Λίγο προτού βρεθεί στην Αθήνα για μια συναυλία με τον μέντορά του, ο Αμερικανός κιθαρίστας Στιβ Βάι μιλάει για την πρώτη επαφή του με τη μουσική, την καθοριστική γνωριμία με τον Τζο Σατριάνι και αποκαλύπτει την ιστορία πίσω από τη δημιουργία του εμβληματικού «For the love of God».
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη από Ιταλούς γονείς που μετανάστευσαν στις ΗΠΑ για να κυνηγήσουν το αμερικανικό όνειρο. Στα δώδεκα ξεκίνησε να μαθαίνει κιθάρα και στα δεκαοκτώ του βρέθηκε να παίζει δίπλα στον Φρανκ Ζάππα. Στις 28 Ιουλίου ο Στιβ Βάι, ένας από τους πλέον επιδραστικούς κιθαρίστες της γενιάς του και όχι μόνο, επιστρέφει στην Ελλάδα, αυτήν τη φορά ως μέλος της SATCHVAI Βand, του συγκροτήματος που έφτιαξε με τον μέντορά του Τζο Σατριάνι. «Πάντα κάναμε πράγματα μαζί και αυτή ήταν η κατάλληλη στιγμή να φτιάξουμε και τη δική μας μπάντα» είπε προτού γυρίσουμε τον χρόνο πίσω…
Τι μουσική ακούγατε στο σπίτι και πώς τα ακούσματα εκείνα επηρέασαν την απόφασή σας να ασχοληθείτε με τη μουσική;
Όπως όλα τα παιδιά, τα πρώτα μου ερεθίσματα προήλθαν από το οικογενειακό περιβάλλον. Ακούγαμε πολλή ιταλική μουσική, αλλά το σάουντρακ του «West Side Story» ήταν εκείνο που, παρότι ήμουν μόλις πέντε ετών, με έκανε για πρώτη φορά να νιώσω ότι βρήκα την κλίση μου. Κάθισα στο πιάνο και άρχισα να πειραματίζομαι τις νότες και κάπως έτσι γεννήθηκε η επιθυμία μου να γράφω μουσική. Λίγο αργότερα, στην ηλικία των οκτώ ετών, ξεκίνησα να παίζω ακορντεόν, όπως κάθε Ιταλός από το Λονγκ Αϊλαντ που σέβεται τον εαυτό του.
Και η κιθάρα; Πότε μπήκε στη ζωή σας;
Το κομβικό σημείο ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ’70 όταν ήμουν έντεκα ετών και τα μεγαλύτερα αδέλφια μου έβαλαν το ροκ μέσα στο σπίτι μας. Τότε πρωτοάκουσα το «Heartbreaker» μέσα από το δεύτερο άλμπουμ των Led Zeppelin και είπα: «Εδώ είμαστε, θα μάθω κιθάρα!». Είχα μάλιστα την τύχη να ζω στην ίδια περιοχή με τον Τζο Σατριάνι, ο οποίος ήταν τότε λίγο μεγαλύτερός μου, και ξεκινήσαμε να κάνουμε μαθήματα τα οποία κράτησαν τέσσερα χρόνια και έβαλαν τις βάσεις για ό,τι θα ακολουθούσε.
Ακούγεται κάπως παράδοξο ένας δωδεκάχρονος να έχει για δάσκαλο έναν δεκαεξάχρονο.
Ο Τζο είχε και έχει έναν μοναδικό τρόπο να μεταδίδει τις γνώσεις του. Στα είκοσί του που κάναμε τα τελευταία μαθήματα ήταν ήδη ένας γκουρού που ήξερε όλα τα μυστικά της κιθάρας αλλά δεν κρατούσε τίποτα για τον εαυτό του. Σε μια περίοδο που έκανα εντατικά μαθήματα σύνθεσης με βοήθησε να ενώσω τις τελείες και να συνδυάσω αυτά που μάθαινα ως κιθαρίστας από τη μια και ως συνθέτης από την άλλη. Ο Τζο ήταν ο μέντοράς μου και κατά κάποιο τρόπο εξακολουθεί να είναι ακόμη και έπειτα από τόσα χρόνια που μοιραζόμαστε τη σκηνή. Είναι νόμος ότι όσο διδάσκεις μαθαίνεις –το έλεγαν και οι αρχαίοι Ελληνες αυτό– και στη δική μας περίπτωση αυτό που πάντα κάνουμε είναι να ενθαρρύνουμε ο ένας τον άλλον να είναι ο εαυτός του, να είναι μοναδικός.
Πότε καταλάβατε ότι το παίξιμό σας άρχισε να ακούγεται σαν κάτι εντελώς δικό σας, κάτι μοναδικό;
Όταν συνειδητοποίησα ότι το νόημα δεν είναι να προσπαθώ να παίξω όπως οι ήρωές μου, αλλά να δημιουργήσω κάτι δικό μου, κάτι που δεν άκουγα από αυτούς αναπτύσσοντας το προσωπικό μου μουσικό λεξιλόγιο που δεν μοιάζει με κανένα άλλο. Φυσικά, όταν με ακούς να παίζω, μπορείς να διακρίνεις τις επιρροές μου, μπορείς να πιάσεις κάτι από Τζίμι Πέιτζ, από Τζο Σατριάνι, από Μπράιαν Μέι, αλλά το μουσικό DNA είναι διαφορετικό.
Πόσο εύκολο είναι σήμερα για έναν νέο μουσικό να είναι αυθεντικός;
Το βασικό είναι να συνειδητοποιήσεις ότι η αυθεντικότητα υπάρχει μέσα σου και ότι δεν πρέπει να την μπλοκάρεις. Να μη διστάζεις να επεξεργαστείς μια ιδέα που για σένα είναι μοναδική επειδή νομίζεις ότι δεν είναι καλή ή επειδή φοβάσαι ότι μπορεί να αποτύχεις ή να μη γίνεις αποδεκτός. Ο φόβος αυτός είναι που πολλές φορές σού στερεί τη χαρά να κάνεις αυτό που αγαπάς με τον δικό σου τρόπο. Πρέπει λοιπόν να αναγνωρίζεις τη μοναδικότητα των ιδεών σου και να πατήσεις πάνω σε αυτήν για να κάνεις κάτι αυθεντικό.
Είναι το «For the love of God» μια προσευχή χωρίς λόγια; Κι αν ναι, ποιον θεό αφορά;
Το τραγούδι αυτό ήταν παρόρμηση μιας στιγμής που έπιασα την κιθάρα και άρχισα να παίζω και να τραγουδάω τη μελωδία, την οποία ηχογράφησα σε μια κασέτα που μπήκε σε ένα ράφι για καμιά δεκαριά χρόνια. Είχε μια ενέργεια όμως που πάντα με στοίχειωνε. Όταν έκατσα να γράψω το τραγούδι, ήταν τόσο ολοκληρωμένο αυτό που ένιωθα που αναρωτιόμουν από πού μπορεί να προέρχονται όλη αυτή η χαρά και η αγαλλίαση. Εκτίμησα το γεγονός ότι ύστερα από τόσα χρόνια αξιοποίησα μια παλιά ιδέα και τότε έβαλα στο κάδρο τον Θεό και το νόημα της ύπαρξης. Θα έλεγα λοιπόν ότι το κομμάτι αυτό απευθύνεται στον Θεό της εκτίμησης και της αγάπης, ο οποίος είναι ο κοινός για όλους.
Είστε παιδί μεταναστών που βρέθηκαν στην Αμερική σε μια εποχή που η χώρα ήταν ανοιχτή σε όσους ήθελαν να ζήσουν το αμερικανικό όνειρο. Πώς βλέπετε σήμερα την κατάσταση στις ΗΠΑ με τη στοχοποίηση μεταναστών, πολλοί από τους οποίους ζουν εκεί για χρόνια;
Είναι ένα πολύ δύσκολο θέμα για μια χώρα που η μετανάστευση είναι στο DNA της. Υπήρχε μια περίοδος που όποιος ερχόταν στη Νήσο Ελις συμπλήρωνε απλώς τα στοιχεία του σε ένα χαρτί και θεωρούνταν Αμερικανός. Οι οργανωμένες κοινωνίες έχουν ανάγκη τη μετανάστευση κι αυτό πρέπει να γίνεται μέσα από μια διαδικασία που είναι ταυτόχρονα ευαισθητοποιημένη, λογική και προοδευτική και που πρέπει να τηρείται ώστε η ένταξη να γίνεται ομαλά. Όταν δεν ξέρεις ποιος έρχεται και από πού, τότε ελλοχεύουν πολλοί κίνδυνοι και ένας από αυτούς είναι να προσπαθήσεις να λύσεις το ζήτημα άγαρμπα και βάναυσα, επηρεάζοντας ακόμη και ανθρώπους που ζουν εδώ χρόνια, έχουν κατοχυρώσει ένα επαγγελματικό και οικογενειακό στάτους, είναι χρήσιμοι στην κοινωνία, πληρώνουν τους φόρους τους και το μόνο που τους λείπει είναι ένα κομμάτι χαρτί. Αυτό με τη σειρά του δημιουργεί μια διχαστική κατάσταση. Ακόμη λοιπόν κι αν έρθει η στιγμή που η ιδέα των συνόρων θα φαντάζει πολύ μακρινή, η ενσωμάτωση θα πρέπει να γίνεται με ασφάλεια τόσο γι’ αυτούς που εισέρχονται όσο και για εκείνους που ζουν ήδη εκεί.
INFO
Δευτέρα 28 Ιουλίου. Ωρα έναρξης 22.00, οι πόρτες ανοίγουν στις 20.00