρτυριών λίγες φωνές υψώθηκαν στην Ευρώπη.
Το ίδιο ισχύει και για την παρότρυνση του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ Μαρκ Ρούτε προς τους συμμάχους «να μην επιβάλουν περιορισμούς στις πωλήσεις όπλων από τον έναν σύμμαχο στον άλλον», δήλωση που μεταφράζεται επί της ουσίας υπέρ της άνευ όρων πώλησης αεροσκαφών Eurofighter –και όχι μόνο– στην Τουρκία. Παράθυρο για την απόκτηση Eurofighter από την Αγκυρα άφησε και ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς, με την υποσημείωση ότι γι’ αυτό θα αποφασίσει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Παράλληλα, η έγκριση από το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων της ΕΕ του χρηματοδοτικού εργαλείου SAFE, το οποίο διασφαλίζει χαμηλότοκα δάνεια με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους για την αμυντική ενίσχυση της Ευρώπης στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας ReArm Europe, ουσιαστικά «έβαλε και με τη βούλα» την Τουρκία στο παιχνίδι των ευρωπαϊκών εξοπλισμών, καθώς της επιτρέπει μέσω διάφορων οδών να διεκδικήσει μερίδιο από τα 150 δισ. ευρώ που αφορούν το πρόγραμμα.
Η Τουρκία πάντως έχει ήδη πατήσει πόδι στην ΕΕ μέσω της Ιταλίας, η οποία ενέκρινε την εξαγορά της κρατικής εταιρείας Piaggio Aerospace από την τουρκική Baykar.
Διαβάστε επίσης
ΙΧ «διπλωματία» Μητσοτάκη: Ο Χαφτάρ από τις ταβέρνες στη Βάρη, στην αγκαλιά του Ερντογάν
Από «Στρατηγός» της Δύσης που νόμιζε, «θαλαμοφύλακας» του Ερντογάν;