Ο πρωτότοκος γιος του Ένιο Μορικόνε μάς μιλάει για την προσωπικότητα του μεγάλου Ιταλού μουσικοσυνθέτη με αφορμή τη βιογραφία του που μόλις κυκλοφόρησε.
Η πρώτη ανάμνηση που έχει ο Μάρκο Μορικόνε από τον πατέρα του Ένιο προέκυψε μέσα από μια μισόκλειστη πόρτα και είναι η στιγμή που ο κορυφαίος συνθέτης, σκυμμένος στο γραφείο του, έγραφε στο πεντάγραμμο (πάντα συνέθετε σε πεντάγραμμο), πιθανότατα ένα από τα μουσικά θέματα που θα συντρόφευαν για δεκαετίες τη ζωή εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο.
Ηταν από τις λίγες φορές που η πόρτα έμεινε μισάνοιχτη. Το γραφείο του Ένιο Μορικόνε ήταν ένας τόπος όπου είχε πρόσβαση μόνο εκείνος. Το δημιουργικό χάος που επικρατούσε εκεί ήταν το μόνο ξέσπασμα στην ανάγκη του για τελειομανία. Ο,τι συνέβαινε πίσω από τη μονίμως κλειστή πόρτα έμενε εκεί ή μάλλον έβγαινε μόνο ό,τι έκρινε ο ίδιος ικανό να φτάσει στα αυτιά των άλλων. Αλλωστε στην προσωπική του ζωή υπήρξε ένας βαθιά ιδιωτικός άνθρωπος – πόση αντίθεση κάνει αυτό με τον σημερινό ανθρωπότυπο που έχει εκπαιδευτεί να βλέπει τον εαυτό του μέσα από τη διαρκή δημόσια παρουσία του στις οθόνες των άλλων.
Πέντε χρόνια πέρασαν από τον θάνατο του Ιταλού συνθέτη και ήρθε η στιγμή να ενώσουμε τα κομμάτια του παζλ μέσα από το βιβλίο «Ennio Morricone: Η ιδιοφυΐα, ο άνθρωπος, ο πατέρας», που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μετρονόμος σε εξαιρετική μετάφραση της Ιωάννας Καραμαλή και της Στέλλας Αναστασοπούλου. Πρόκειται για τη βιογραφία του Μορικόνε μέσα από τις αφηγήσεις του πρωτότοκου γιου του στον δημοσιογράφο Βαλέριο Καπέλι. Μέσα από αυτές μαθαίνει κάποιος για την πορεία του μουσικοσυνθέτη που ξεκινάει από τις φτωχογειτονιές της Ρώμης, τη γνωριμία του με τον μεγάλο δάσκαλό του Γκοφρέντο Πετράσι, τις σημαντικές ενορχηστρώσεις που έκανε σε πασίγνωστα τραγούδια όπως το «Il mondo» και το «Sapore di sale» (κάτι που δεν είναι πολύ γνωστό), τη φιλία ζωής που είχε με τον Σέρτζιο Λεόνε, την αγάπη του για το σκάκι, τα Οσκαρ που κέρδισε, τις απειλές που δεχόταν από ακραίους πολιτικούς κύκλους όταν πλέον έγινε διάσημος, τις παρεξηγήσεις του με καλλιτέχνες μεγάλου διαμετρήματος, τις τελευταίες στιγμές του.
Πριν από λίγες μέρες ο Μάρκο Μορικόνε ταξίδεψε στην Ελλάδα για να μιλήσει στην 21η Διεθνή Εκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης για το βιβλίο του. Εκεί συναντηθήκαμε.
Γιατί τώρα ένα βιβλίο για τον πατέρα σας;
Είναι μια ανάγκη που προκύπτει όταν λείπει ένας μπαμπάς που ήταν το πρώτο παράδειγμα και η πρώτη ανδρική φιγούρα με την οποία μεγαλώσαμε. Το βιβλίο γράφτηκε για να με βοηθήσει να κλείσω έναν κύκλο πένθους. Οσο ζούσε δεν χρειαζόταν ένα τέτοιο βιβλίο. Υπήρχε εκείνος. Πλέον δεν υπάρχει ως φυσική παρουσία. Υπάρχει βέβαια μέσα από τα γραπτά του, τη μουσική του και τις μαρτυρίες των άλλων.
Αναφέρετε στο βιβλίο ότι φτάσατε 45 ετών για να έρθετε κοντά του, γιατί μέχρι τότε ήταν εξαιρετικά απορροφημένος από τη μουσική που έγραφε. Οταν ήρθατε πιο κοντά, τι καταλάβατε για την προσωπικότητά του που ίσως να μη γνωρίζατε έως τότε;
Οτι απλώς είχε έναν διαφορετικό τρόπο επικοινωνίας. Ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος που δεν επικοινωνούσε με λόγια, αλλά μέσω της μουσικής. Μέσα από αυτήν μετέδιδε όσα ένιωθε. Η μουσική ήταν το μέσο για να μοιραστεί με τους άλλους τη χαρά και τον πόνο του αλλά και όλη την γκάμα των συναισθημάτων. Τι να πω πάνω σε αυτό; Μόνο ότι δεν μπορούσα παρά να αποδεχτώ αυτό τον διαφορετικό τρόπο. Και προσπάθησα να τον κατανοήσω, ώστε να αναπληρώσουμε τον χαμένο χρόνο.
Οταν ήσασταν παιδί, έλεγε σε σας και στα αδέρφια σας ότι μπορούσατε να κάνετε όσο θόρυβο θέλατε μέσα στο σπίτι, ωστόσο σας απαγόρευε να βάζετε μουσική. Σας είχε εξηγήσει ποτέ γιατί;
Ναι, ο λόγος ήταν ότι η μουσική του αποσπούσε την προσοχή. Τον ενοχλούσε πολύ γιατί τον επηρέαζε σε αυτό που έγραφε εκείνη τη στιγμή.

Ηταν δύσκολος άνθρωπος;
Ιδιαιτέρως δύσκολος. Οσο τα πράγματα πήγαιναν καλά δεν έλεγε τίποτα. Εμενε σιωπηλός. Ωστόσο, ήταν παιδί του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, μεγάλωσε μέσα στα δεινά της εποχής εκείνης. Και καταλαβαίνετε τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Στην εποχή μας βλέπουμε τον πόλεμο μέσα από την τηλεόραση, ωστόσο το να τον βιώνεις είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Εκείνος, ως παιδί της γενιάς του, έζησε τη βασανιστική πείνα που ακολούθησε την εισβολή των Γερμανών στην Ιταλία. Φαινόταν σκληρός και ενίοτε ήταν. Ωστόσο, κάτω από αυτό υπήρχε ένα άλλο πρόσωπο, εκείνο ενός ευαίσθητου και ασυνήθιστα γενναιόδωρου παιδιού. Υπήρχαν πολλές πτυχές της ψυχής του που φαίνονταν ξένες σε σχέση με την εικόνα που ήθελε να δίνει.
Τα μεταπολεμικά χρόνια στην Ιταλία δεν ήταν εύκολο να μιλήσει κάποιος ανοιχτά πολιτικά. Ο πατέρας σας πού τοποθετούσε τον εαυτό του;
Ηταν πολιτικά αδέσμευτος. Αυτό που γνωρίζω σίγουρα για την πολιτική του τοποθέτηση είναι πως ήταν αντιφασίστας.
Με τον Σέρτζιο Λεόνε ήταν συμμαθητές. Στην ουσία γνωρίζονταν μια ολόκληρη ζωή. Τι θυμάστε από εκείνον από τα χρόνια που ερχόταν στο σπίτι σας;
Από τον Σέρτζιο θυμάμαι το στρογγυλό πρόσωπό του, τα γυαλιά του, τη μακριά γενειάδα του και την ελαφρώς βραχνή, συναρπαστική φωνή με την οποία μας διάβαζε τα γραπτά του. Τον θυμάμαι να μας διαβάζει το σενάριο του «Once upon a time in America», της ταινίας που το σενάριο –βασισμένο σε ένα αμερικανικό βιβλίο– χρειάστηκε δέκα χρόνια για να ολοκληρωθεί. Τον θυμάμαι με ευγνωμοσύνη, καθώς του οφείλω το ότι την εποχή που ζούσαμε οικογενειακώς στην εξοχή, όπου δεν περνούσα καλά, με έφερε πίσω στην πόλη, σε ένα μέρος πιο πολιτισμένο, πιο κατάλληλο για την ηλικία και τα ενδιαφέροντά μου. Του είμαι ευγνώμων και για πολλά άλλα πράγματα. Ζούσαμε κοντά και βλεπόμασταν συχνά. Ηταν πολύ σημαντικός για μένα. Ο Σέρτζιο έφυγε από τη ζωή τον Απρίλιο του 1989. Ηταν πολύ οδυνηρό. Εκείνη την περίοδο εργαζόταν πάνω στο σενάριο μιας ταινίας για την πολιορκία του Λένινγκραντ κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Η σχέση μεταξύ του πατέρα σας και του Σέρτζιο Λεόνε είχε πολλές κόντρες.
Και πολύ έντονες μάλιστα.
Αυτές ήταν το μυστικό για την τόσο επιτυχημένη συνεργασία τους;
Πιθανόν. Ο Σέρτζιο ήταν ένας εξαιρετικός σκηνοθέτης, αλλά κατά τη γνώμη μου υποτιμημένος. Ο μπαμπάς ήταν σπουδαίος επαγγελματίας στην τέχνη του, η σκηνοθεσία όμως δεν ήταν το φόρτε του. Ετσι, έπρεπε να έχουν τυφλή εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον. Αν δεν υπήρχε αυτή η σχέση απόλυτης εμπιστοσύνης, δεν θα είχε γεννηθεί ποτέ η μεταξύ τους σύνθεση.
Οι ταινίες αυτές στην εποχή τους υποτιμήθηκαν από κύκλους διανοουμένων. Ο Αλμπέρτο Μοράβια, όπως αναφέρετε και στο βιβλίο σας, ήταν από εκείνους που είχαν γράψει σκληρά σχόλια. Οι ταινίες αυτές βέβαια αγαπήθηκαν πολύ από το κοινό και έχουν διαγράψει μεγάλη πορεία έως σήμερα. Επηρεαζόταν από αυτά ο πατέρας σας;
Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι ο πατέρας μου δεν επιδίωκε ποτέ να κερδίσει την επιδοκιμασία ή την εκτίμηση. Απλώς έκανε αυτό που ένιωθε. Οταν έκανε συναυλίες πάντως βίωσε από κοντά πλέον την εκτίμηση του κόσμου. Εκεί περίμεναν να ακούσουν τα έργα του άνθρωποι μιας ευρύτατης ηλικιακής γκάμας, από δέκα έως ογδόντα ετών. Οταν σου συμβαίνει αυτό, σημαίνει ότι έχεις καταφέρει να διεισδύσεις στο κοινό. Το έργο του έγινε κτήμα δέκα γενεών. Αυτό είναι το πιο σημαντικό.
Κάποια στιγμή ο θρυλικός κινηματογραφικός παραγωγός Ντίνο ντε Λαουρέντις τού είχε προτείνει να πάει να ζήσει στο Χόλιγουντ, ώστε να μπορεί να συνεργαστεί με τα στούντιο. Για ποιο λόγο αρνήθηκε αυτό που για άλλους θα ήταν όνειρο ζωής;
Επειδή αγαπούσε πολύ τη Ρώμη. Ο μπαμπάς γεννήθηκε στο Τραστέβερε, μια πολύ χαρακτηριστική συνοικία της πόλης. Το να εγκαταλείψει τη Ρώμη και να πάει μαζί με τη μητέρα μου να ζήσουν στο Χόλιγουντ θα ήταν τεράστια αλλαγή. Θεώρησαν ότι δεν ήταν σωστό να το κάνουν.
Ποια ήταν η σχέση του με την οικογένεια;
Ήταν πάντα πολύ κοντά μας. Καθώς περνούσαν τα χρόνια η σωματική του δύναμη μειωνόταν. Ημουν το άτομο που τον έκανε να νιώθει περισσότερη ασφάλεια επειδή έχω μια σταθερή οικογενειακή κατάσταση: έχω παιδιά, σύζυγο. Είμαι ένας άνθρωπος της καθημερινής συνήθειας στον οποίο ένιωθε ότι μπορεί να βασιστεί.
Μια μέρα προτού πεθάνει έγραψε τη νεκρολογία του, η οποία έκανε τον γύρο του κόσμου. Τι συνέβη τότε;
Με αυτή την επιστολή ήθελε να αποχαιρετήσει όλους όσοι βρίσκονταν κοντά του. Και να τους κάνει να συνειδητοποιήσουν ότι ο θάνατος είναι μέρος της ζωής. Ολο αυτό ήθελε να το κάνει χωρίς να το συζητήσει, σιωπηλά. Πάντοτε έκανε τα πάντα σε απόλυτη σιωπή. Η επιστολή δημοσιεύτηκε έπειτα από δύο ημέρες. Ο πατέρας μου πέθανε στις τρεις το ξημέρωμα, την ημέρα της δημοσίευσης. Τότε ήταν που καταλάβαμε, τουλάχιστον έτσι νιώθω προσωπικά, ότι ήθελε να μας πει πως ο θάνατος είναι μέρος της ζωής. Οτι δεν είμαστε αθάνατοι. Εκείνος σίγουρα είναι, αλλά εγώ όχι, δεν είμαι αθάνατος.
Το γραφείο του ήταν πάντα άβατο. Οταν μετά τον θάνατό του μπήκατε και βρήκατε τα πράγματά του, τι ήταν αυτό που σας έκανε μεγαλύτερη εντύπωση;
Μπήκαμε μερικές φορές με τη μητέρα μου. Διαπιστώσαμε ότι ήταν πολύ θρησκευόμενος, πολύ περισσότερο απ’ όσο φανταζόμουν. Μέχρι τα 40-45 του ήταν αγνωστικιστής. Δεν πίστευε δηλαδή από την αρχή της ζωής του. Κάτι συνέβη αργότερα που τον ώθησε στη θρησκεία. Ο πατέρας μου προσευχόταν πολύ. Σιωπηλά. Πάντα σιωπηλά. Προσευχόταν και κατέγραφε σε χαρτί τις προσευχές, τις κρεμούσε στα κουτιά που υπήρχαν στο γραφείο του. Βρήκαμε κάποιες από αυτές, αλλά ποτέ δεν θα αποκαλύψω τι έγραφε.
Και στη ζωή αλλά και στη μουσική του έδινε μεγάλη σημασία στις παύσεις.
Στη ζωή του, με τη σιωπή ενέκρινε ορισμένα πράγματα. Σε ό,τι αφορά τη μουσική, αυτό που έλεγε πάντα ήταν ότι στις παύσεις παίζεται όλη η διαφορά. Δικά του λόγια ήταν αυτά, δεν τα λέω εγώ.
Τι σας λείπει περισσότερο από εκείνον;
Οι σιωπές του.
Μια έκθεση κόμικς για τον Ένιο
Ο Πολιτιστικός Σύλλογος Φίλων Μουσικής Ennio Morricone Ελλάδος διοργανώνει στη Λάρισα μια έκθεση που παντρεύει την κουλτούρα των κόμικς με τη μουσική και τον κινηματογράφο. Πρόκειται για την τέταρτη φορά που διοργανώνεται έκθεση κόμικς αφιερωμένη στη ζωή και στο έργο του Ιταλού μουσικοσυνθέτη. Η φετινή έκθεση, την οποία επιμελείται ο John Antono, εστιάζει στην κινηματογραφική μουσική του Μορικόνε για ταινίες giallo και συμμετέχουν 21 επαγγελματίες δημιουργοί. Θα γίνει στο Kubrik Social Club από 27/05 έως 10/10.
INFO
Το βιβλίο «Ennio Morricone: Η ιδιοφυΐα, ο άνθρωπος, ο πατέρας» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μετρονόμος. Θερμές ευχαριστίες στην Ιωάννα Καραμαλή για τη διερμηνεία της συνέντευξης