Σε μια μεστή, βουβή και άρτια σκηνοθετική πρόταση μεταβόλισε την προσωπική του απώλεια ο 25άχρονος Μάριο Μπανούσι στην παράσταση «Goodbye, Lindita» του Εθνικού Θεάτρου.
Μετά την εντυπωσιακή της διαδρομή στην περυσινή σεζόν και πριν από την παγκόσμια περιοδεία της με σταθμούς το Βελιγράδι, τη Δρέσδη, το Αμστερνταμ και την Αδελαΐδα της Αυστραλίας, ο θεατής έχει την ευκαιρία να παρακολουθήσει μια παράσταση με ισχυρό αποτύπωμα.
Η εντύπωση αυτή επιβάλλεται ήδη από τις εναρκτήριες σκηνές χάρη στην ένταση της βραδυφλεγούς σιωπής που κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα και σκεπάζει μ’ ένα αόρατο πέπλο κάθε κίνηση, κάθε χειρονομία, κάθε βηματισμό των δρώντων προσώπων. Οπως οι άνθρωποι που έχουν δεχτεί ένα αιφνίδιο πλήγμα και ξαφνιασμένοι δεν ξέρουν πώς να διαχειριστούν τις επιπτώσεις του, οι ήρωες της παράστασης κατατρίβονται σε καθημερινές ασχολίες για να κερδίσουν χρόνο, να απαλύνουν τη σφοδρότητα ενός συντριπτικού γεγονότος, να σκεφτούν αυτό που δεν αντέχουν να διανοηθούν ότι έχει συμβεί.
Ο ύστατος αποχαιρετισμός
Μαζεύουν και διπλώνουν με αφηρημένη στοργή ορφανά ρουχαλάκια, κάθονται σαν άδεια σακιά σ’ ένα τραπέζι, σκουπίζουν προσεκτικά το πάτωμα, στέκονται μουδιασμένοι, αδρανείς, με το βλέμμα κενό μπροστά σε μια τηλεόραση, στο γυαλί της οποίας η ροή του κόσμου συνεχίζεται αμέτοχη στον δικό τους πόνο. Κάνουν ό,τι μπορούν για να καθυστερήσουν την επίγνωση μιας απώλειας που τους έχει καταπλακώσει σαν χιονοστιβάδα, παρέχοντάς τους, σε κατάσταση ημιαναισθησίας, το περιθώριο αποδοχής του τετελεσμένου.
Ενόσω αυτό το περιθώριο στενεύει οι αντιδράσεις τους απέναντι στην ανεπανόρθωτη απώλεια γίνονται πιο δηλωτικές της αδυναμίας τους, εκπέμπουν σήματα απώθησης του κακού και επίμοχθης καρτερίας. Συστρέφονται σε αμήχανες στάσεις, ανταλλάσσουν ωχρά νεύματα και τραντάζονται από άηχους λυγμούς ώσπου κάθε χρονοτριβή ξεψυχάει στο λίκνο που τη γέννησε και αποκαλύπτεται η νεκρή.
Πρόκειται για τη νεαρή κόρη της οικογένειας που η γυμνή της ακινησία τυλίγει σε μια πελιδνή λάμψη ολόκληρο το δρώμενο, γίνεται μαρμαρένιος ύπνος και βωμός γύρω από τον οποίο θρηνούν τα προσφιλή της πρόσωπα. Οπως και στα εισαγωγικά προανακρούσματα του θρήνου, έτσι και τώρα η ένταση παραμένει υφέρπουσα και οι θυμικές της εξάρσεις λάμνουν σχεδόν αθόρυβα στην επιφάνεια της Αχερουσίας λίμνης ενώ η τελετουργική κατάβαση δεν χωρεί πλέον άλλη αναβολή. Χώμα και καθαρτήριες χοές αναπαριστούν τη διαδικασία της νεκρώσιμης μυήσεως στον κόσμο των σκιών και ανακαλούν στη μνήμη το μητροπαράδοτο εθιμικό δίκαιο των αυστηρών προαπαιτούμενων της ταφής, με οξυκόρυφο σημείο ανάμεσά τους τον νεκροστολισμό της νύφης. Το ύφος της ετοιμασίας είναι λιτό και η δωρικής ακρίβειας επίδοσή του αποστέργει τους γόους και τον ορυμαγδό – που δεν θα αργήσουν εντούτοις να εκδηλωθούν σε μια γενικευμένη κρίση καταληπτικής υστερίας η οποία συνεπαίρνει έως εξουθενώσεως τους πάντες και τα πάντα. Οι φιμωμένες κραυγές εξωθούνται σε σπασμούς, η δεμένη γλώσσα εκβάλλει βίαια στο σπαρασσόμενο σώμα, η απωθημένη ικεσία μεταγράφεται σε δεινή ακροβασία.
Από το πένθος στην ορφάνια
Αφετηριακό σημείο του έργου, εξομολογείται ο Μπανούσι, στάθηκε η απώλεια δύο αγαπημένων του προσώπων. Μια δήλωση που αποκτά ιδιαίτερη σημασία γιατί τα προσωπικά πένθη, εφόσον οι πληγές τους παραμένουν ανοιχτές, μπορεί να υπερχειλίζουν από αυθεντική συναισθηματική φόρτιση αλλά σπάνια μεταβολίζονται σε καλλιτεχνική δημιουργία ανάλογης πυκνότητας. Η επίκληση της τραυματικής εμπειρίας είναι συνήθως προνόμιο ωριμότερων δημιουργών που έχοντας πάρει κάποια απόσταση απ’ αυτήν, επανέρχονται στα σπαράγματά της με την αναμύθευση του αρχικού βιώματος κι έτσι περνούν τη γέφυρα από το πένθος στην ορφάνια. Ο Μπανούσι εντούτοις, αν και πολύ νέος, μόλις εικοσιπεντάχρονος, συμπυκνώνει στοχαστικά τον χρόνο της απώλειας με τη συγκινησιακά μεστή επανεύρεση όλων των στοιχείων που χαρακτηρίζουν μια άρτια δραματουργική πρόταση. Και τούτη η αρτιότητα οφείλεται στο ότι αφαίρεσε από τους ηθοποιούς του τον λόγο κι έστησε μια βουβή παράσταση.
Οπως στο Θέατρο Σκιών
Ετσι τα πρόσωπά του προκύπτουν από τα κενά τους και φωτίζονται από τις τρύπες τους όπως οι φιγούρες του Καραγκιόζη. Η απουσία της αφήγησης κρατάει στο σκοτάδι τα βιογραφικά των ηρώων και η απόσβεση του διαλόγου αφήνει στο περιθώριο το παρελθόν της νεκρής κόρης, τις σχέσεις ή τα ενδιαφέροντά της. Καθετί που τη συνδέει με τη ζωή έχει κοπεί και η εξεικόνιση των ιδιαίτερων βιωμάτων της ωχριά. Η μάσκα επομένως που φορά κάτω από τη νυφική μαντίλα ανάγεται σε υπερατομικό σύμβολο και η σιωπή σε αγγελιαφόρο ενός πανανθρώπινου θρήνου. Ο Μπανούσι ξέρει από πρώτο χέρι ότι τα λόγια είναι φτωχά μπροστά στο ανεπανόρθωτο και απευθύνεται στο αίσθημα της αμηχανίας που νιώθουμε τραυλίζοντας μισερά συλλυπητήρια σε μια κηδεία.
Θα πρέπει να επισημάνουμε εντούτοις πως η επιτυχία της παράστασης οφείλεται εν πολλοίς σε δύο καθοριστικούς παράγοντες. Ο Τάσος Παλαιορούτας φωτίζει με κυμαινόμενους ιριδισμούς τη φασματική παρουσία της κόρης και ντύνει τα ίχνη των ψυχικών διακυμάνσεων με λεπτούς υπαινιγμούς, ενώ η πολυπλόκαμη μουσική σύνθεση του Εμμανουήλ Ροβίθη υπογραμμίζει με λυρική ένταση τις μεταπτώσεις των παθόντων και τις σκοτεινές τους παραισθήσεις. Καθ’ όλα άξιους συνεργάτες βρήκε ο σκηνοθέτης και στον χορό των ηθοποιών, που ντυμένοι με τα ευρηματικής λιτότητας κοστούμια του Σωτήρη Μελανού ολοκλήρωσαν αφτιασίδωτοι και με κατανυκτική πειθώ τη γεωμετρία της παράστασης: Χρυσή Βιδαλάκη, Μπάμπης Γαλιατσάτος, Εριφύλη Κιτζόγλου, Κατερίνα Κρίστο, Μάριο Μπανούσι, Ελένη Αμπια Νζάνγκα, Βασιάνα Σκοπετέα, Αλεξάνδρα Χασάνι.
ΙΝFO
H παράσταση «Goodbye Lindita» ανεβαίνει από Τετάρτη μέχρι Κυριακή στο Εθνικό Θέατρο «Σκηνή Νίκος Κούρκουλος» (Αγίου Κωνσταντίνου 22-24)