Ο Ντένις Ρόντμαν έσπασε το απόστημα του συντηρητισμού στο ΝΒΑ

Ο Ντένις Ρόντμαν έσπασε το απόστημα του συντηρητισμού στο ΝΒΑ

Ευαίσθητος, μαχητικός, παλεύοντας με τους δαίμονές του, ο Ντένις Ρόντμαν υπήρξε μια μπασκετική και αθλητική προσωπικότητα μπροστά από την εποχή του.

Παρότι υπήρξε πέντε φορές πρωταθλητής του ΝΒΑ, ο Ντένις Ρόντμαν δεν ήταν ένα «παιδί θαύμα» ή ένας παίκτης με μπασκετικά προσόντα στο λύκειο. Για την ακρίβεια δεν έπαιξε καν μπάσκετ, έχοντας κοπεί και από την ομάδα ποδοσφαίρου.

Όταν αποφοίτησε από το λύκειο, η μητέρα του τον έδιωξε από το σπίτι. Ήταν άστεγος για σχεδόν δύο χρόνια, κοιμόταν σε φίλους του και αρκετές φορές στους δρόμους, κρατώντας μια σακούλα σκουπιδιών με τα ρούχα του. Έγινε επιστάτης στο Διεθνές Αεροδρόμιο του Ντάλας. Κάποια στιγμή, αναζητώντας την αποδοχή, έκλεψε 15 ρολόγια από ένα κοσμηματοπωλείο στο αεροδρόμιο, μοιράζοντάς τα δωρεάν σε φίλους και αγνώστους, για να συλληφθεί στη συνέχεια και να περάσει 18 ώρες στη φυλακή πριν τα ρολόγια ανακτηθούν από την αστυνομία και οι κατηγορίες εναντίον του τελικά αποσυρθούν.

Ένας αμυντικός από ατσάλι

Μπήκε στο ΝΒΑ στα 25 του χρόνια, καθώς επιλέχθηκε με την τρίτη επιλογή του δεύτερου γύρου (27η συνολικά) στο ΝΒΑ Draft του 1986 από τους Ντιτρόιτ Πίστονς με αρχηγό τότε έναν άλλο 25χρονο, τον Αϊζάια Τόμας, που αναδείχθηκε σε ένας από τους κορυφαίους παίκτες όλων των εποχών στο NBA. Ο Ρόντμαν ήταν ένας πραγματικά πολύ καλός ριμπάουντερ και σκληρός αμυντικός, ρολίστας στον πάγκο τις πρώτες του σεζόν με τους Πίστονς, πριν αναδειχθεί το 1988-89 και ξεχωρίσει τη σεζόν 1989-90, κερδίζοντας την πρώτη από τις δύο συμμετοχές του σε All-Star Game.

Κέρδισε το παρατσούκλι «The Worm» (το σκουλήκι) για τον τρόπο με τον οποίο γλιστρούσε το λεπτό του σώμα και ελισσόταν μέσα στο παρκέ. Γρήγορα αναδείχθηκε ως ένας από τους καλύτερους αμυντικούς του πρωταθλήματος που ερχόταν από τον πάγκο. Ήταν μακρύς, δυνατός και γρήγορος. Ήταν μπροστά από την εποχή του ως αμυντικός ύψους δύο σχεδόν μέτρων που μπορούσε να υπερασπιστεί την άμυνα από τη θέση ένα έως πέντε, γυρνώντας για να μπλοκάρει τον Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ στη μία κατοχή και στη συνέχεια να κολλήσει σαν βεντούζα πάνω στον Μάτζικ Τζόνσον.

Ο Ρόντμαν κέρδισε δύο back-to-back βραβεία «Καλύτερου Αμυντικού Παίκτη της Χρονιάς» στο ΝΒΑ (το 1990 και το 1991), καθιερώνοντας τον εαυτό του ως έναν από τους καλύτερους αμυντικούς στη λίγκα. Ήταν επίσης επτά φορές μέλος της πρώτης αμυντικής ομάδας του ΝΒΑ, επίτευγμα το οποίο έχουν πετύχει ελάχιστοι.

Η πατρική σχέση με τον Τσακ Ντέιλι

Ένα από τα κλειδιά για την αθλητική ανάπτυξη και την επιτυχημένη πορεία του στο Ντιτρόιτ ήταν ο θρυλικός προπονητής των Πίστονς, Τσακ Ντέιλι, ο οποίος έγινε κάτι σαν πατέρας για τον Ρόντμαν. Ο Ντέιλι αγκάλιασε τις ιδιοτροπίες της προσωπικότητάς του και ήταν περήφανος που είχε στην ομάδα του έναν τέτοιο παίκτη. Ο πατέρας του Ρόντμαν, Φιλάντερ Τζούνιορ, εγκατέλειψε την οικογένεια όταν ο Ντένις ήταν μόλις τριών ετών. Υπηρετώντας στην Πολεμική Αεροπορία,εγκαταστάθηκε τελικά στις Φιλιππίνες πριν επανεμφανιστεί στη ζωή του γιου του στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ενώ ο Ντένις βρισκόταν στο απόγειο της καριέρας του με τους Σικάγο Μπουλς. Τα τραυματικά παιδικά χρόνια του Ντένις, η εγκατάλειψη από τον πατέρα του, η έλλειψη αγάπης και στήριξης από τη μητέρα του, η διαβίωση σε συνθήκες ακραίες φτώχειας, διαμόρφωσαν την εσωστρεφή φύση του και τις αυτοκαταστροφικές τάσεις του, από τις οποίες με έναν περίεργο τρόπο κατάφερνε να ξεφεύγει πριν αποβούν μοιραίες για τη ζωή του.

Μετά την παραίτηση του Ντέιλι στο τελός σεζόν 1991-92 και την αργή διάλυση του πυρήνα των «Bad Boys» του Ντιτρόιτ, ο Ρόντμαν επέστρεψε στο σκοτάδι. Έφτασε σε τέτοιο σημείο απογοήτευσης, που σκέφτηκε να αυτοκτονήσει, όπως ομολόγησε αργότερα, φτάνοντας έξω από το γήπεδο των Πίστονς με μια καραμπίνα. Ωστόσο αποκοιμήθηκε στο φορτηγό του, με το όπλο στο πλευρό του, χωρίς να τον έχει πάρει κανείς αρχικά χαμπάρι. Μετά από ώρες ειδοποιήθηκε η αστυνομία και έφτασε στο σημείο.

Το περιστατικό αποτέλεσε σημείο καμπής για τον Ρόντμαν, ο οποίος αργότερα ισχυρίστηκε ότι είχε μια επιφοίτηση και δεν ήθελε πλέον να προσποιείται ότι είναι κάποιος που δεν ήταν. Αμέσως μετά απαίτησε από τη διοίκηση των Πίστονς να τον ανταλλάξουν με άλλο παίκτη και παραχωρήθηκε στους Σαν Αντόνιο Σπερς πριν από τη σεζόν 1993-94. Περίπου την ίδια εποχή, άρχισε να βγαίνει με την Μαντόνα και να αλλάζει την δημόσια εικόνα του.

Ο Φιλ Τζάκσον τον κατάλαβε από την πρώτη στιγμή

Οι Σικάγο Μπουλς, οι οποίοι είχαν κερδίσει τρεις συνεχόμενους τίτλους, αποφάσισαν ότι ο Ρόντμαν είχε αυτό που χρειαζόταν η ομάδα για να θωρακίσει την άμυνά της. Τον Οκτώβριο του 1995 αντάλλαξαν τον σέντερ Γουίλ Περντιού στο Σαν Αντόνιο για τον Ρόντμαν, αναλαμβάνοντας ένα υπολογισμένο ρίσκο και ποντάροντας στη δύναμη και τη λάμψη εκείνης της θρυλικής ομάδας με αρχηγό τον Τζόρνταν και προπονητή τον Φιλ Τζάκσον.

Ο Τζάκσον, ικανότατος στη διαχείριση παικτών, ήξερε ότι έπρεπε να βρει τα «κουμπιά» του Ρόντμαν για να τον κάνει να προσαρμοστεί και να προσφέρει στο αγωνιστικό πλάνο. Η αρχική συνάντηση μεταξύ τους ήταν ένα ρεσιτάλ αποτυχίας, με τον Ρόντμαν να μην σηκώνεται καν να τον χαιρετίσει και να του σφίξει το χέρι. Ωστόσο η σχέση τους εξελίχθηκε εξαιρετικά, με τον Τζάκσον να γίνεται πολλές φορές «πυροσβέστης» και να απλώνει δίχτυ προστασίας στο Ντένις για την εξωγηπεδική του συμπεριφορά και την σκληρή κριτική που δεχόταν από τα ΜΜΕ. Κοινό σημείο αναφοράς των Τζάκσον και Ρόντμαν ήταν και παραμένει η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των ιθαγενών και η στήριξη ευπαθών ομάδων. Πάνω απ’ όλα όμως, ο Τζάκσον ως προπονητής και δάσκαλος επέτρεψε στον Ρόντμαν ορισμένες ελευθερίες που οι περισσότεροι προπονητές δεν θα δέχονταν.

Είχε κάνει το ριμπάουντ επιστήμη

Ενώ οι περισσότεροι παίκτες προπονούνται στο σουτ, στην ταχύτητα ή στην πάσα, ο Ρόντμαν πήγαινε συστηματικά στο γυμναστήριο στις 3 ή 4 το πρωί και έβαζε τα απογεύματα τους φίλους του να ρίχνουν σουτάκια στο γήπεδο για να εξασκηθεί στο ριμπάουντ. Με βάση την καμπύλη του σουτ, την τροχιά της μπάλας και την επαφή με τη στεφάνη και το ταμπλό, ο Ρόντμαν είχε δημιουργήσει μια δική του εξίσωση και μπορούσε να προβλέψει με ακρίβεια προς τα που θα κινηθεί η μπάλα για να σπεύσει για το ριμπάουντ.

Για επτά συνεχόμενες σεζόν (1991-92 έως 1997-98), ήταν πρώτος σε ριμπάουντ στο ΝΒΑ. Κανένας άλλος παίκτης στην ιστορία του πρωταθλήματος δεν έχει καταγράφει έναν τέτοιο σερί. Στην κορυφαία σεζόν του σε ριμπάουντ, το 1991-92, είχε μέσο όρο 18,7 ριμπάουντ ανά αγώνα. Μέχρι σήμερα, αυτός είναι ο υψηλότερος μέσος όρος σεζόν μετά τα 19,2 ριμπάουντ του Ουίλτ Τσάμπερλεϊν τη σεζόν 1971-72.

Ο Ρόντμαν όμως ήταν κάτι περισσότερο από ένας απλός ριμπάουντερ και αμυντικός. Μπορούσε να πασάρει και να κάνει σκριν, «διάβαζε τις φάσεις» και ήταν εκεί πριν η μπάλα σκάσει στο παρκέ. Ο Τζόρνταν τον είχε αποκαλέσει τον πιο έξυπνο παίκτη με τον οποίο είχε αγωνισθεί ποτέ. Μελετούσε τους αντίπαλους παίκτες, αναλύοντας τις ταινίες και μαθαίνοντας σχεδόν απέξω τις αναφορές του σκάουτινγκ.

Ο Στιβ Κερ, της θρυλικής ομάδας των Μπουλς και προπονητής σήμερα των Γκόλντεν Στέιτ Γουόριορς, θυμάται κατά τη διάρκεια των τελικών της Ανατολικής Περιφέρειας το 1996 ότι ο Ρόντμαν «έπαιζε» ξύλο κάτω από την ρακέτα με τον Σακίλ Ο’Νιλ των Ορλάντο Μάτζικ και στη συνέχεια έτρεχε στην περιφέρεια για να «τσιτώσει» τον Πεν Χάρνταγουεϊ και να τον κάνει να χάσει την συγκέντρωσή του. Ανεξάρτητα από το ποιος ήταν ο αντίπαλος παίκτης, ο Ρόντμαν είχε τη δύναμη, την ευελιξία και την ταχύτητα για να τον ελέγξει σωστά.

Ένας αντισυμβατικός showman που αγαπήθηκε πολύ

Ο Ρόντμαν έπαιξε σε πέντε ομάδες στα 14 χρόνια της καριέρας του στο ΝΒΑ: Ντιτρόιτ Πίστονς, Σαν Αντόνιο Σπερς, Σικάγο Μπουλς, Λος Άντζελες Λέικερς και Ντάλας Μάβερικς. Ήταν ένας showman σε κάθε μία από τις ομάδες που πέρασε. Αγαπημένος των φιλάθλων, με τις κλωτσιές του στα ριμπάουντ, τις οριζόντιες βουτιές του στις κερκίδες και τον συγκρουσιακό του χαρακτήρα με τους διαιτητές και τους αντιπάλους, να τον κάνουν να ξεχωρίζει. «It’s all about basket, man», συνήθιζε να λέει όταν οι δημοσιογράφοι τον ρωτούσαν γιατί προκαλούσε τους αντιπάλους του την ώρα του αγώνα.

Ο Ρόντμαν ξεπέρασε τα όρια της κυρίαρχης πολιτικής «γραμμής» των ΗΠΑ, επισκεπτόμενος τον ηγέτη της Βόρειας Κορέας Κιμ Γιονγκ Ουν, ο οποίος ήταν οπαδός του Ρόντμαν και των Μπουλς της δεκαετίας του 1990. Έκανε το βάψιμο των μαλλιών, τα τατουάζ και τα piercing ό,τι πιο cool στο αθλητικό κοινό. Ο αντίκτυπός του ήταν ορατός σε παίκτες του ΝΒΑ, όπως ο Ράσελ Γουέστμπρουκ και ο Ντουάιτ Χάουαρντ. Υπήρχε μια αυθεντικότητα στις πράξεις του που τον έκανε συμπαθή. Ήταν σίγουρα αντισυμβατικός για τα δεδομένα της κοινωνίας και της εποχής, αγγίζοντας όμως τις πιο μύχιες και καταπιεσμένες σκέψεις πολλών ανθρώπων.

Ο Ρόντμαν ήταν επίσης απίστευτα ευαίσθητος. Έκλαψε κατά τη διάρκεια της πρώτης του συνέντευξης Τύπου μετά την απονομή του βραβείου για τον καλύτερο αμυντικό παίκτη της χρονιάς. Έπαθε κρίση πανικού και χρειάστηκε να μεταφερθεί σε νοσοκομείο την ημέρα που υπέγραψε με τους Πίστονς. Πάλευε δημόσια με τους δαίμονές του, χρησιμοποιώντας το αλκοόλ, τα πάρτι και τις ερωτικές του σχέσεις για να υποτάξει προσωρινά τα συναισθήματά του.

Κατά γενική ομολογία, υπήρξε μια μπασκετική και αθλητική προσωπικότητα μπροστά από την εποχή του. Στις μέρες μας, ένας παίκτης σαν τον Ρόντμαν θα είχε γίνει περισσότερο αποδεκτός και πιθανότατα θα είχε λάβει στήριξη δεδομένων των θεμάτων ψυχικής υγείας, του εθισμού και του παιδικού τραύματος που αντιμετώπιζε. Σταθερά νικητής στις ομάδες που αγωνιζόταν τις πρώτες 12 σεζόν της καριέρας του, είναι 5ος σε ποσοστό νικών όλων των εποχών στο ΝΒΑ, ανεβάζοντας επίπεδο όλες τις ομάδες με τις οποίες αγωνίστηκε.

Πηγή: www.rosa.gr

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter