Η βράβευση του Λάσλο Κρασναχορκάι με το Νόμπελ Λογοτεχνίας είναι από τις στιγμές που σε κάνουν να νιώθεις ότι αποκαθίσταται έστω για λίγο η ευρυθμία του κόσμου. Σπάνιος στιλίστας της γραφής και βαθιά πολιτικός συγγραφέας καταφέρνει να φτάσει στην ουσία των πραγμάτων με μια και μόνη πρόταση – χαρακτηριστικό του είναι οι ελικοειδείς μακρές περίοδοι χωρίς τελεία που μοιάζουν με αυτόνομες υπάρξεις.
«Ο Κρασναχορκάι είναι ένας σπουδαίος επικός συγγραφέας της κεντροευρωπαϊκής παράδοσης η οποία εκτείνεται από τον Κάφκα μέχρι τον Τόμας Μπέρνχαρντ και χαρακτηρίζεται από το παράλογο και την γκροτέσκα υπερβολή» είπε μεταξύ άλλων ο πρόεδρος της επιτροπής των Νόμπελ Άντερς Όλσον κατά τη διάρκεια της ανακοίνωσης του νικητή.
Ο ίδιος ο συγγραφέας σε δήλωση προς τους αναγνώστες του αναφέρει: «Είμαι πολύ χαρούμενος που τιμήθηκα με το Νόμπελ Λογοτεχνίας – κυρίως επειδή αυτή η διάκριση αποδεικνύει ότι η λογοτεχνία υπάρχει αφ’ εαυτής, πέρα από διάφορες μη λογοτεχνικές προσδοκίες, και ότι εξακολουθεί να διαβάζεται. Και σε εκείνους που τη διαβάζουν, προσφέρει μια ελπίδα ότι η ομορφιά, η ευγένεια και το υπέρτατο μεγαλείο εξακολουθούν να υπάρχουν χωρίς να υπηρετούν κανέναν σκοπό. Ίσως να προσφέρει ελπίδα ακόμη και σε όσους έχει απομείνει μόλις μια σπίθα ζωής. Εμπιστευτείτε – ακόμα κι αν δεν φαίνεται να υπάρχει λόγος για αυτό».
Στο Documento αυτής της Κυριακής δημοσιεύεται κείμενο για το έργο του κορυφαίου Ούγγρου συγγραφέα, τα βιβλία του οποίου κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πόλις που τον σύστησαν στο ελληνικό κοινό μέσα από τις μεταφράσεις της Ιωάννας Αβραμίδου και της Μανουέλας Μπέρκι. Σε λίγες μέρες αναμένεται η έκδοση του νέου μυθιστορήματός του, με τίτλο «Πάει και το φραντζολάκι».
Με αφορμή τη βράβευσή του διαβάσαμε αυτές τις μέρες δεκάδες συνεντεύξεις του. Από αυτές επιλέγουμε αποσπάσματα από τα Paris Review, Tank Magazine, Yale Interview.
Σχετικά με το πώς κατέληξε στο προσωπικό στιλ γραφής του λέει: «Δεν μου ήταν δύσκολο να καταλήξω σε ένα στιλ, επειδή ποτέ δεν έψαχνα κάτι τέτοιο. Είχα μια μοναχική ζωή. Πάντα είχα φίλους, αλλά μόνο έναν κάθε φορά. Και με κάθε φίλο είχα μια σχέση στην οποία συνομιλούσαμε μόνο με μονολόγους. Τη μια μέρα ή νύχτα μιλούσα εγώ. Την επόμενη μέρα ή νύχτα εκείνος.
Ωστόσο ο διάλογος ήταν διαφορετικός κάθε φορά επειδή θέλαμε να πούμε κάτι πολύ σημαντικό ο ένας στον άλλον, και αν θέλεις να πεις κάτι πολύ σημαντικό, και αν θέλεις να πείσεις τον σύντροφό σου ότι αυτό είναι πολύ σημαντικό, δεν χρειάζεσαι τελείες ή περιόδους αλλά ανάσες και ρυθμό – ρυθμό και τέμπο και μελωδία. Δεν είναι μια συνειδητή επιλογή. Αυτό το είδος ρυθμού, μελωδίας και δομής προτάσεων προήλθε μάλλον από την επιθυμία να πείσουμε τον άλλο».
Σε ερώτηση σχετικά με τον χαρακτηρισμό «μετρ της αποκάλυψης» που του είχε αποδώσει η Σούζαν Σόνταγκ, τη σχέση μας με το μέλλον και το τέλος του κόσμου απαντά: «Η αποκάλυψη δεν είναι ένα μεμονωμένο γεγονός, όπως απειλεί η προφητεία της Καινής Διαθήκης για την Τελική Κρίση. Η αποκάλυψη είναι μια διαδικασία που συνεχίζεται εδώ και πολύ καιρό και θα συνεχιστεί για πολύ ακόμη. Η αποκάλυψη είναι τώρα. Η αποκάλυψη είναι μια συνεχιζόμενη κρίση. Μπορούμε μόνο να αυταπατόμαστε με το μέλλον. Η ελπίδα ανήκει πάντα στο μέλλον. Και το μέλλον δεν έρχεται ποτέ. Είναι πάντα έτοιμο να έρθει. Μόνο αυτό που ζούμε τώρα υπάρχει.
Δεν γνωρίζουμε τίποτα για το παρελθόν επειδή αυτό που θεωρούμε παρελθόν είναι απλώς μια ιστορία για αυτό. Στην πραγματικότητα, το παρόν είναι επίσης απλώς μια ιστορία. Περιέχει τόσο την ιστορία του παρελθόντος όσο και το μέλλον που δεν θα έρθει ποτέ. Αλλά τουλάχιστον αυτό που ζούμε ως παρόν υπάρχει. Μόνο αυτό υπάρχει. Η κόλαση και ο παράδεισος είναι και τα δύο στη Γη, και είναι εδώ τώρα. Δεν χρειάζεται να τα περιμένουμε. Κι όμως, το κάνουμε, παρηγορώντας τον εαυτό μας με την πλησμονή της ελπίδας».
Πώς ξεκίνησε να γράφει το «Πόλεμος και πόλεμος»: «Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ξεκίνησα το “Πόλεμος και Πόλεμος”. Αρχικά, ήθελα να μάθω τι σήμαιναν τα σύνορα για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Πήγα, για παράδειγμα, στη Δανία, στη Μεγάλη Βρετανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Κρήτη – προσπαθώντας να βρω ερείπια, ίχνη στρατιωτικής άμυνας. Ήμουν πάντα εν κινήσει. Μόλις το 1996, νομίζω, άρχισα πραγματικά να γράφω το “Πόλεμος και Πόλεμος”, ενώ βρισκόμουν στη Νέα Υόρκη, στο διαμέρισμα του Άλεν Γκίνσμπεργκ».
Για την περίοδο που έζησε στο διαμέρισμα του Γκίνσμπεργκ στη Νέα Υόρκη αφηγείται: «Είχαμε έναν κοινό φίλο. Και ο Άλεν ήταν ένας πολύ φιλικός τύπος. Στο διαμέρισμά του, η πόρτα και η κλειδαριά ήταν εντελώς περιττές. Οι άνθρωποι έρχονταν και έφευγαν, έρχονταν και έφευγαν. Ήταν φανταστικό να βρίσκομαι εκεί, αλλά και πολύ ενοχλητικό να είμαι μέρος του κύκλου του Γκίνσμπεργκ.
Κατά τη διάρκεια της ημέρας, μπορούσα να εργάζομαι, και τη νύχτα, που ήταν η στιγμή που ο Άλεν πραγματικά ζωντάνευε, μπορούσα να συμμετέχω στα πάρτι και στις συζητήσεις και στη δημιουργία μουσικής. Δεν τους είπα ποτέ ότι κατάγομαι από το Γκιούλα, αλλά δεν θα μπορούσα ποτέ να το ξεχάσω, όπως καταλαβαίνετε. Ότι ήμουν στην πραγματικότητα το ίδιο αγόρι από την επαρχία, χωρίς μαλλιά και με μερικά δόντια να λείπουν, που έπαθε σοκ όταν κάθισε στην κουζίνα δίπλα στον Άλεν και μπήκαν μέσα αυτοί οι μουσικοί, ποιητές, ζωγράφοι – αθάνατοι άνθρωποι».
Η σχέση του με την τέχνη είναι πολύ στενή. Σε ερώτηση σχετικά με το αν βρίσκει κάτι λυτρωτικό σε αυτήν απαντά: «Η τέχνη είναι η εξαιρετική ανταπόκριση της ανθρωπότητας στο αίσθημα της απώλειας που είναι η μοίρα μας. Η ομορφιά υπάρχει. Βρίσκεται πέρα από ένα όριο στο οποίο πρέπει διαρκώς να σταματάμε. Δεν μπορούμε να πάμε πιο πέρα για να συλλάβουμε ή να αγγίξουμε την ομορφιά – μπορούμε μόνο να την κοιτάξουμε από αυτό το σύνορο και να αναγνωρίσουμε ότι, ναι, υπάρχει πραγματικά κάτι εκεί έξω στο βάθος. Η ομορφιά είναι μια κατασκευή, μια σύνθετη δημιουργία ελπίδας και ανώτερης τάξης».
Ο Κρασναχορκάι τα τελευταία χρόνια αποφεύγει να περνάει πολύ χρόνο στην Ουγγαρία, λόγω της πολιτικής κατάστασης που έχει δημιουργηθεί με τη διακυβέρνηση Ορμπάν. Έτσι, έχει αποφασίσει να ζει στην Τεργέστη. Σε ερώτηση πώς αντιμετωπίζει το γεγονός ότι στο λιμάνι της πόλης βρίσκουν απάγκιο οι θαλαμηγοί των Ρώσων ολιγαρχών απαντά: «Δεν μπορώ να κάνω πολλά γι’ αυτό. Κατά καιρούς περπατάω κατά μήκος του νερού σε εκείνη τη γειτονιά, όπου βρίσκονται αυτά τα γιοτ και φτύνω προς το μέρος τους. Δεν είναι τίποτα φοβερό, το ξέρω, είναι γελοίο και όχι σωστό, αλλά νιώθω καλύτερα μόλις το κάνω. Να αφήσουν την Τεργέστη ήσυχη! Κι όπως θα έλεγαν κάποιοι: “θαλαμηγοί, άντε στα τσακίδια”!».

















