Ο Βασίλης Τσιτσάνης και η «Συννεφιασμένη Κυριακή»

Ο Βασίλης Τσιτσάνης και η «Συννεφιασμένη Κυριακή»

Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε σαν σήμερα 18 Ιανουαρίου 1915 και έφυγε από τη ζωή στις 18 Ιανουαρίου 1984. Γεννήθηκε στα Τρίκαλα από Ηπειρώτες γονείς και έδειξε από μικρός ενδιαφέρον για τη μουσική μαθαίνοντας μαντολίνο, βιολί και μπουζούκι. Ξεχώριζε για τη σεμνότητα, τη εργατικότητα και τη λακωνικότητά του. Το 1936 βρέθηκε στην Αθήνα με στόχο να σπουδάσει νομικά ωστόσο σύντομα τον κέρδισε η μουσική. Τα τραγούδια του υπήρξαν η γέφυρα ανάμεσα στο ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι.

Για να φτάσει στο επιθυμητό αποτέλεσμα εργαζόταν ώρες ατελείωτες, χωρίς να λογαριάζει αν έξω ήταν νύχτα ή μέρα. Κάποιες φορές πλήγωνε τόσο τα δάχτυλά του που γέμιζε το μπουζούκι του με αίμα. Ακόμη και μια νότα να τον ενοχλούσε έπρεπε να την αλλάξει, μέχρι το τραγούδι να ρέει σαν το γάργαρο νερό. Κάτω από αυτές τις συνθήκες γεννήθηκαν τα τραγούδια του που τραγουδάμε μέχρι σήμερα. Κάπως έτσι γεννήθηκε και η «Συννεφιασμένη Κυριακή». Σε συνέντευξή του στον Κώστα Χατζηδουλή είχε μιλήσει σχετικά με το πώς προέκυψε το τραγούδι που για πολλούς είναι ο άτυπος εθνικός ύμνος των Ελλήνων.

«Τη “Συννεφιασμένη Κυριακή” την έγραψα με αφορμή ένα από τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν τότε στον τόπο μας, με την πείνα, τη δυστυχία, το φόβο, την καταπίεση, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις. Το υλικό που μου ενέπνευσε τους στίχους, μου ενέπνευσε και τη μελωδία. Βγήκε μέσα από τη συννεφιά της κατοχής, από την απελπισία που μας έδερνε όλους μας – τότε που όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Ήθελα να φωνάξω για τη μαύρη απελπισία, αλλά συγχρόνως και για την υπερηφάνεια του λαού μας που δε σηκώνει χαλινάρι και σκλαβιά.

Η Συννεφιασμένη Κυριακή δεν είναι μόνο ένα περιστατικό της κατοχής, αλλά κλείνει μέσα της όλη την τραγική εκείνη περίοδο. Ό,τι είχα μέσα μου και ό,τι έκρυβα από τα θλιβερά γεγονότα που ζούσα τα είπα με το τραγούδι μου αυτό. Το είχα έτοιμο από τότε, με αρχικό τίτλο Ματωμένη Κυριακή, διότι εκείνη τη βαριά χειμωνιάτικη νύχτα Κυριακή είδα με τα μάτια μου το θάνατο ενός παλικαριού. Μάτωσε η καρδιά μου κι εγώ με τη σειρά μου μάτωσα το τραγούδι το γραμμοφώνησα το 1948, αφού βασανίστηκα περίπου ένα χρόνο, επειδή μια λέξη έλειπε από το κουπλέ. Αισθάνθηκα και δεν το κρύβω, μια ιδαίτερη υπερηφάνεια που αμέσως κατέκτησε τον κόσμο».

 

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter