Δεν καταλαβαίνω τον χαρακτηρισμό «ερωτική πόλη», μπερδεύομαι με τις λέξεις «ευρωπαϊκή» ή «ανατολίτικη», «μητρόπολη» ή «συμπρωτεύουσα», ξέρω όμως ότι ο ανοιχτός ορίζοντας της Θεσσαλονίκης αντίκρυ στον Ολυμπο είναι απελευθερωτικός και οι όμορφοι και δημιουργικοί άνθρωποι που συναντάς στους δρόμους και στα στέκια της είναι που ομορφαίνουν την πόλη με τις φρέσκες ιδέες και τις δράσεις τους, επιμένοντας να λειαίνουν τις «κακοτεχνίες» στην καθημερινότητα ενός «μεγάλου χωριού».
Ένας άνθρωπος της πόλης, από τις σημαντικότερες φιγούρες του σύγχρονου πολιτισμού της, μανιακός σινεφίλ και αφοσιωμένος εραστής της ταινίας μικρού μήκους, ο Γιάννης Ζαχόπουλος, δραστηριοποιείται σε αυτό τον χώρο πάνω από τρεις δεκαετίες. Ιδιοκτήτης του ΑΖΑ Cinema Club, της σημαντικότατης ταινιοθήκης της Θεσσαλονίκης και ιδρυτής του Thess International Short Film Festival (TISFF), του «μικρού» φεστιβάλ της, διηγείται στο Documento την ιστορία των δύο δημιουργημάτων του.
Αφού σπούδασε ηλεκτρολόγος μηχανικός στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια στη Νέα Υόρκη στις αρχές του ’60 και εργάστηκε για μια δεκαετία στην Αμερική, έκανε μια μεγάλη βόλτα στον κόσμο έχοντας διευθυντικές θέσεις σε μεγάλες ξένες εταιρείες ως μηχανικός. Πήγε στην Αφρική, τη Νιγηρία, την Αίγυπτο, τη Συρία, την Αραβία και ξανά στην Αφρική, όπου με αυτοκίνητα, μοτοσικλέτες και φορτηγά γύρισε όλη τη δυτική και νότια ήπειρο. Επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη το 1984 και αποφάσισε να ξεκουραστεί «από τις ευθύνες των μεγάλων εταιρειών», όπως χαρακτηριστικά λέει, και έκανε επάγγελμα τα χόμπι του: το σινεμά και τη φωτογραφία. «Αποφάσισα να περνάω καλά κάθε μέρα με ανθρώπους που αγαπάνε το σινεμά» λέει χαμογελώντας, ανακαλώντας στη μνήμη του εκείνη την εποχή, την άνοιξη του ’84 που έφτιαξε το ΑΖΑ. Οπως μας εξηγεί, «το κλαμπ δημιουργήθηκε για να καλύψει το κενό μιας δημοτικής ταινιοθήκης που έλειπε». Και πράγματι πρόκειται για την τριαντατριάχρονη σήμερα ταινιοθήκη της πόλης με τους 14.000 τίτλους στα ράφια της που, τουλάχιστον πριν από την έλευση του ίντερνετ, τις ταινίες της δεν έβρισκες αλλού στην πόλη, ίσως και πουθενά στη χώρα.
Το μεράκι για το σινεμά υπήρχε μέσα του από τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα. Η πρώτη του δουλειά το 1966 ήταν σε ένα κέντρο ερευνών στο Σικάγο, στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Ιλινόι. Στο τμήμα Magnetic Recording and Instrumentation δούλεψε πλάι στον μηχανικό και εφευρέτη στον τομέα της μαγνητικής εγγραφής Μάρβιν Κάμρας, στα πρώτα βήματα έρευνας και κατασκευής του βίντεο. «Πρόκειται για τον πατέρα του tape recording» σχολιάζει και μας πληροφορεί ότι αυτή η έρευνα τότε γινόταν με λεφτά της μαφίας, «τη χρηματοδοτούσε γιατί ήθελαν να έχουν οι μαφιόζοι τζουκ-μποξ όχι μόνο με ήχο αλλά και εικόνα! Και βγήκαμε και εμείς κερδισμένοι».
Στην Ελλάδα από το ’80 και μετά αν ήθελες να ξαναδείς μια ταινία του Φελίνι δεν υπήρχε άλλος τρόπος εκτός από το βίντεο. Και στη Θεσσαλονίκη δεν την έβρισκες πουθενά εκτός από το βιντεοκλάμπ για ανήσυχους σινεφίλ στην Παλαιών Πατρών Γερμανού, το οποίο σήμερα έχει πλέον μεταφερθεί στην Αλεξάνδρου Σβώλου. Το ΑΖΑ είναι αναμφίβολα ένα ζωντανό κινηματογραφικό σχολείο για την πόλη. Και πολλοί «απόφοιτοί» του είναι σήμερα κινηματογραφιστές. Ενώ διανύει την τέταρτη δεκαετία του «το ποσοστό των σινεφίλ έχει μειωθεί κατά πολύ εξαιτίας του παράνομου κατεβάσματος» λέει ο ιδιοκτήτης του. Ο ίδιος όμως παραμένει στη θέση του σταθερός και αμετανόητος.
Από όλες τις ταινίες μεγάλου μήκους της τελευταίας διετίας θεωρεί αριστούργημα την «Υπηρέτρια» του Κορεάτη Παρκ Τσαν-γουκ και από τις χιλιάδες ταινίες που έχει δει γενικότερα το νούμερο ένα αγαπημένο του είναι ο «Γυμνός» του Μάικ Λι. Ο μεγάλος του έρωτας όμως είναι οι ταινίες μικρού μήκους. «Το πιο όμορφο, το πιο πρωτοποριακό, τολμηρό, ανθρώπινο σινεμά το βρίσκεις στις ταινίες μικρού μήκους». Η ιδιαίτερη αγάπη που έχει για το «μικρό» αλλά και για τα νέα παιδιά που ασχολούνται με την τέχνη του τον οδήγησε το 2007 στη δημιουργία του TISFF, του Διεθνούς Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της πόλης παράλληλα με την ίδρυση της Σχολής Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη.
Οπως συνέβη με το ΑΖΑ, έτσι και το TISFF ο Γιάννης Ζαχόπουλος το ίδρυσε γιατί έλειπε από τη πόλη ένα φεστιβάλ μικρού μήκους. Αν και από το 2007 μέχρι και σήμερα η χρηματοδότησή του παραμένει περιορισμένη και οι πόροι του λιγοστοί, οι ενθουσιώδεις κριτικές που παίρνει το φεστιβάλ από όλη την Ευρώπη αλλά και η θετική στήριξη του Δήμου Θεσσαλονίκης, που είναι συνδιοργανωτής, λειτουργούν καταλυτικά ώστε η πρωτοβουλία αυτή να συνεχίζεται για ενδέκατη χρονιά φέτος με επιτυχία. Για το πρόγραμμά του επιλέγονται ταινίες μικρού μήκους από την ελληνική και την παγκόσμια τρέχουσα παραγωγή «με μοναδικό κριτήριο την κινηματογραφική ποιότητα».
Σε συνεργασία, για πρώτη χρονιά φέτος, με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το «μικρό» φεστιβάλ της πόλης παρουσιάζει από τις 13 έως τις 17 Δεκεμβρίου στις αίθουσες Φρίντα Λιάππα & Τώνια Μαρκετάκη στο Λιμάνι 105 ταινίες από όλη την Ευρώπη και, μεταξύ άλλων, τις ΗΠΑ, τη Βραζιλία, την Κολομβία, τον Καναδά, την Κίνα καθώς και 25 ελληνικές. Στην πλειονότητά τους είναι ταινίες μυθοπλασίας που εστιάζουν στις ανθρώπινες σχέσεις. Οι περισσότερες από αυτές είναι ήδη βραβευμένες στις Κάννες και αλλού ή υποψήφιες για τα βραβεία Οσκαρ και Σεζάρ. «Μας ενδιαφέρει το πρωτοποριακό, το πολύ τολμηρό σινεμά και είμαστε πολύ αυστηροί στην επιλογή των ταινιών» καταλήγει ο Γιάννης Ζαχόπουλος, «κάτι που το γνωρίζουν όσοι στέλνουν τις ταινίες τους και έτσι παρουσιάζουμε κάθε χρόνο στη Θεσσαλονίκη την αφρόκρεμα του σινεμά μικρού μήκους απ’ όλο τον κόσμο».
Θεωρεί –και το τονίζει– ότι «η πόλη πρέπει να αντιληφθεί σοβαρά πως ένα τέτοιο φεστιβάλ αποτελεί έναν σύγχρονο πόλο έλξης για τον τουρισμό που πρέπει να αξιοποιήσει, όπως συμβαίνει με το γειτονικό μας Σεράγεβο ή τις Βρυξέλλες». Και το φεστιβάλ έχει κάνει ήδη ένα πολύ καλό όνομα στην Ευρώπη. Οπως μας ενημερώνει «η μελέτη της γερμανικής πλατφόρμας film festival life πάνω σε 2.500 φεστιβάλ από όλο τον κόσμο για το πού αξίζει σκηνοθέτες και παραγωγοί να στείλουν τις ταινίες τους, το δικό μας το κατατάσσει στα καλύτερα του κόσμου, ένα από τα 27 ευρωπαϊκά που προτείνει».