Ο Ουγκώ και οι απόκληροι στους δρόμους του Παρισιού

Ο Ουγκώ και οι απόκληροι στους δρόμους του Παρισιού
Γκραβούρα εποχής αποτυπώνει την έκρυθμη πολιτική κατάσταση στο Παρίσι του 21ου αιώνα. Το ελληνικό κοινό αγάπησε με θέρμη τους ήρωες των «Αθλίων», που σήμερα είναι πιο επίκαιροι από ποτέ

Μια παλιότερη και μια πρόσφατη μετάφραση των «Αθλίων» του Βίκτωρος Ουγκώ μάς μεταφέρουν το σύνολο του ογκώδους αριστουργήματος χωρίς καμία έκπτωση ή περικοπή.

Τους «Αθλίους» τους συναπάντησα για πρώτη φορά, όπως και πολλά άλλα παιδιά της γενιάς μου, στη μνημειώδη πλέον σειρά Κλασσικά Εικονογραφημένα, μαζί με τον «Ιβανόη» του Γουόλτερ Σκοτ, τον «Ολιβερ Τουίστ» του Καρόλου Ντίκενς, τον «Κόμη Μοντεχρήστο» του Αλέξανδρου Δουμά και τον «Μόμπυ Ντικ» του Χέρμαν Μέλβιλ. Έκθαμβος είδα τη σκοτεινή φιγούρα του Ιαβέρη να σχηματίζεται από τον καπνό μιας καμινάδας, τον Γιάννη Αγιάννη να μεταμφιέζεται για να ξεφύγει από τον διώκτη του, τον αμέριμνο Γαβριά να τραγουδάει στα οδοφράγματα, τον Μάριο και την Τιτίκα να φιλιούνται για πρώτη φορά. Τα λόγια ήταν λίγα και φτωχά μα η συγκίνηση από την όψη των παθών τους μεγάλη.

Αργότερα ο πατέρας μου βρήκε σε ανατύπωση του 1958 τη μετάφραση του Μάρκου Αυγέρη και λίγο αργότερα ξετρύπωσα εκείνη του Μανώλη Σκουλούδη. Τις διάβαζα παράλληλα και το ενδιαφέρον μου στράφηκε από την εικόνα στη γλώσσα και την περιγραφική της ισχύ. Ανοιξε ο κόσμος της ανάγνωσης, μια πολύχρωμη αυλαία που δεν έκλεισε ποτέ.

Το πολυθρύλητο έργο του Γάλλου συγγραφέα εκδόθηκε έπειτα από πολυετή επεξεργασία το 1863 κι έγινε ανάρπαστο σαν ζεστό ψωμί. Μεταφράστηκε ταχύτατα σε πολλές γλώσσες, γνώρισε την ίδια τεράστια επιτυχία παντού διαπερνώντας εθνικά σύνορα και κοινωνικές προκαταλήψεις και αναγορεύτηκε αμέσως σε κοινωνικό ευαγγέλιο, έναν τίτλο που διατηρεί μέχρι σήμερα, χωρίς σοβαρή αμφισβήτηση. Οι περιπέτειες των πρωταγωνιστικών του ηρώων συγκίνησαν βαθιά το κοινό της εποχής, οι πολιτικές θέσεις του εξόριστου συγγραφέα προκάλεσαν έντονες αντιπαραθέσεις και ο ριζοσπαστικός τους τόνος αποδείχθηκε προφητικός βρίσκοντας την πληρέστερη έκφρασή του στην Παρισινή Κομμούνα το 1871.

Τα ονόματα

Έναν χρόνο μετά την πρώτη του έκδοση είδε το φως η ιστορική μετάφραση του Ισίδωρου Σκυλίτση. Εκτοτε κυκλοφόρησαν πολλές εκδόσεις και προσφάτως ακόμη δύο με αξιώσεις ιδιαίτερα σημαντικές. Η πρώτη, του Γιώργου Κοτζιούλα, κλείνει φέτος 70 χρόνια ζωής και επανακυκλοφορεί επιμελημένη από τον Βασίλη Καλαμαρά˙η δεύτερη είναι καινούργια και οφείλεται στον Ωρίωνα Αρκομάνη.

Ο Κοτζιούλας είναι οπαδός του μαχόμενου δημοτικισμού και βρίσκεται φυσικά στην απέναντι όχθη της λόγιας μετάφρασης του Σκυλίτση, είχε ωστόσο την πρόνοια να κρατήσει κι αυτός τον καθιερωμένο τίτλο του έργου, έστω κι αν το σύγχρονο γλωσσικό αισθητήριο θα συμφωνούσε περισσότερο με την απόδοση των miserables ως απόκληρων. Κράτησε επίσης τις προσφυέστατα ελληνοποιημένες αποδόσεις του Jean Valjean ως Γιάννη Αγιάννη, του Javert ως Ιαβέρη, της Cosette ως Τιτίκας και του Gavroche ως Γαβριά.

Ο Αρκομάνης από την πλευρά του έλαβε την ίδια απόφαση με ανάλογα κριτήρια: τη θέρμη με την οποία διαχρονικά το ελληνικό κοινό αγκάλιασε τους ήρωες του Ουγκώ μ’ αυτά τα ονόματα και την αποδεδειγμένη απήχηση που απολαμβάνουν μέχρι σήμερα. Επέμεινε μάλιστα περισσότερο από τον Κοτζιούλα στον σχετικό εξελληνισμό προτιμώντας τον Γιλνορμάνδο αντί του Ζιλνορμάν και τον Ενζολορά αντί του Ανζλορά.

Πληρότητα

Παρόμοια διλήμματα πάντως δεν αντιμετώπισαν καθόλου οι μεταφραστές ως προς το γενικό ύφος των αποδόσεών τους. Με την επίγνωση ότι το έργο του Ουγκώ είναι συνάμα λαϊκό και υψηλό, επέλεξαν για τη μεταφορά του μια ευλύγιστη γλώσσα που γεφυρώνει την απόσταση μεταξύ ρομαντισμού και ρεαλισμού ενώ υπηρετεί τη δραματική αφήγηση διανθίζοντάς τη με πυκνές κωμικές πινελιές. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στους απαιτητικούς διαλόγους που εξεικόνισαν το ήθος των ομιλούντων προσώπων σύμφωνα με το ύφος του καθενός και τον ξεχωριστό, ανάλογο με την περίσταση, χρωματισμό του.

Το σημαντικότερο ωστόσο που προσφέρουν οι δύο πρόσφατες μεταφράσεις είναι η πληρότητά τους. Ετσι, ενώ οι παλιότεροι εκδότες θυσίαζαν τα θεωρούμενα εμβόλιμα, δοκιμιακής φύσεως, μέρη του βιβλίου, επικαλούμενοι το ευσύνοπτο του πράγματος αλλά στην πραγματικότητα για να γλιτώσουν έξοδα και χρόνο, εδώ δεν έγινε καμία έκπτωση και ο αναγνώστης μπορεί να απολαύσει το μυθιστόρημα του Ουγκώ σε μέγεθος ανάλογο με την ποιότητά του.

Το χαμίνι στις δύο μεταφράσεις

«Το χαμίνι του Παρισιού είναι ο νάνος του γίγαντα. Για να μη λέμε υπερβολές, αυτό το αγγελούδι των ρείθρων έχει καμιά φορά πουκάμισο, αλλά μόνο ένα. Εχει καμιά φορά παπούτσια, αλλά χωρίς σόλες. Εχει καμιά φορά κατάλυμα και το αγαπάει, γιατί βρίσκει εκεί τη μητέρα του, αλλά προτιμάει το σοκάκι, γιατί εκεί βρίσκει την ελευθερία του. Εχει τα δικά του παιχνίδια και τις δικές του αταξίες, που η ουσία τους είναι το μίσος κατά των αστών, δικές του μεταφορικές εκφράσεις. Το να πεθαίνει κανείς, στη γλώσσα του λέγεται “πήγε να βγάλει πικραλίδες”».– Μετάφραση Γιώργος Κοτζιούλας.

«Το χαμίνι του Παρισιού είναι ο νάνος της γιγάντισσας. Ας μην υπερβάλλουμε, αυτό το αγγελούδι του ρείθρου, καμιά φορά έχει πουκάμισο αλλά δεν έχει παρά ένα μόνο, καμιά φορά έχει παπούτσια αλλά δεν έχουν καθόλου σόλες, καμιά φορά έχει κατοικία την οποία αγαπά, μια και εκεί βρίσκει τη μάνα του, αλλά προτιμά τον δρόμο γιατί εκεί βρίσκει την ελευθερία του. Εχει τα δικά του παιχνίδια τις δικές του πονηριές, που βάση τους έχουν το μίσος για τους αστούς, έχει τις δικές του εκφράσεις, για τον πεθαμένο λέει “βλέπει τα ραδίκια ανάποδα”». Μετάφραση Ωρίωνα Αρκομάνη.


INFO
Οι «Αθλιοι» του Βίκτωρος Ουγκώ κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή σε μετάφραση του Γιώργου Κοτζιούλα και Gutenberg σε μετάφραση του Ωρίωνα Αρκομάνη

Documento Newsletter