Ο Πετρολούκας Χαλκιάς στο Documento (2020): «Στο κλαρίνο παίζω συναισθήματα για τους φίλους μου»

Ο Πετρολούκας Χαλκιάς στο Documento (2020): «Στο κλαρίνο παίζω συναισθήματα για τους φίλους μου»

Τον Φεβρουάριο του 2020, λίγο πριν από το πρώτο λοκντάουν ο Πετρολούκας Χαλκιάς μόλις είχε ολοκληρώσει μια μεγάλη περιοδεία μαζί με τον λαουτίστα Βασίλη Κώστα για την παρουσίαση του άλμπουμ τους «The soul of Epirus». Μια μέρα μετά τη συναυλία τους στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», συναντηθήκαμε και μιλήσαμε για τη μουσική πορεία τους και για τη σύμπραξή τους. Από εκείνη τη συνομιλία κρατήσαμε τα λόγια του κορυφαίου κλαρινετίστα –μεγάλο μέρος τους δεν είχε δημοσιευτεί σε εκείνη τη συνέντευξη– τα οποία δημοσιεύουμε σήμερα που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 91 ετών. 

Ακολουθούν, σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση όσα είπε ο Πετρολούκας Χαλκιάς

«Γεννήθηκα το 1934 στο Δελβινάκι Ιωαννίνων. Το 1940 άρχισε ο πόλεμος. Έξι χρονών ήμουν όταν φύγαμε απ’ το χωριό και μείναμε σε ένα σχολείο. Καθένας μας είχε μια κουβέρτα και μας δίνανε από μια κουραμάνα να φάει όλη η οικογένεια. Άρχισα να παίζω κάποια στιγμή το κλαρίνο του πατέρα μου, το είχα πάρει σαν χόμπι. Όταν έφτιαξε κάπως η κατάσταση ο πατέρας μου μου είπε “δεν θα παίξεις κλαρίνο, να γίνεις μηχανικός”. Δεν αντιμιλούσαμε τότε, είχαμε τον φόβο του πατέρα. Όταν εκείνος έφυγε –μέναμε στα Γιάννενα τότε– είπα στη μάνα μου ότι εγώ θα έπαιζα κλαρίνο». 

«Η μάνα μου έλεγε “αχ τι κάνεις”, εμένα όμως το κλαρίνο ήταν η ζωή μου. Της είπα: “Για μένα ο πατέρας λέει αυτό που νομίζει για καλό αλλά για μένα το καλό είναι το κλαρίνο”. Ζήτησα και μου κόψανε ένα ξύλο, το τρύπησα με ένα σίδερο κι έτσι άρχισα να παίζω. Τότε ο πατέρας έφευγε όλο τον χειμώνα. Ζούσε στην Αθήνα από όπου μας έστελνε λεφτά. Κάποια στιγμή είπε: “Θέλω να φέρω το παιδί στην Αθήνα αλλά το φοβάμαι”». 

«Ήρθα στην Αθήνα και μια μέρα με κάλεσαν στη Ραδιοφωνία όπου μου έκαναν μια συνέντευξη. Άκουσε ο πατέρας μου στο ραδιόφωνο να λένε “ο Πέτρος Χαλκιάς από το Δελβινάκι” και αναρωτήθηκε αν υπήρχε κι άλλος με το ίδιο όνομα που έπαιζε κλαρίνο. Δεν ήξερε ότι είχα έρθει στην πόλη. Πήρε ένα ταξί και ήρθε στη Ραδιοφωνία. Όταν τον είδα μπροστά μου φοβήθηκα. Μου είπε “Μην φοβάσαι. Ήθελα να γίνεις μηχανικός. Εσύ όμως πήρες ξανά το κλαρίνο, είναι δική σου απόφαση λοιπόν. Ευχή και κατάρα σου δίνω, να γίνεις το καλύτερο κλαρίνο και όχι ένας από αυτούς που πάνε από δω κι από εκεί”. Πραγματικά πήγαινα στις δουλειές κι έκανα καλά λεφτά και μάλιστα προσπαθούσα να κάνω ό,τι καλύτερο για το κλαρίνο, για την ευχαρίστηση του πατέρα». 

«Όταν ήμουν 15-16 χρονών πήγα να γράψω με τον Καβακόπουλο. Μέσα στα τραγούδια που είχαμε ήταν και ο “Σκάρος”. Μου λέει ο Φίλιππας ο Ρούντας που τον είχα δάσκαλο κι αυτός είχε δάσκαλο τον Κίτσο Χαρισιάδη: “Μην το παίξεις σαν εμένα. Να κάνεις μια αλλαγή, γιατί θα πουν ο Πέτρος παίζει σαν ο Φίλιππας”. Του λέω “εντάξει” και χωρίς να το καταλάβω παίζω πέφτοντας πάνω στον Κίτσο. Είχε μια κόρη παντρεμένη στα Γιάννενα τότε ο Κίτσος. Και μια μέρα πάει να τη δει και εκείνη άκουγε τον “Σκάρο”. Της λέει τότε: “Τι ακούς, κοπέλα μου; Ήμουνα νέος όταν τα ’παιζα αυτά”. “Ούι, πατέρα, δεν είσαι συ” του λέει εκείνη, “ένα παιδί από το Δελβινάκι είναι”. Της ζήτησε τότε να τον φέρει εκεί που έπαιζα. Πραγματικά, τον έφερε στο Βασιλικό που παίζαμε εγώ και ο Φίλιππας. Καθόταν απέξω, ακουμπισμένος στον φράχτη και με άκουγε. Μαζεύτηκαν οι μουσικοί γύρω του. “Ε, Κίτσο, τι λες γι’ αυτόνε;”. Αυτός ήταν αφοσιωμένος εκεί που έπαιζα και δεν τους απαντούσε. Μου λέει κάποια στιγμή ο Φίλιππας: “Είναι εδώ ο δάσκαλός μου ο Κίτσος Χαρισιάδης”. Με το που μου το ’πε με έπιασε τρεμούλα, δεν μπορούσα να παίξω. Ερχεται στο τέλος ο Κίτσος και λέει στο Φίλιππα: “Εσένα έδειξα εγώ, Φίλιππα, κλαρίνο και ο μαθητής σου έμοιασε εμένα”».

«Εγώ τα έχω ακούσει από τους παλιότερους αλλά έδωσα ένα χρώμα δικό μου. Την Ακρόπολη δηλαδή δεν την πείραξα, δεν πείραξα τις κολόνες, πρέπει να είναι εκεί οι κολόνες. Στο στόλισμα όμως μπορούμε να βάλουμε ό,τι θέλουμε. Η κάθε γενιά έχει τα δικά της παράπονα και μυστήρια. Δεν είναι το ίδιο η μία γενιά με την άλλη. Τα συναισθήματα είναι διαφορετικά γιατί αλλάζουν οι καιροί. Εκείνα τα χρόνια δεν είχε αυτοκίνητα. Πηγαίναν με τα άλογα. Θυμάμαι μια μέρα με πήρε ο πατέρας μου μικρό με το κλαρίνο κοντά και πήγαμε σε ένα γάμο να πάρουμε τη νύφη. Από το ένα χωριό στο άλλο είναι δυο ώρες περπάτημα. Οι άλλοι ήταν στα άλογα, εμείς πηγαίναμε σιγά σιγά παίζοντας σε κάθε χωριό που περνούσαμε. Μας έπιασε βροχή στον δρόμο. Όλες αυτές οι εικόνες, οι καταστάσεις είναι συναισθήματα που βγαίνουν στη μελωδία. Αυτά είναι παράδοση. Τα βιώματα. Έχω πάρα πολλά βιώματα. Ακούνε σήμερα τα παιδιά και τους φαίνονται παράξενα».

«Οι μουσικές είναι η βυζαντινή, η ευρωπαϊκή και η πεντατονική. Η πεντατονική είναι αρχαίων Ελλήνων και έχει μείνει και σε εμάς. Βλέπεις θρακιώτικα, μακεδονικά, όλα αυτά είναι με τη βυζαντινή. Στην Ήπειρο όλα μας τα τραγούδια είναι πεντατονικά. Μοιρολόι είναι της μοίρας τα λόγια. Η λέξη μιλάει από μόνη της, ακόμη κι αν δεν μπορούμε πάντα να την καταλάβουμε. Εμείς εδώ στην Ελλάδα έχουμε όλα τα χρώματα της μουσικής που υπάρχουν. Σε κανένα άλλο κράτος δεν το βλέπεις αυτό. Άλλα τα ηπειρώτικα, άλλα τα ποντιακά, άλλα τα κρητικά, άλλα τα νησιώτικα. Και κάθε μέρος έχει το δικό του μοιρολόι. Γιατί έτσι ήταν από παλιά».

«Στην Αμερική έμεινα είκοσι χρόνια. Έχω γνωρίσει τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες που ήταν εκεί, όπως τον Μπεν Γκούντμαν και τον Λούις Άρμστρονγκ. Μια φορά ο Μπεν Γκούντμαν μου είπε: “Η τζαζ η αμερικάνικη με αυτό που παίζετε εσείς έχουν κάποια ομοιότητα. Μήπως τα ακούσατε από εμάς και τα πήρατε;”. Γέλασα τότε και του απάντησα: “Είναι ποτέ δυνατόν πατέρας να πάρει απ’ το παιδί του; Το παιδί θα πάρει απ’ τον πατέρα. Ναι, μου λέει έχεις δίκιο”».

«Όταν πήγα στην Αμερική υπήρχαν πολλά ελληνικά μαγαζιά και ήταν όλα με κλαρίνα. Ένα τούρκικο ήθελε κλαρίνο ελληνικό και έτσι ξεκίνησα. Στην Αμερική ήμασταν πολλά κλαρίνα, μας είχαν όπως στον στρατό. Καθένας είχε το κρεβάτι του. Είναι πολύ δύσκολο να πάρεις την αμερικανική υπηκοότητα. Κάποια εποχή πήγαινα σε όλες τις πολιτείες και έπαιρνα όλες τις δουλειές των Ελληνοαμερικανών που ζούσαν από αυτό. Αυτοί πήγαν στον πρόεδρο του Σωματείου Μουσικών όπου ήμουν μέλος και του ζήτησαν να ζητήσει από την Αμερικανική Υπηρεσία Ιθαγένειας και Μετανάστευσης για να με διώξουν από τη χώρα διότι όπως έλεγαν τέτοιου είδους μουσικούς είχαν. Μου έστειλαν λοιπόν από την υπηρεσία ένα χαρτί στο οποίο μου ζητούσαν να εγκαταλείψω το αμερικανικό έδαφος εντός 24 ωρών». 

«Πήγα στην υπηρεσία και ο διευθυντής μου είπε ότι αν ήμουν στην Αμερική την επόμενη μέρα τέτοια ώρα θα με έδεναν και θα με έστελναν πίσω στην Ελλάδα. Του απάντησα: “Τέτοιους μουσικούς δεν έχετε. Να φέρετε τους καλύτερους μουσικούς του σωματείου μόνο να με συνοδεύσουν. Αν μπορέσουν να με συνοδεύσουν πάει να πει ότι είναι καλοί. Αλλά αν δεν μπορούν…”. Όντως ήρθαν Αμερικανοί μουσικοί και άρχισα να παίζω και εκείνοι να με συνοδεύουν. Τότε ο διευθυντής της υπηρεσίας ζήτησε από την αστυνομία να συλλάβει τον πρόεδρο του σωματείου, διότι η τελευταία εγκύκλιος που είχε κυκλοφορήσει στην Ουάσινγκτον έλεγε ότι η Αμερική κρατάει ό,τι δεν έχει. Ο διευθυντής μου ζήτησε συγγνώμη και μου είπε αν θέλω να μείνω στην Αμερική και να φέρουν και όλη μου την οικογένεια. Κι έτσι έμεινα εκεί είκοσι χρόνια. Τα δύο μου αδέρφια είναι ακόμη εκεί». 

«Όσο ήμουν νέος η Αμερική ήταν ωραία. Τώρα πέρασαν τα χρόνια και δεν μπορώ να κάτσω εκεί. Μου άρεσε παλιά που περπατούσα και έφερνα τη Νέα Υόρκη γύρω με τα πόδια. Πλέον για μια βδομάδα, δέκα μέρες μια βδομάδα μπορώ και πάω. Μου έγινε και πρόταση να ανοίξουν μια σχολή για να διδάξω τη μουσική που παίζω». 

«Μια μέρα έπειτα από έναν γάμο που έπαιζα έφυγα και ζήτησα από τον ταξιτζή να με πάει όχι το σπίτι αλλά στο αεροδρόμιο. Θα έφευγα ούτως ή άλλως την επόμενη μέρα αλλά κατέληξε να πάω μια μέρα πριν. Η γυναίκα μου δεν το ήξερε και είχε ανησυχήσει. Όταν φτάσαμε Αθήνα την ενημέρωσα. Όταν οι Αμερικανοί έμαθαν ότι έφυγα έστειλαν τηλεοπτικό συνεργείο το οποίο γύρισε βίντεο από όποιο πανηγύρι έπαιξα εκείνο το καλοκαίρι». 

«Τι θυμάμαι από τα παλιά χρόνια; Θυμάμαι μια φορά που περπατούσαμε για ώρες με τα όργανα. Σε κάθε χωριό που σταματούσαμε μας έλεγαν “παίξετε λίγο την ‘Ποταμιά’”. Άντε κινούσαμε για το άλλο χωριό, πάλι την “Ποταμιά” μας ζητούσανε. Είναι τα βιώματα αυτά. Πολλές φορές με βλέπεις να παίζω και να αλλάζω. Είναι γιατί θυμάμαι όλα αυτά. Είναι σαν να βρίσκομαι και πάλι εκεί. Θυμάμαι τα μέρη, τους ανθρώπους. Εγώ όταν παίζω το κλαρίνο παίζω αυτά τα συναισθήματα για τους φίλους μου τους παλιούς. Αυτά με κρατάνε στη ζωή».

Διαβάστε επίσης

Ισραήλ – Ιράν: Ολοταχώς προς γενικευμένη σύγκρουση – Ολονύχτια επίθεση με πυραύλους από την Τεχεράνη

ΔΟΑΕ: Το Ισραήλ χτύπησε πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν – Παγκόσμια ανησυχία

Η κυβέρνηση πανηγυρίζει «νίκη» κατά της ακρίβειας, που όμως είναι επικράτηση των καρτέλ

Αφήνουν 12,δισ. ανεκμετάλλευτα – Αυτή την Κυριακή στο Documento

March to Gaza: Πώς οι αιγυπτιακές αρχές συνέλαβαν δικηγόρο πρώην μέλος του ΔΣ του ΔΣΑ (Video)

Documento Newsletter