Με αφορμή την έκθεση για τον σκηνοθέτη που γίνεται στο Μουσείο Μπενάκη οι Γιώργος Σκεύας και Ηλίας Γιαννακάκης, εκ των διοργανωτών της έκθεσης, και η ηθοποιός Υβόννη Μαλτέζου γράφουν για τον δικό τους Λάκη Παπαστάθη.
Η έκθεση «Λάκης Παπαστάθης: Αναζητώντας τη χαμένη εικόνα», που «τρέχει» μέχρι και το τέλος Ιουλίου στο Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς 138 & Ανδρονίκου), είναι η κατάλληλη ευκαιρία για να έρθει το κοινό σε επαφή με το έργο ενός σπουδαίου κινηματογραφιστή που αποτελεί όχι μόνο πηγή ιστορικής γνώσης αλλά παρουσιάζει και τα χαρακτηριστικά της πολυσχιδούς προσωπικότητάς του. Για την έκθεση αλλά κυρίως για τον δημιουργό και τον άνθρωπο Παπαστάθη φιλοξενούμε τις απόψεις δύο εκ των διοργανωτών (Γιώργος Σκεύας και Ηλίας Γιαννακάκης) καθώς και της ηθοποιού και συζύγου του σκηνοθέτη Υβόννης Μαλτέζου.

Υβόννη Μαλτέζου, ηθοποιός
Ο άνθρωπος πίσω από την κάμερα
Η γενναιοδωρία του τον έκανε εξαιρετικά δημοφιλή. Ηταν ένας γαλαντόμος άνθρωπος που άνοιγε την ψυχή του σε μεγάλο φάσμα ανθρώπων. Επίσης, νοιαζόταν πολύ για τους συνεργάτες του. Ολα αυτά τον έκαναν ιδιαίτερα αγαπητό, ειδικά στους νέους σκηνοθέτες που πήγαιναν να δουλέψουν στη Cinetic μαζί του. Εβλεπαν λοιπόν πως δεν είχαν να κάνουν με ένα βλοσυρό ή δύσκολο αφεντικό αλλά με έναν προσιτό συνεργάτη που τους εμπιστευόταν από την αρχή και τους έδινε την ευκαιρία να δείξουν την αξία τους. Και ο Τάκης Χατζόπουλος και ο Λάκης άφηναν ελεύθερους τους νέους σκηνοθέτες να κάνουν απερίσπαστοι τη δουλειά τους και η κριτική τους γινόταν μετά, χωρίς αυστηρότητα ή υπεροψία. Ο Παπαστάθης δεν γνώριζε τι θα πει αλαζονεία και αυτό το εκτιμούσαν οι συνεργάτες του, που τον σέβονταν, τον αγαπούσαν και τον εμπιστεύονταν.
Γνωριστήκαμε το 1973 στο τέλος της χούντας. Ημασταν και οι δύο αριστεροί με το ίδιο αίτημα για ελευθερία της έκφρασης και ανεξαρτησία. Το Ελεύθερο Θέατρο ήταν εκείνο που μας ένωσε και η αφορμή ήταν μια ροζ αυλαία. Ως μέλος του Ελεύθερου Θεάτρου συμμετείχα σε μια παράσταση, όταν μάθαμε ότι κάπου στα Μεσόγεια σε μια αποθήκη υπάρχει μια τεράστια ροζ αυλαία που χρησιμοποιούσαν στις παλιές επιθεωρήσεις. Ξεκινήσαμε με τον συγχωρεμένο τον Κώστα Στυλιάρη να πάμε εκεί και στον δρόμο είδαμε τυχαία σε ένα βενζινάδικο τον Λάκη Παπαστάθη να κάνει γυρίσματα για ένα διαφημιστικό (μαζί με τον Τάκη Χατζόπουλο εκείνη την εποχή γύριζαν διαφημιστικά για να χρηματοδοτούν τις ταινίες τους) και ο Κώστας είπε να κάνουμε μια στάση για να χαιρετήσει τον φιλαράκο του.
Αυτή ήταν η πρώτη μας γνωριμία, αν και εκείνος με ήξερε από το Ελεύθερο Θέατρο, ενώ κι εγώ είχα δει το φιλμ του «Γράμματα από την Αμερική» στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης. Μετά ο Λάκης, γνωρίζοντας από την ομάδα τον Φασουλή και την Παναγιωτοπούλου, μπήκε κι ο ίδιος στο Ελεύθερο Θέατρο. Μάλιστα στα επόμενα θεατρικά –θυμάμαι καλά τη δουλειά του στο «Τραμ το τελευταίο» – που κάναμε είχε την πρωτοποριακή ιδέα να βάλουμε σινεμά μέσα στη θεατρική παράσταση, κάτι που δεν είχε ξαναγίνει.
Γιώργος Σκεύας, σκηνοθέτης, σεναριογράφος
Στα μισά του δρόμου
Η οθόνη στο βάθος, απέναντι. Το τελευταίο ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ, από το ΡΕΞ στην Ομόνοια. Οδός Πανεπιστημίου, σκηνές από έναν δρόμο. Το τέλος της διαδρομής. Στο τέλος μου είναι η αρχή μου. Σεβαστέ μου πατέρα, σου φιλώ τη δεξιά. Ο αφηγητής στα «Γράμματα απ’ την Αμερική» διαβάζει τις επιστολές πάνω στις παλιές καρτ ποστάλ. Ο Δαμιανός και η Ευδοκία ακούνε, ένας φίλος μας συστήνεται: «Χαίρω πολύ, Σαββόπουλος».
Τα δυο τραπέζια της Cinetic, λευκά, ενωμένα. Ο Λάκης Παπαστάθης και ο Τάκης Χατζόπουλος. Τα τηλέφωνα δεν υπάρχουν τώρα, μόνο οι παλιοί κατάλογοι με τα σκληρά εξώφυλλα. Τα αρχεία… Τα ράφια με τις μπομπίνες, το όρθιο μικρόφωνο. Το χλωμό φως από τη μουβιόλα και τις αρουλέζες. Στις οθόνες βουβές εικόνες, οι φωνές κρυμμένες στα ακουστικά. Συναντήσεις μπροστά στον φακό: Το ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ.
Ο καλόγερος, οι καμπαρντίνες και τα καπέλα. Το γραφείο με το συρτάρι ανοιχτό, οι σημειώσεις και οι φωτογραφίες. Πολλές φωτογραφίες, κάτω από το φως της λάμπας. Επιζωγραφισμένες στιγμές μέσα στον χρόνο. Οχι η έντονη στιγμή / Απομονωμένη, χωρίς πριν, χωρίς μετά, αλλά μια ολόκληρη ζωή που εκρήγνυται κάθε στιγμή.
Ο νεαρός Λάκης Παπαστάθης στην πλάτη της παλιάς φωτογραφικής μηχανής, στη Μυτιλήνη. Κι αλήθεια, θα υπάρξει χρόνος […] χρόνος για να γυρίσω, τα σκαλιά να κατεβώ… Η κάμερα δεν σταματά να καταγράφει το βύθισμα στη μνήμη. Θα υπάρξει χρόνος, θα υπάρξει χρόνος / Να προετοιμάσεις ένα πρόσωπο να συναντήσει τα πρόσωπα που συναντάς… Κι απέναντι ο Βιζυηνός χτυπάει δυνατά την πόρτα της Μπετίνας, μέσα στη νύχτα. Πιο πέρα ο Θεόφιλος κάτι ψιθυρίζει, αν πλησιάσεις πιο κοντά μπορεί να τον ακούσεις. Κι ο καπετάνιος, ο ληστής, ψέλνει ένα τροπάριο.
Η πολυθρόνα άδεια, δίπλα ακουμπισμένα τα βιβλία: «Η Νυχτερίδα πέταξε», «Η Ησυχη», «Το καλοκαίρι θα παίξει την Κλυταιμνήστρα», «Ο δάσκαλος αγαπούσε το βωβό σινεμά». Μικρές μυθοπλασίες, διηγήματα, ασκήσεις και οδηγίες, για να ξεκινήσει το ταξίδι… Η φωνή του Λάκη αντηχεί από τον σκοτεινό διάδρομο προβολής. Η Υβόννη και ο Ζεβελάκης συνοδεύουν. Πλησιάζοντας, η μορφή του φωτίζεται όλο και πιο πολύ. Μας ξανασυναντά μέσα απ’ τον φακό, μέσα από την κάμερα. Θα υπάρξει χρόνος… Αλήθεια, μπορεί αυτό να είναι το θέμα.
(Χρησιμοποιήθηκαν στίχοι του Τ.Σ. Ελιοτ από το «Ερωτικό τραγούδι» του Τζ. Αλφρεντ Προύφροκ και τα «Τέσσερα Κουαρτέτα», σε μετάφραση Παυλίνας Παμπούδη).
Ηλίας Γιαννακάνης, σκηνοθέτης, σεναριογράφος
Η μοναδικότητά του
Στις 2 Απριλίου ξεκίνησε στο Μουσείο Μπενάκη η έκθεση για τον Λάκη Παπαστάθη. Τη διοργάνωση έχουμε αναλάβει τρεις σκηνοθέτες – μαθητές του Λάκη στο θρυλικό «Παρασκήνιο». Ο Γιώργος Σκεύας, η Κατερίνα Ευαγγελάκου κι εγώ. Είναι η πρώτη φορά που πραγματοποιείται μία έκθεση για έναν κινηματογραφιστή. Κούνδουρος, Κακογιάννης, Δαμιανός, Αγγελόπουλος, Κανελλόπουλος, Παπατάκης, Μαρκετάκη, Λιάππα, Παναγιωτόπουλος, Νικολαΐδης είναι ορισμένα μόνο ονόματα που άφησαν ευδιάκριτο αποτύπωμα στο εγχώριο σινεμά, χωρίς να τους έχει επιφυλαχθεί ανάλογη τιμή.
Οι κινηματογραφικοί δημιουργοί που αναφέρθηκαν παραπάνω άγγιξαν δύσβατες κορυφές με το έργο τους, χωρίς όμως να χαρακτηρίζονται από εκείνο το πρωτοφανές υβρίδιο που συμπυκνώνεται στη συνολική πνευματική, καλλιτεχνική αλλά και συναισθηματική μοναδικότητα της περίπτωσης του Λάκη Παπαστάθη. Ο Λάκης, αν και αποτελούσε οργανικό μέρος του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, γνωστού ως ΝΕΚ, δεν ήταν ένας κινηματογραφικός δημιουργός προσηλωμένος στο χτίσιμο της προσωπικής-ατομικής του διαδρομής. Το βλέμμα του, η έγνοια του και οι βαθύτερες πνευματικές αλλά και κοινωνικές του ανησυχίες τον έσπρωχναν σε ένα ψυχικό άνοιγμα, στην αέναη έρευνα και ανάδειξη ανθρώπινων εξαιρέσεων. Εμβληματικών ή εντελώς αγνώστων. Λησμονημένων ή ελλιπώς φωτισμένων. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο εκείνο το ψηλόλιγνο παιδί, που είχε μεγαλώσει μεταξύ Βόλου και Μυτιλήνης, βρέθηκε επί τρία χρόνια δίπλα στον Αλέξη Δαμιανό ως βοηθός του στη μυθική «Ευδοκία, που προβλήθηκε το 1971.
Ο Δαμιανός αποτελούσε μία μορφή ανάμεσα στη σκληρή πραγματικότητα της μετεπαναστατικής Ελλάδας και τον μύθο γύρω από αυτήν. Ηταν ένα πρόσωπο-χοάνη που εγκιβώτιζε στις αφηγήσεις και στη σκέψη του μορφές λαϊκών ανθρώπων της γης, των βουνών, της εκκλησίας, ανθρώπων που υπέφεραν, περιπλανήθηκαν ή πολέμησαν επί πολλά χρόνια. Και τους ένωνε, όλους και όλες, σε ένα αξεδιάλυτο μείγμα με παραμύθια, δημοτικά τραγούδια, τροπάρια, λογοτεχνικά έργα και προφορικές παραδόσεις.
Μιλώντας με τον Αλέξη Δαμιανό ποτέ δεν γνώριζες αν όλα τα θαυμαστά που αφηγούνταν είχαν όντως συμβεί. Αυτό όμως δεν είχε σημασία για τον Λάκη. Είχε βρει τον άνθρωπο που τον ενέπνευσε και αποτέλεσε τον ουσιαστικό του πατέρα. Από εκεί και πέρα, έχοντας εντοπίσει την πηγή της έμπνευσής του –την αναζήτηση της αυθεντικής Ελλάδας– επιδόθηκε για όλη του τη ζωή στη συλλογή παλιών λογοτεχνικών περιοδικών από τα τέλη του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, σπαραγμάτων από φιλμ αρχείου και ντοκιμαντέρ που θεωρούνταν χαμένα, καθώς επίσης παλιών φωτογραφιών, εφημερίδων και καρτ ποστάλ.
Από ένα τέτοιο πακέτο καρτ ποστάλ που εντόπισε σε ένα παλαιοπωλείο, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ξεκίνησε η μοναδική του δημιουργική διαδρομή. Εκείνες οι καρτ ποστάλ ήταν σφιχτά δεμένες με σπάγκο και τις αγόρασε φτηνά, καθώς ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού τις θεωρούσε σαβούρα. Μέσα από μια τέτοια «σαβούρα» γεννήθηκαν τα εμβληματικά «Γράμματα από την Αμερική», ντοκιμαντέρ μικρού μήκους του Λάκη Παπαστάθη με άξονα όσα έγραφε ένας Ελληνας μετανάστης στην Αμερική από τις αρχές μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα.
Η ταινία βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης του 1972, εντυπωσιάζοντας τον Μάνο Χατζιδάκι, και σηματοδότησε την έναρξη μιας συναρπαστικής διαδρομής. Αυτό έκανε όλη του τη ζωή ο Λάκης στο «Παρασκήνιο», τη θρυλική σειρά πολιτιστικών ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ που δημιούργησε μαζί με τον έτερο σημαντικό σκηνοθέτη και παραγωγό, το άλλο του μισό, τον Τάκη Χατζόπουλο. Μια σειρά που κράτησε από το 1976 μέχρι το 2013. Αναζητούσε, αναδείκνυε και πρόσφερε ως μοναδικά δώρα σε γενιές τηλεθεατών τις πιο σημαντικές μορφές της τέχνης και του πνεύματος, όπως και φυσιογνωμίες ολότελα άγνωστες, αφανείς ή λησμονημένες. Αυτό έκανε και στις μυθοπλασίες του. Ανέδειξε ανθρώπινες μορφές στο όριο, όπως ο αρχιληστής στον «Καιρό των Ελλήνων» το 1981, ο Θεόφιλος το 1987 και ο Βιζυηνός το 2001.
Και δεν σταμάτησε εκεί τις ψυχικές χειρονομίες του. Πάντα ήταν ανοιχτός, μαζί με τον Τάκη Χατζόπουλο, να εντοπίσει και να ανοίξει τον δρόμο σε νέους κινηματογραφιστές και να τους προσφέρει τη δυνατότητα να μάθουν και να πειραματιστούν στο «Παρασκήνιο». Κάπως έτσι κληθήκαμε και εμείς οι τρεις σκηνοθέτες, οι μαθητές του Λάκη και του Τάκη στο «Παρασκήνιο», ευεργετημένοι όπως τόσο πολλοί ακόμη κινηματογραφιστές, άντρες και γυναίκες, να διοργανώσουμε αυτή την έκθεση. Για έναν άνθρωπο που δεν ήταν απλώς ένας σπουδαίος κινηματογραφιστής αλλά επίσης λόγιος, ερευνητής, διανοούμενος. Μία μοναδική περίπτωση χωρίς προηγούμενο.