Ο σπουδαίος συγγραφέας Σωτήρης Δημητρίου μάς μίλησε για το βάρος των λέξεων, τα μυστικά της γραφής, τη χειρότευκτη ζωή και την αξία του ασήμαντου.
Η συζήτηση με τον Σωτήρη Δημητρίου θα μπορούσε να κρατήσει ώρες ατέλειωτες. Για κάθε πράγμα που λέει προκύπτουν τουλάχιστον δύο νέες ερωτήσεις. Τον ακούω να μιλάει και θαυμάζω τα ελληνικά του, αυτά τα τόσο πλούσια ελληνικά που μέσα από τα γραπτά του σε γεμίζουν με εικόνες, ήχους και μυρωδιές. Η συνάντησή μας γίνεται με αφορμή τον μονόλογο «Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;» σε σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη και ερμηνεία της Δέσποινας Σαραφείδου, που βασίζεται σε πέντε διηγήματα του συγγραφέα.
Το πρώτο πράγμα που μου λέει όταν συναντιόμαστε είναι να μην του βγάλουμε πολλές φωτογραφίες. Κάπως έτσι ξεκινάμε να μιλάμε για τη σχέση των συγγραφέων με τη δημοσιότητα. «Το ’60-’70 δεν υπήρχαν φωτογραφίες των λογοτεχνών όχι μόνο στις εφημερίδες αλλά ούτε καν στο αυτί των βιβλίων. Περάσαμε στον αντίποδα. Από την άλλη μεριά βέβαια, επειδή είμαστε όντα που δεν έχουμε ευχαριστημό, λέω μέσα μου ότι είναι έτσι αυτή η εποχή που ζητάει εικόνα, ζητάει εν γένει πασαρέλα. Αναρωτιέμαι, αν δεν με ζητούσαν, θα ήμουν ευχαριστημένος; Το πιο πιθανό όχι. Θα μου πεις δεν υπάρχει μέση οδός; Οχι, δεν υπάρχει. Δεν μπορείς να επιλέξεις αλά καρτ, που λένε και οι εγγράμματοι» αναφέρει.
Οι λέξεις που επιλέγετε στα γραπτά σας έχουν υπόσταση. Τι βάρος έχουν για σας;
Ερχονται μόνες τους, ακάλεστες. Δεν είναι δικές μου. Είναι δημιουργήματα των ανθρώπων, όλων των ανθρώπων, και μεταφέρονται κληρονομικά. Αυτό που είναι δικό μου είναι το γούστο, η επιλογή δηλαδή μιας λέξης από τέσσερις-πέντε εκδοχές. Αυτό διαμορφώνεται από τη μουσική που κάνει την προσωδία στη φράση. Ομως όταν έχουν προσωδία όλες οι φράσεις, όλες οι σελίδες και όλο το βιβλίο ίσως ο αναγνώστης κάπου δυσφορεί. Η ομορφιά πρέπει να διακόπτεται. Είναι μυστήρια δοσολογία. Δεν το κάνεις συνειδητά. Θέμα γούστου είναι, όπως και το γράψιμο.
Και στη ζωή πρέπει να διακόπτεται; Αντέχουμε την πολλή ομορφιά και τη χαρά;
Οχι. Ακόμα και όταν η μάνα μας, η ερωμένη μας, ο εραστής μας μας επιδαψιλεύουν με τρυφερά λόγια είναι κουραστικό. Είναι μανικοτράβηγμα. Δεν αντέχεται. Εχουμε ανάγκη από μια δοσολογία αλλόκοτη, μυστήρια. Την κανονίζει όχι το συνειδητό αλλά το ασυνείδητο. Πόσα ζευγαρώματα χάλασαν από τη μεγάλη προσήλωση; Πόσα παιδάκια θέλουν να πουν στις μανάδες «μανούλα, αν με αγαπάς, μη με αγαπάς τόσο. Μην ανησυχείς τόσο»; Δεν αντέχεται, ούτε η ομορφιά αντέχεται. Θέλουμε και την ανάπαυλα, την ξεκούραση.
Εχουμε ανάγκη και το χαμηλό;
Βέβαια, και στα βιβλία. Δεν μπορείς να έχεις σε όλες τις σελίδες βουνοκορφές. Θα πας και στη χαράδρα και στην κοιλάδα και στους λάκκους.
Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει η ευτυχία καθήκον. Υπάρχει μια διάθεση να κυνηγάμε μόνο τα υψηλά και να μη χάνουμε χρόνο στα ασήμαντα. Υπάρχουν επί της ουσίας ασήμαντα πράγματα;
Όχι. Τα ασήμαντα πράγματα είναι αυτά που απαρτίζουν τη γλυκιά νανουριστική ρουτίνα. Το να βγεις το πρωί να κάνεις μια βόλτα, να πας για καφέ, να κάνεις ένα τηλεφώνημα. Αυτά τα ασήμαντα είναι καθησυχαστικά. Μην ξεχνάμε ότι όλοι μας έχουμε τη γνώση του θανάτου, είμαστε μεταξύ ζώου και θεού, κολυμπάμε στην επιφάνεια αλλά έχουμε και τα ένστικτα του ζώου. Ολους μας κατακλύζει το υπαρξιακό άγχος. Και μάλλον η ασήμαντη συνήθεια, η ρουτίνα, κάπως το καταλαγιάζει. Βέβαια ο χωριάτης στις λέξεις υπαρξιακό άγχος θα ξεκαρδιζόταν.

Γιατί κλείσατε το προφίλ σας στο Facebook;
Για τον ίδιο λόγο που πέταξα την τηλεόραση εδώ και χρόνια. Γιατί με ελκύει πάρα πολύ η εικόνα, όπως όλους. Είναι μεγάλος μπελάς, σε αγκιστρώνει. Διαπίστωσα ξαφνικά ότι περνούσα πολλές ώρες βλέποντας όλες αυτές τις ανοησίες, όλο αυτό το πράγμα που καταλήγει κυκεώνας. Ενιωσα ότι κάτι συνέβαινε με την ανάσα μου, με το μυαλό μου. Χωρίς να έχω απτές ενδείξεις, ενδεχομένως κάτι επιδρά άμεσα στην ψυχοπνευματική μου υγεία.
Πώς ενημερώνεστε;
Με τις εφημερίδες. Πολλά διηγήματά μου έχουν γραφτεί με αφορμή μια μικρή είδηση εφημερίδας. Ποτέ το διαδίκτυο δεν αποτέλεσε για μένα την πηγή ενός διηγήματος.
Τι έχει αλλάξει στις εφημερίδες;
Εγιναν κάπως εύκολες. Σπάνια στέκεσαι σε κείμενο. Υπάρχουν πλέον πολλά κείμενα, αλλά δημιουργούν –κυρίως στις κυριακάτικες εφημερίδες– θολούρα. Σε μπερδεύουν με τα πάρα πολλά. Κατά τη γνώμη μου οι εφημερίδες θα έπρεπε να αφαιρέσουν. Παλιότερα είχαν λιγότερες σελίδες και πιο προσεγμένη ύλη. Θυμάμαι την εποχή που περίμενα να πάρω το «Βήμα» της Τρίτης για να διαβάσω Ραφαηλίδη.
Ποιες είναι οι δυσκολίες της μικρής φόρμας στη λογοτεχνία;
Η ζωή δίνει πάρα πολλές διηγηματικές ευκαιρίες. Για μένα είναι εύκολο ίσως γιατί το έχω ασκήσει πολύ. Αλλος μπορεί να έχει ταλέντο συμπυκνώσεως, άλλος ταλέντο αναλύσεως. Δύσκολη για μένα είναι η μεγάλη φόρμα. Παιδεύτηκα με το «Ουρανός απ’ άλλους τόπους».
Σας δυσκολεύει η δέσμευση στο μεγάλο κείμενο;
Οχι, η αρχιτεκτονική. Επίσης δεν μου αρέσει το αρχή, μέση, τέλος, δεν θέλω. Εχει αρχή, μέση και τέλος η ζωή; Οι αρχές της ζωής είναι άπειρες, όπως άπειρα είναι και τα τέλη της. Είναι λίγο κοροϊδία να λέμε ότι κάνουμε ένα βιβλίο με αρχή, μέση και τέλος. Είναι μια σύμβαση κάπως φτηνή. Γι’ αυτό προσπαθώ στα διηγήματα να έχω ανοιχτά τέλη, αόριστα πράγματα. Βέβαια η μυθιστορηματική δομή δημιουργεί ασφάλεια και βεβαιότητα στον αναγνώστη. Του δίνει την αίσθηση ότι ο κόσμος είναι σταθερός. Επειδή δεν μπορώ την κατασκευή αυτής της αληθοφάνειας, με ανακουφίζει να κάνω μεγάλα βιβλία με διηγήματα τα οποία συνδέονται από κάτι πολύ υπόγειο.
Γιατί έχουμε τόσο μεγάλη παράδοση διηγηματογράφων στην Ελλάδα;
Δεν ξέρω πού οφείλεται. Αυτοί που λένε ότι δεν έχουμε μεγάλο μέγεθος χώρας για να βγάλουμε μεγάλα μυθιστορήματα λένε σαχλαμάρες. Μπορεί να βγει ένα μυθιστόρημα δέκα χιλιάδων σελίδων όχι σε ένα χωριό, αλλά σε έναν μαχαλά του χωριού. Μπορεί να κάνω λάθος αλλά εικάζω ότι φταίει λίγο το κλίμα της χώρας μας. Εννιά μήνες τον χρόνο έχουμε ηλιοφάνεια. Ολες οι φωνές σου λένε έβγα έξω τώρα, πήγαινε να πιες έναν καφέ, αύριο γράφεις. Είναι πάρα πολλοί οι περισπασμοί. Καταρχήν δεν θέλει κανείς να είσαι δημιουργός. Ακόμη και η μάνα σου, άμα σε βλέπει σε ένα δωμάτιο, σου λέει βγες να μου μιλήσεις. Είναι πολλά τα εμπόδια και πολύ εύκολα πέφτει στην παγίδα ο δημιουργός. Γιατί είναι χτικιό το γράψιμο. Μέχρι τώρα νόμιζα ότι είναι μια πολύ ωραία υπόθεση. Νόμιζα ότι διασκεδάζω. Πλέον αναθεωρώ. Μπορεί να λυτρώνεσαι με έναν τρόπο παράξενο, αλλά δεν υπάρχει κανένας λόγος να μπαίνεις συνέχεια στις ψυχές και στα μυαλά των άλλων. Αϊ σιχτίρ, λες στο τέλος και υποκύπτεις στην έμμεση απαρέσκεια των φίλων, των συγγενών, της μάνας, της γυναίκας. Δεν θέλουν και πάρα πολλοί ζηλεύουν. Είναι το «γιατί αυτός κι όχι εγώ;». Και ο συγγραφέας ασυνείδητα υποκύπτει. Γιατί μια ζωή αν την εκμεταλλευόταν, θα έκανε πάμπολλα βιβλία. Είναι πολύ μεγάλη η ζωή, όσο μικρή κι αν είναι.
Ποια είναι η δική σας ανάγκη να γράφετε;
Νομίζω ότι είναι αυτή η μικρή διαφορά από την κοινή χρήση των λέξεων. Ενιωσα μέσα από αναγνώστες, όχι μέσα από το δικό μου μάτι, ότι κάτι τους κάνουν μερικά διηγήματα. Είναι μια μορφή καλοήθους ναρκισσισμού.
Η παράσταση «Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;» βασίζεται σε πέντε διηγήματά σας.
Φοβήθηκα στην αρχή. Εχω αφήσει πίσω μου το «Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη» όπου τα πάντα είναι δραματικά και οι χαρακτήρες αγέλαστοι. Στη σχετικά πρόσφατη «Μαρίνα Τζάφου» για παράδειγμα δεν είναι οι καταστάσεις άσπρο μαύρο. Το κριτήριο του αναγνώστη είναι αλλόκοτο όμως. Σήμερα δεν μου λένε για τη «Μαρίνα Τζάφου» ή για τις «Αντιπαθητικές λέξεις» που τα θεωρώ σπουδαία για μένα. Μου λένε για το «Ντιάλιθ’ ιμ, Χριστάκη». Το ίδιο μου είπε και η Δέσποινα Σαραφείδου.
Εχετε επεξεργαστεί εσείς το κείμενο;
Οχι, είναι αυτούσια.
Εχετε γράψει θεατρικά;
Οχι, ούτε μάλλον θα γράψω, γιατί προτιμώ την πεζογραφία από το θέατρο. Η μεν είναι πράξη ολότητος, το δε θέατρο βάζει περιορισμούς. Πάντως, στην παράσταση του Κωνσταντινίδη και της Σαραφείδου οι περιορισμοί είναι ελάχιστοι, ελαστικοί. Αφήνουν χώρο στον θεατή να κάνει τις δικές του δημιουργίες πέριξ του διηγήματος.
Γιατί κάποιες λέξεις δεν αντέχονται;
Είναι θέμα γούστου. Κάθε εποχή, ακόμη και κάθε χρονιά, έχει τις λέξεις της οι οποίες καίγονται σαν τη μύγα στο φως. Δεν αντέχουν. Δεν προέκυψαν από πραγματική ανάγκη, μάλλον είναι μεταφράσματα από διάφορους διανοούμενους που γράφουν βιβλία και χρησιμοποιούν ξένες λέξεις, μεταφρασμένες. Μερικές καίγονται από τη χρήση και χάνονται αλλά μετά μπαίνουν υγιώς στη βεντάλια της γλώσσας. Ξεδιαλέγει μόνη της η γλώσσα. Η φράση «καλή θέαση» δεν λέγεται πλέον στα θέατρα, ευτυχώς κόπηκε. Το «καλή απόλαυση» έκανε μια μικρή καριέρα στα ρεστοράν, πλέον δεν πολυακούγεται. Αυτό που θα μείνει για κάνα δυο χρόνια ακόμη – τώρα γίνομαι προφήτης– είναι το «καλή συνέχεια».
Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που σας έρχεται στο μυαλό όταν σκέφτεστε την Πόβλα;
Οι γκρίζοι σχιστόλιθοι που είναι στρωμένοι στη μικρή ταπεινή αυλή της γιαγιάς μου. Μεσημέρι Αύγουστο, η γιαγιά μου να κάθεται με τα μαύρα ρούχα στο πεζούλι κι εγώ παιδάκι να είμαι δίπλα της και να με καίει ο σχιστόλιθος στους μηρούς.
Οι ιστορίες σας για την Ηπειρο είναι γραμμένες με πολλή αγάπη και μια αίσθηση προστατευτικότητας και ό,τι έχει να κάνει με την Αθήνα είναι λίγο σκοτεινό.
Αυτό έχει να κάνει με την αγάπη για την πατρίδα και το μικρό μέγεθος, το οικείο. Εκεί όλους τους ξέρεις. Η μεγαλούπολη είναι άφιλη και με μια κακώς εννοούμενη ελευθερία. Δεν σε ξέρουν, κάνεις ό,τι θέλεις.
Είμαστε καλοί μόνο όταν μας βλέπουν;
Εχουμε ένα βλέμμα που βάζει φραγμό. Και τα όρια δεν είναι απαραίτητα μόνο στα παιδιά.
Ησασταν ο πρώτος που χρησιμοποιήσατε ντοπιολαλιά στα βιβλία σας.
Ναι, με το «Ν’ ακούω καλά τ’ όνομά σου». Η Κάτια Λεμπέση του Κέδρου μου είχε πει: «Σωτήρη, καλό το βιβλίο σου αλλά φέρε μου το επόμενο στη νεοελληνική».
Το φοβήθηκε;
Ναι και δικαίως. Παραδόξως πήγε καλά. Εκρουσε κάποια χορδή στο συλλογικό ασυνείδητο. Αμα σκαλίσεις την επιφάνεια κάθε Ελληνα, ακόμη και του πιο αστού, ο προπάππους του ή ο πατέρας αυτού ήταν κτηνοτρόφος ή γεωργός. Αυτή η γλώσσα είναι οικεία γιατί είναι γραμμένη στην ψυχή των ανθρώπων. Δεν χάνονται αυτά, μπορεί να μην τα ακούς αλλά έχουν περάσει μέσα σου. Ποτέ δεν θεώρησα ότι είναι ιδιόλεκτος ή ντοπιολαλιά. Μάλιστα εκνευρίζομαι τρομερά όταν ακούω ότι είναι ντοπιολαλιά. Εδώ ο Σολωμός αγόραζε από τα παιδιά της Ζακύνθου λέξεις της δημώδους. Η ποιήσή του έγινε τόσο λαμπρή γιατί βάδισε στα γερά πατήματα της δημώδους και έκανε αυτό το εξαίσιο εν σπαράγματι ποιητικό έργο. Το διαβάζεις και γεμίζουν άνθη και φως η ψυχή σου. Δεν θεωρώ ότι είναι ντοπιολαλιά, προσωπικά τα ονομάζω ποιητικά ελληνικά. Ελληνικά προ σχολείου. Ηρθε το σχολείο και τους άλλαξε τα φώτα.
Για ποιο λόγο επανερχόμαστε σε αυτήν τη γλώσσα;
Κουραστήκαμε από την επίπλαστη σχολική γλώσσα, τη γλώσσα της τηλεόρασης, των μέσων ενημέρωσης, τη γλώσσα την πεποιημένη. Η δημώδης γλώσσα είναι ο ορισμός του χειροποίητου. Τη γλώσσα αυτή οι άνθρωποι την έφτιαξαν με τα χέρια τους. Ηταν συνεχώς τα χεράκια τους απασχολημένα να φτιάνουν το σπίτι τους, το κρασί τους, το αμπέλι τους, το λάδι τους, τα ρούχα τους. Ολα μόνοι τους. Σε αυτήν τη χειρότευκτη ζωή έγινε και η γλώσσα χειρότευκτη.
Δεν μπορούμε όμως να μιλάμε για την τεχνητή νοημοσύνη με εκείνες τις λέξεις.
Οχι, δεν μπορούμε. Χρησιμοποιούμε πλέον μια γλώσσα που προκαλεί βαθιά χασμουρητά. Ασε που όταν βλέπω τηλεόραση δεν καταλαβαίνω σχεδόν τα μισά λόγω των αγγλισμών. Τείνουν ολοταχώς προς μια μορφή γλωσσικής αφαιμάξεως. Χάσαμε το γλωσσικό ένστικτο, το γλωσσικό γούστο.
INF0
Ο μονόλογος «Τυφλή, τυφλή φοράδα, πού πας;» ανεβαίνει στο θέατρο Φούρνος έως τις 30/5. Τα βιβλία του Σωτήρη Δημητρίου κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πατάκη