Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 81 ετών, έπειτα από νοσηλεία στο νοσοκομείο, κλείνοντας ένα κεφάλαιο περίπου πενήντα ετών στην ελληνική μουσική και τον δημόσιο λόγο – ένα κεφάλαιο γεμάτο μνήμες, χορούς, αντιφάσεις, ρήξεις, ανατροπές και απογοητεύσεις.
Μέσα σε αυτά τα 81 χρόνια, περίπου δεκαπέντε υπήρξαν πραγματικά δημιουργικά, τολμηρά και πολιτικά φορτισμένα. Ήταν η εποχή που δήλωνε -και, σε έναν βαθμό, ήταν- Αριστερός. Μετά ακολούθησαν τέσσερις δεκαετίες στις οποίες η φωνή του άλλαξε: μιλούσε πια για «πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια» και τα συναφή. Κι έτσι, τα χρόνια της αριστερής του φλόγας εμφανίζονται ως ένα μικρό, όσο κι αν ήταν γοητευτικό, κεφάλαιο μέσα σε μια πολύ μεγαλύτερη αφήγηση.
Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1944, ο Διονύσης Σαββόπουλος θυμόταν σε συνέντευξη στο περιοδικό ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ (7 Αυγούστου 1975): «Εμένα όπως ίσως ξέρεις μ’ έφερε εδώ ένα φορτηγό, από ένα μέρος τόσο μακρινό πού μερικές φορές αμφιβάλλω αν υπάρχει καν! Το μέρος λέγεται Θεσσαλονίκη και εδώ λέγεται Αθήνα και είναι αίσχος!»
Αναφερόμενος στην εποχή που έφτασε στην Αθήνα, κάπου το ’63 χωρίς γνωριμίες, με μόλις 100 δραχμές στην τσέπη. Την πρώτη του νύχτα δοκίμασε να φάει στου Τσιτσάνη, όπου άκουσε τη «Αρχόντισσα» καθισμένος μόνος στο τραπεζάκι του. Στη συνέχεια, πήγε στο Παρκ, προσπαθώντας να βρει θέση στη χορωδία για τις παραστάσεις «Μαγική Πόλη» υπό τη διεύθυνση των Χατζιδάκι και Θεοδωράκη. Εκεί στράφηκε στον Μάνο Λοΐζο, που ήταν υπεύθυνος για τη χορωδία.
Ο Λοΐζος, αν και δεν μπορούσε να του εξασφαλίσει άμεσα δουλειά τον φιλοξένησε για καιρό στο σπίτι του στον Ταύρο και του έδειξε κιθάρα. Μια παρεξήγηση σχετικά με την εφηβική αθυροστομία του Σαββόπουλου οδήγησε προσωρινά σε απομάκρυνση, αλλά γρήγορα ξεκαθαρίστηκε και οι δύο καλλιτέχνες έγιναν στενοί φίλοι. Αργότερα συνεργάστηκαν στη Στοά του Γιώργου Κούνδουρου, με τον Λοΐζο να συνοδεύει τη Μαρία Φαραντούρη στην κιθάρα, ενώ ο Σαββόπουλος τραγουδούσε χωρίς να έχει ακόμα την αναγνώριση που θα ερχόταν αργότερα – συχνά το κοινό τον υποδέχονταν με ένα αμήχανο «αχ, πάλι αυτός;».
Στο ίδιο τεύχος του Ταχυδρόμου δήλωνε: «Είμαι ένα περίεργο είδος αριστερού που γεννήθηκε με τον εμφύλιο και που δεν δέχεται να εκλέξει με τους όρους που του θέτει αυτός ο εμφύλιος… Δεν ανήκω σε κανένα κόμμα ή παράταξη. Νομίζω ότι όποιος προσχωρεί σε κόμμα, διαιωνίζει το αδιέξοδο στο οποίο βρισκόμαστε…»
Η δήλωση του αυτή ήταν σαφής: δεν ήθελε να γίνει πιστός σε μία οργανωμένη δομή, ήθελε – και στην πραγματικότητα το έκανε – να κινείται όπου φυσούσε ο άνεμος της δημιουργικότητας και της ατομικής αλήθειας, ή του οπορτουνισμού, θα έλεγε κανείς.
Μετά την περίοδο της έντονης πολιτικής φόρτισης ήρθε μια ακόμα πιο απότομη πολιτική στροφή: στις 16 Μαΐου 2023, σε συνέντευξή του στην Athens Voice, δήλωσε: «Ελπίζω σε μια αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας… οι εποχές αλλάζουν και μας χρειάζεται ωριμότητα». Πολλοί θεώρησαν ότι είχε «ξεχάσει» τα παλιά του, ότι είχε προδώσει τα ιδανικά του ή ότι είχε «ξεμωραθεί». Ήταν όμως απλώς η επιβεβαίωση ότι δεν θα μείνει αιχμάλωτος της δικής μας εικόνας. Κατέστησε σαφές για ακόμα μια φορά ότι είχε προ πολλού αφήσει πίσω του την Αριστερά.
Παρόμοιες αντιφάσεις εμφανίζονται σε όλη τη διαδρομή του: από εκφραστής της διανόησης της Αριστεράς, κατέληξε να στηρίζει ανοιχτά τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη το 1989 και αργότερα στον υιό Μητσοτάκη. Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι αν αυτή η ρητορική, ενσωματώνοντας το πιο αντιδραστικό αφήγημα, σκιάζει τελικά και το ίδιο του το έργο ή μήπως ανήκει στον λαό, σαν μια αυτόκλητη διαδικασία εθνικοποίησης; Προσωπικά κλίνω προς το δεύτερο.
Αν και παρέμεινε κορυφαίος στην τέχνη του –γιατί το ταλέντο δεν είναι προνόμιο της Αριστερά– είναι γεγονός ότι αποδήμησε στη λάθος πλευρά της ιστορίας. Όμως, ήταν δικαίωμά του να βρεθεί σε όποια πλευρά επιθυμούσε ο ίδιος. Δεν σας χρωστά ο Σαββόπουλος να παραμένει ο πνευματικός εκφραστής των άγριων νιάτων της Μεταπολίτευσης, ούτε της ιστορίας που εμείς οι νεότεροι ίσως μάθαμε μέσα από τα τραγούδια του. Γιατί, η πολιτική νοσταλγία είναι, τελικά, ο σιωπηλός θάνατος της ριζοσπαστικής ρήξης.
Σε μια συνέντευξή του στα ΝΕΑ τον Οκτώβριο του 2015, είχε παρατηρήσει: «Άλλοι πέφτανε στην ντρόγκα, άλλοι τρέχανε στα οδοφράγματα, άλλοι στους γκουρού κι άλλοι στον Μάο. Τι πολιτική να βγει από τέτοια ασυναρτησία; Το πολιτιστικό προϊόν όμως που γέννησε εκείνη η λαχτάρα –έργα, θέατρο, μουσική κ.λπ. – απεδείχθη πανίσχυρο. Τρώμε ακόμα εξ αυτού. Φαίνεται πως ό,τι φαντάσματα και να κατασκεύασε το μυαλό μας εκείνα τα χρόνια στη δεκαετία του ’60, η καρδιά είπε πάλι την αλήθεια με τη δική της προαιώνια παιδεία και στο Woodstock και εδώ».
Λόγια που αποκαλύπτουν την κριτική και σοβαρή ματιά του: δεν ήταν αδαής ούτε είχε «γεράσει και μουρλαθεί». Καταλάβαινε τις ιδεολογικές εκρήξεις της γενιάς του –τα όνειρα, τις υπερβολές, τα λάθη– και αναγνώριζε την αξία της δημιουργίας χωρίς να δεσμεύεται νοσταλγικά σε έναν ιδεολογικό μύθο γύρω από το πρόσωπο του.
Ίσως λοιπόν να ήρθε η ώρα να τον αφήσουμε ήσυχο, να αναπαυτεί, να πάψουμε να απαιτούμε από τον Σαββόπουλο να είναι κάτι που δεν είναι πια – ο εκφραστής των επαναστατικών χρόνων των babyboomers και ο παππούς των άναρχοmillennials. Δεν χρωστάει να είναι υπασπιστής μιας αριστερής νοσταλγίας και, ίσως καλύτερα, που δεν συνέχισε να συμβάλλει στην αισθητικοποίηση μιας επανάστασης κενής από νόημα και ουσία.
Αν είχαμε άλλες προσδοκίες από αυτόν, ίσως να μας υπενθύμιζε πως η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική μας μελαγχολία, καθώς θα ανυψωνόταν σαν άχνη φωτός στα ουράνια περιβόλια του.

















