Όταν, το 1956, ο Γιώργος Σεφέρης υπηρετούσε ως διπλωμάτης στη Βηρυτό έτυχε να συναντηθεί με τον Νίκο Καββαδία.
Μπορεί ο Νίκος Καββαδίας να είχε εκδώσει ήδη τις ποιητικές συλλογές «Μαραμπού» και «Πούσι» όμως οι λογοτεχνικοί κύκλοι της Αθήνας άργησαν πολύ να τον αποδεχτούν και να αναγνωρίσουν το μέγεθος του ποιητικού του έργου όπως άλλωστε και η επίσημη Αριστερά. Σίγουρα, τους φόβιζε και τους προκαλούσε. Μπορεί να φάνταζε επικίνδυνος αλλά την ίδια στιγμή χιλιάδες είχαν ανακαλύψει το έργο του.
Ο Γιώργος Σεφέρης και τα μπορντέλα της Βηρυτού
Στη Βηρυτό ψάχνοντας τρόπο ο Γιώργος Σεφέρης να ξεναγηθεί στην πόλη ο Καββαδίας του πρότεινε να του την δείξει.
Στη διαδρομή οι δυο άντρες πέρασαν από μια συνοικία όπου υπήρχε έντονο το ελληνικό στοιχείο. Στα μπαλκόνια έβλεπες κρεμασμένες ελληνικές σημαίες, βασιλικούς στις γλάστρες και ακούγονταν ρεμπέτικα τραγούδια. Ο Σεφέρης ενθουσιάστηκε και ρώτησε τον Καββαδία που βρίσκονται. Τότε, ο Καββαδίας του φανέρωσε πως βρίσκονταν στην περιοχή με τα ελληνικά μπουρδέλα. Ο Σεφέρης εκνευρίστηκε και τον κατέβασε κάτω από το αμάξι. Ο Καββαδίας επέμενε όμως πως η συγκεκριμένη συνοικία είναι ό,τι πιο παστρικό έχει μείνει από την Ελλάδα.
Ο Γιώργος Σεφέρης θα γράψει στο Ημερολόγιο: «Μέρες ΣΤ’ 1951-1956»:
«Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 1956. Απόγεμα ο Μαραμπού ξαφνικά. Έπιασε εδώ το καράβι του. Έρχεται από την Αυστραλία. Φοράει μια μαβιά φανέλα ως τον λαιμό. Δεν έχει ρούχα, παρά τα καλοκαιρινά του, λέει. Αυτός είναι ταξιδιώτης στ’ αλήθεια. Μιλάει για τα νησιά Κόκο, κάτοικοι λιγότερο από 100, όπου άραξαν για να νοσηλέψουν ένα θερμαστή που τον χτύπησε στο χέρι μια σταγόνα μαζούτ (μια μικρή σταγόνα, λέει, τινάζεται με τόση πίεση που μπορεί να σου κόψουν το χέρι). Είναι ένα αξεδιάλυτο μείγμα μύθου και αλήθειας αυτός ο άνθρωπος, καθώς μιλά ψευδίζοντας ή μ’ εκείνο το συρτό τόνο απαγγελίας».
Ποιος ήταν ο Νίκος Καββαδίας
Ο Νίκος Καββαδίας, ο «αρμενιστής» ποιητής είναι, ίσως, ο μόνος που αξίζει τον χαρακτηρισμό του απόλυτα βιωματικού ποιητή. Στο έργο του μιλάει πάντα για τα ταξίδια, τους ναυτικούς που γνώρισε, τους μικρούς και μεγάλους έρωτες, τους καυγάδες και την Ελλάδα. Οτιδήποτε μη συμβιβασμένο βρίσκει τόπο στην ποίηση του.
Μαθητής γυμνασίου δημοσίευε κείμενα του με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλας. Για τους περισσότερους του λογοτεχνικού κύκλου της μεταπολεμικής Αθήνας ήταν ένας μέθυσος και έκφυλος παρίας. Μοναδικοί του υποστηρικτές εκείνη την εποχή υπήρξαν ο Μιχάλης Καραγάτσης και ο Κώστας Βάρναλης.
Οι υπόλοιποι της γενιάς του ’30 έβλεπαν μάλλον με αμηχανία και σκεπτικισμό την γραφή του απομονώνοντας τον. Με το βλέμμα τους στην Ευρώπη και επηρεασμένοι από τον ελεύθερο στίχο ήθελαν να αφήσουν πίσω τις πληγές που άφησε η Μεγάλη ιδέα και να εκφράσουν το ασυνείδητο της εποχής τους παντρεύοντας την παράδοση με τον μοντερνισμό.
Ο Θάνος Μικρούτσικός τον είχε χαρακτηρίσει «ποιητή του ανέφικτου» και μελοποιώντας ποιήματά του με πάνω από 2 εκατομμύρια πωλήσεις του δίσκου «Σταυρός του Νότου» (1979) και άλλες τόσες το 1991 οι «Γραμμές των Οριζόντων».