Πολλοί υποστηρίζουν ότι η ανθρωπότητα οδεύει προς το τέλος της ιδεολογίας. Στο βιβλίο του «The end of ideology» ο Αμερικανός κοινωνιολόγος Ντάνιελ Μπελ υποστηρίζει ότι η πολιτική στη Δύση έχει εισέλθει σε μια «μετα-ιδεολογική» φάση, όπου οι αποφάσεις καθοδηγούνται από τεχνοκρατική λογική και πρακτικά προβλήματα και όχι από τα επαναστατικά οράματα του παρελθόντος.
Στην πραγματικότητα όμως ο Μπελ παραβλέπει τις κοινωνικές εντάσεις και την επίμονη πίεση που ασκούν οι νέες ιδεολογικές μορφές. Ωστόσο, όπως δείχνουν τα πρόσφατα γεγονότα στις ΗΠΑ, η ακροδεξιά όχι μόνο διατηρεί σκληροπυρηνικές ιδεολογικές θέσεις, αλλά γνωρίζει πώς να τις εφαρμόζει με αμείλικτο τρόπο, χρησιμοποιώντας κάθε μέσο για να εκμηδενίσει όσους θεωρεί απειλητικούς.
Η κορυφή του παγόβουνου
Το πεδίο της ψυχαγωγίας αποδεικνύεται σήμερα ένα από τα πιο κρίσιμα μέτωπα αυτής της ιδεολογικής σύγκρουσης. Ο Τζίμι Κίμελ, με μέσο όρο τηλεθέασης πάνω από 3,5 εκατομμύρια θεατές ανά επεισόδιο, αποτελεί βασικό πυλώνα της αμερικανικής ποπ κουλτούρας και της δημόσιας σφαίρας. Παρ’ όλα αυτά, οι σατιρικές αναφορές του στον Ντόναλντ Τραμπ και η προοδευτική στάση του σε ζητήματα όπως η δημόσια υγεία, οι αμβλώσεις και η κλιματική αλλαγή τον έφεραν στο στόχαστρο. Συντηρητικοί πολιτικοί και λομπίστες επιχείρησαν να τον «κατεβάσουν» από την prime time ζώνη, παρά το γεγονός ότι οι τηλεθεάσεις του ανταγωνίζονται και ξεπερνούν σε πολλά επεισόδια τον Τζίμι Φάλον, ο οποίος με την πιο «ουδέτερη» στάση του φαίνεται να απολαμβάνει την ασφάλεια του «δικού τους παιδιού».
Ο Κρεγκ Σίλβερμαν, παραδοσιακός Ρεπουμπλικανός ραδιοφωνικός παραγωγός στο Ντένβερ, απολύθηκε κυριολεκτικά στον αέρα όταν τόλμησε να επικρίνει τον Τραμπ. Ο Σίλβερμαν δεν ήταν φιλελεύθερος ούτε προοδευτικός, ωστόσο αρνήθηκε να υπακούσει στην ιδεολογική γραμμή. Η εκπομπή του κόπηκε ακαριαία, αποδεικνύοντας ότι ακόμη και όσοι βρίσκονται εντός του ίδιου πολιτικού χώρου κινδυνεύουν όταν αποστασιοποιούνται από το κυρίαρχο αφήγημα.
Ο Μπιλ Μάχερ, με μέσο όρο τηλεθέασης 2,2 εκατομμύρια θεατές ανά εβδομάδα στο «Real Time» του HBO, υπέστη διαρκείς επιθέσεις από την ίδια πολιτική τάξη. Παρά τα επιτυχημένα νούμερα και τα υψηλά έσοδα από διαφημίσεις, έχει δηλώσει ότι σκέφτεται να αποχωρήσει λόγω της συνεχούς πίεσης και του πολιτικού κλίματος εχθρότητας.
Η πιο ενδεικτική περίπτωση είναι ίσως αυτή του Στίβεν Κόλμπερτ. Το «The late show with Stephen Colbert» ήταν νούμερο ένα στη βραδινή ζώνη, ξεπερνώντας τον Τζίμι Φάλον στο NBC και συγκεντρώνοντας κατά μέσο όρο πάνω από 2,5 εκατομμύρια θεατές κάθε βράδυ. Παρ’ όλα αυτά, η Paramount αποφάσισε ξαφνικά την ακύρωση της εκπομπής, επικαλούμενη οικονομικούς λόγους λίγες ημέρες αφότου ο Κόλμπερτ είχε καταγγείλει ως «μεγάλη χοντρή μίζα» τη συμφωνία 16 εκατομμυρίων δολαρίων ανάμεσα στον Τραμπ και τη Skydance.
Η Ενωση Σεναριογράφων της Αμερικής (WGA), το μεγαλύτερο συνδικάτο που εκπροσωπεί σεναριογράφους τηλεόρασης, κινηματογράφου και διαδικτυακού περιεχομένου, χαρακτήρισε την ξαφνική ακύρωση της εκπομπής ως πολιτικό εκβιασμό, ζητώντας ακόμη και την παρέμβαση του γενικού εισαγγελέα της Νέας Υόρκης για να διασφαλιστεί η ελευθερία της έκφρασης στην τηλεόραση.
Η κυρίαρχη ιδεολογία
Αντιπαραβάλλοντας αυτές τις περιπτώσεις με τον Τζίμι Φάλον, το παράδοξο γίνεται σαφές: ο Φάλον, με την πιο «ουδέτερη» στάση του, δεν αντιμετώπισε ποτέ ανάλογες πιέσεις. Η απουσία πολιτικής κριτικής λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας. Οπως φαίνεται, η σιωπή είναι θεμιτή, ενώ η κριτική τιμωρείται. Και όλα αυτά συμβαίνουν ενώ οι εκπομπές που φιμώνουν τους Κίμελ, Κόλμπερτ και Μάχερ φέρνουν δισεκατομμύρια δολάρια στους σταθμούς και στα δίκτυα. Η ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης αποδεικνύεται εδώ με τον πιο αμείλικτο τρόπο: οι αριθμοί τηλεθέασης και τα οικονομικά μεγέθη δεν αρκούν για να προστατευτούν οι φωνές που δεν ευθυγραμμίζονται με το κατεστημένο.
Η μαρξική ρήση ότι «οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης είναι οι κυρίαρχες ιδέες» βρίσκει εφαρμογή με απόλυτη σαφήνεια: η ιδεολογία των υποτελών τάξεων δεν εξαφανίζεται, αλλά φιμώνεται και υποκαθίσταται από μια αντίπαλη ιδεολογία που εξυπηρετεί το υφιστάμενο status quo. Η τηλεόραση, η ψυχαγωγία και η πολιτική σάτιρα γίνονται πεδία μάχης, όπου η εξουσία χρησιμοποιεί οικονομική πίεση, πολιτική επιρροή και φόβο για να εξαφανίσει κάθε φωνή που αμφισβητεί τη γραμμή της.
Η ελευθερία του λόγου, σε ένα δημοκρατικό σύστημα, επηρεάζει άμεσα την ψυχαγωγία, ιδίως όταν τα late night shows λειτουργούν ως βασικός πυλώνας δημόσιας συζήτησης. Οταν οι φωνές που μπορούν να επηρεάσουν εκατομμύρια ανθρώπους φιμώνονται, η ίδια η δημοκρατία τίθεται υπό αμφισβήτηση. Αυτό που συμβαίνει σήμερα στις ΗΠΑ αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της νέας ακροδεξιάς ιδεολογίας: σκληροπυρηνικής, αμείλικτης και πλήρως συνειδητοποιημένης όσον αφορά τη δύναμη των μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Κι ενώ πολλοί πίστευαν, όπως προέβλεπε ο Ντάνιελ Μπελ, ότι ζούμε σε μια μετα-ιδεολογική εποχή, στην πραγματικότητα βρισκόμαστε σε μια περίοδο κατά την οποία η ιδεολογία των κυρίαρχων τάξεων εφαρμόζεται απροκάλυπτα, καθώς η πολυφωνία και η κριτική που αμφισβητούν την κυρίαρχη αφήγηση καταστέλλονται.
Οι Κίμελ, Σίλβερμαν, Μάχερ και Κόλμπερτ αποτελούν σύμβολα μιας σύγχρονης ιδεολογικής μάχης. Στην πραγματικότητα, το τέλος της ιδεολογίας φαίνεται να είναι ένα μεγάλο παραμύθι. Ζούμε στο απόγειο της ιδεολογικής επιβολής, όπου η εξουσία επιδιώκει να φιμώσει όσους δεν πειθαρχούν. Ζούμε ίσως στη σκληρότερη μορφή της: όπου η ψυχαγωγία, η πολιτική σάτιρα και η ενημέρωση λογοκρίνονται όταν παρεκκλίνουν από τις «ιδέες της κυρίαρχης τάξης».

















