Ο ΛΕΞ είναι η οργή της γενιάς μας

Kάποτε, κάπου, κάποιος μου είπε σχολιάζοντας τον καινούργιο δίσκο του ΛΕΞ: «Ο ΛΕΞ έχει καταντήσει γραφικός, κάθε φορά λέει τα ίδια. Εντάξει, το καταλάβαμε». Απευθείας τον αντιπάθησα. Ο ΛΕΞ δεν μιλάει σ’ αυτόν, μιλάει σ’ εμάς. Σ’ εμάς που μεγαλώσαμε μέσα στην κρίση, σ’ εμάς που είμαστε νυχτερίδες γιατί το βράδυ είναι η μόνη ώρα που δεν έχει κανείς καμία προσδοκία, σ’ εμάς που μεγαλώσαμε στη χώρα της θάλασσας που πλέον μας στοιχειώνει γιατί έχει μετατραπεί σε νεκροταφείο. «Λένε πως στη χώρα μου έχει θάλασσα/ προσέχω να βουτάω όπου τα πόδια μου πατώνουνε/ γιατί μες στον βυθό έχει πτώματα που με στοιχειώνουνε» («Νυχτερίδες», Γ.Τ.Κ.).

Μιλάει σ’ εμάς που μεγαλώσαμε με το άγχος των γονιών μας για το πώς θα βγει ο μήνας, σ’ εμάς που βλέπουμε νοσοκομεία να υποφέρουν και μπάτσους να αυξάνονται, σ’ εμάς που έτυχε εκείνη τη μέρα να μην είμαστε στο τρένο και που μέχρι σήμερα κλαίμε για τους 57 άγνωστους ανθρώπους μας. «Γιατί κάποιοι από εμάς ζούνε μονάχα από τύχη» («Graffiti», Γ.Τ.Κ.). Μιλάει σ’ εμένα, που φεύγοντας από τη δουλειά φοβάμαι να πάω σπίτι μου γιατί δεν θέλω να μάθει ο τύπος που με ακολουθεί εδώ και μισή ώρα πού μένω, σ’ εμένα που για να μπορώ να ζω μόνη μου πρέπει να κάνω δυο δουλειές, σ’ εμένα που γυρνάω στο μητρικό μου και όχι στο πατρικό μου. «Είχα αφίσα τον Ντε Nίρο πίσω στο μητρικό μου» («Αλήτικη αγάπη», Γ.Τ.Κ.).

Ο ΛΕΞ δεν είναι ποιητής, δεν θέλει να είναι ποιητής. Είναι ράπερ και του αρέσει. Δεν έχει σουξέ, δεν έχει top 3 τραγούδια που πρέπει να ακούσεις για να μπεις στο νόημα. Δεν δουλεύει έτσι. Είναι όλα σημαντικά, είναι όλα διαφορετικά και είναι όλα τεράστια. Μας ταρακουνάει σε μια εποχή που όλοι μπαίνουμε εύκολα στον αυτόματο. Μιλάει και ωθεί κι εμάς να μιλήσουμε. Μας κάνει να μη νιώθουμε μόνοι μας, να μη νιώθουμε τρελοί που δεν αντέχουμε άλλο, που θέλουμε να βγούμε στους δρόμους και να φωνάξουμε.

Μας θυμίζει να μην κάνουμε πίσω επειδή είμαστε κουρασμένοι, να μην τα βάζουμε με τον εαυτό μας που δεν μας φτάνουν για έναν καφέ, που τις Κυριακές δεν ξεκουραζόμαστε αλλά δουλεύουμε, που υπάρχουν εβδομάδες που τους φίλους μας τους βλέπουμε μόνο για ένα σκαστό τσιγάρο. «Πόσοι θυσίασαν τις μέρες τους για τις Κυριακές/ πόσοι έλειψαν σε ιδρυματικές εκδρομές/ όταν φαινόταν πολυτέλεια ακόμα κι ένας καφές/ πόσοι πιάσαμε δουλειά και πόσοι κάναμε δουλειές» («SL», Γ.Τ.Κ.). Μας λέει μπράβο μάγκες, γράφω μουσική για τσόγλανους, για εσάς, είμαι εδώ, σας βλέπω, σας ακούω, σας στηρίζω. Δεν μας δίνει ελπίδα ότι θα γίνουν καλύτερα τα πράγματα, μας τρομάζει, μας ξυπνάει, μας οργίζει και μας θυμίζει ότι δεν είμαστε μόνοι μας.

Ο ΛΕΞ είναι για όλους. Ξέρω πενηντάρηδες και εξηντάρηδες που τον ακούνε φανατικά και τον στηρίζουν – αλλά εμείς σας τον μάθαμε, η χειρότερη γενιά, που όλοι θέλουμε να φύγουμε από τη χώρα αλλά κανείς δεν μπορεί. «Καλή η Νέα Υόρκη αλλά δεν έχει freddo espresso/ όλους μας κρατάει εδώ ένα αόρατο χέρι» («Cognac», Γ.Τ.Κ.). Δεν χρειάζεται να ξέρεις από ραπ για να ξέρεις από ΛΕΞ, δεν χρειάζεται να σου αρέσει η ραπ για να έχεις ακούσει τραγούδια του, δεν χρειάζεται καν να ξέρεις τραγούδια του για να πας σε συναυλία του. Χρειάζεται, απλώς, να υπάρχεις στην Ελλάδα του 2025.

Δεν έχω δει ποτέ συνέντευξή του, δεν έχει χρειαστεί. Ο,τι πρέπει να ξέρω γι’ αυτόν μου τα λέει με τα κομμάτια του. Ο ΛΕΞ είναι η φωνή όλων μας – ακόμα και αυτών που δεν τον ακούνε. Είναι η παρηγοριά της οργής μας, η οργή της γενιάς μας σε στίχους.

* Η Ιωάννα Λούκατς είναι κοινωνική ανθρωπολόγος, μέλος του Σημείου για τη Μελέτη και την Αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς

Ετικέτες