Η χώρα μας είναι κατάσπαρτη με μνημεία. Ένα παλίμψηστο ιστοριών μέσα από τα υλικά κατάλοιπα των ανθρώπων που συχνά κινδυνεύουν από την ανθρώπινη αμέλεια ή, ακόμη χειρότερα, την αυθαιρεσία. Ενα τέτοιο παράδειγμα καταστροφής μνημείου εκτυλίχθηκε πρόσφατα στον μικρό οικισμό Παύλος του Δήμου Ορχομενού στη Βοιωτία. Το μικρό ναΐδριο της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ένα πολύτιμο δείγμα μεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής του 15ου-16ου αιώνα, που στεκόταν σχεδόν ανέπαφο επί αιώνες, υπέστη μεγάλη καταστροφή από τα χέρια εκείνων που… ήθελαν να το «σώσουν».
Από την ελπίδα στην παρανομία
Το 2024 η τοπική ενορία και ο Πολιτιστικός Σύλλογος Παύλου «Υηττός» ξεκίνησαν τη συγκέντρωση χρημάτων με σκοπό την εκπόνηση μελετών στερέωσης και αποκατάστασης του μικρού ναού ο οποίος βρίσκεται λίγο έξω από τον οικισμό, στη θέση Ράδι. Η πρωτοβουλία αυτή, που αναρτήθηκε στα κοινωνικά δίκτυα, χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό.
Το μνημείο είναι ένα μονόχωρο, δίριχτο καμαροσκέπαστο εκκλησάκι, κατάγραφο με τοιχογραφίες τριών διακριτών περιόδων. Μία από αυτές, σύμφωνα με επιγραφή που ακόμη διακρινόταν πριν από την καταστροφή, χρονολογούνταν στο 1721: «ΙΣΤΟΡΙΘΗ Ο ΘΕΙΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΝΑΟΣ ΟΥΤΟΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΟΥ ΘΕΟΤΟΚΟΥ […] ΕΤΗ ΑΠΟ ΧΡΙΣΤΟΥ 1721».
Όμως το καλοκαίρι του 2025 η ελπίδα μετατράπηκε σε έγκλημα. Στις αρχές Αυγούστου υπάλληλοι της Εφορείας Αρχαιοτήτων Βοιωτίας διαπίστωσαν ότι άγνωστο συνεργείο εκτελούσε εργασίες στο μνημείο χωρίς καμία άδεια από το υπουργείο Πολιτισμού, ενδεχομένως για λογαριασμό του Πολιτιστικού Συλλόγου «Υηττός». Αυτό που αντίκρισαν οι αρχαιολόγοι θύμιζε λεηλασία: η κεραμοσκεπή είχε αφαιρεθεί, η εσωτερική καμαροσκεπή είχε γκρεμιστεί και ο ζωγραφικός διάκοσμος –συμπεριλαμβανομένου του Παντοκράτορα στον θόλο– είχε κυριολεκτικά διαλυθεί. Σώματα του Ιησού, της Παναγίας και αγίων αποκεφαλισμένα, μορφές αλλοιωμένες, η επιγραφή του 1721 μισοκατεστραμμένη.
Οι εργολάβοι είχαν ρίξει μπετό πάνω στους παλαιούς τοίχους για να στηρίξουν μια νέα στέγη από μεταλλικό πλέγμα και γυψοσανίδες, ενώ είχαν τοποθετήσει και «περίδεση» με μεταλλικές ράβδους που τρυπούσαν τον ναό, χωρίς καμία στατική μελέτη. Η πράξη αυτή, πέρα από καταστροφική, ήταν και πλήρως παράνομη. Ο ναός, ως κτίσμα προ του 1830, προστατεύεται από τον αρχαιολογικό νόμο 4858/2021, σύμφωνα με τον οποίο απαγορεύεται κάθε εργασία χωρίς έγκριση του υπουργείου Πολιτισμού. Παρ’ όλα αυτά, όπως προκύπτει από τις αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο σύλλογος πανηγύριζε για την «πρώτη φάση αναστήλωσης», αναφέροντας ότι η περίδεση κόστισε 2.500 ευρώ και οι επόμενες εργασίες 8.265,40 ευρώ, ποσά που συγκεντρώθηκαν από εράνους και εκδηλώσεις.
Η επέμβαση της εφορείας
Η Εφορεία Αρχαιοτήτων Βοιωτίας εξέδωσε στις 6 Αυγούστου σήμα διακοπής αυθαίρετων εργασιών και λίγες μέρες αργότερα υπέβαλε μήνυση κατά παντός υπευθύνου προς τον εισαγγελέα πρωτοδικών Βοιωτίας περιγράφοντας αναλυτικά τις παρανομίες, τεκμηριωμένες με δεκάδες φωτογραφίες, και επισημαίνοντας ότι η καταστροφή είναι μη αναστρέψιμη, ενώ είναι ορατός ο κίνδυνος κατάρρευσης του ναού μετά την εκτέλεση των αυθαίρετων εργασιών.
Οπως προκύπτει, οι άνθρωποι του συλλόγου είχαν ενημερωθεί επανειλημμένα για τη διαδικασία αδειοδότησης σε συναντήσεις με αρχαιολόγους και μηχανικούς της εφορείας. Προχώρησαν ωστόσο αυθαίρετα στις καταστροφικές εργασίες, αγνοώντας όχι μόνο τους ειδικούς αλλά και τα σήματα διακοπής.
Η υπόθεση πήρε ακόμη πιο σκοτεινή τροπή όταν στις 25 Αυγούστου, σε νέα αυτοψία, διαπιστώθηκε ότι οι εργασίες όχι μόνο δεν είχαν σταματήσει, αλλά είχαν συνεχιστεί κρυφά. Είχαν τοποθετηθεί γυψοσανίδες, είχαν αντικατασταθεί παράθυρα, είχε επισκευαστεί η θύρα και μάλιστα είχε σπάσει το λουκέτο που είχε τοποθετήσει η εφορεία για λόγους ασφαλείας. Η υπηρεσία χρειάστηκε εισαγγελική παραγγελία για να επανακτήσει την πρόσβαση στο μνημείο.

«Δικό μας είναι, ό,τι θέλουμε το κάνουμε»
Το μικρό εκκλησάκι του Ραδίου είναι ένα ζωντανό τεκμήριο της ιστορίας του τόπου. Με αρχιτεκτονικά στοιχεία της οθωμανικής περιόδου και εσωτερικό διάκοσμο εξαιρετικής αξίας, πιθανότατα υπήρξε ενοριακός ναός ενός παλιού αρβανίτικου οικισμού, του Ράδου, που αναφέρεται σε οθωμανικά κατάστιχα του 15ου και του 16ου αιώνα. Οι τοιχογραφίες του, έργα τοπικών ζωγράφων, μαρτυρούσαν την καλλιτεχνική άνθηση της περιοχής. Ανάμεσά τους απεικονίσεις του Δωδεκαόρτου, της Βαϊοφόρου, της Εγερσης του Λαζάρου – μια σπάνια εικονογραφική παράδοση που διασώθηκε για αιώνες. Μέχρι που χάθηκε μέσα σε λίγες μέρες, κάτω από στρώματα μπετόν και πλαστικού χρώματος.
Η υπόθεση αποκάλυψε μια βαθύτερη παθογένεια: την έλλειψη συνείδησης ότι τα μνημεία δεν είναι ιδιοκτησία κανενός χωριού ή συλλόγου, αλλά συλλογικό αγαθό όλων μας. Κι όμως, οι ιθύνοντες εξακολουθούν να θεωρούν τους εαυτούς τους «προστάτες» του ναού, υποστηρίζοντας ότι απλώς «παρενέβησαν όπου χρειάστηκε». Η στάση αυτή είναι ίσως πιο επικίνδυνη κι από την ίδια την καταστροφή. Γιατί πίσω της κρύβεται η ιδέα ότι η «ευσέβεια» ή η «τοπική αγάπη» νομιμοποιεί την καταστρατήγηση των νόμων και τη βεβήλωση ενός μνημείου. Το μεταβυζαντινό ναΐδριο της Παναγίας στο Ράδι επέζησε των Οθωμανών, των πολέμων, του χρόνου. Δεν κατάφερε όμως να επιζήσει από τον «ζήλο» σημερινών «προστατών» του.

















