Την περίοδο 1992-1993, ο Γιάννης Δαλιανίδης μάς σύστησε τους Μικρομεσαίους: τη Μάρθα και τον Παύλο, δυο συναδέλφους σ’ ένα γραφείο εισαγωγών-εξαγωγών που πάλευαν με τα στραβά της ελληνικής καθημερινότητας, πάντα με χιούμορ και ευρηματικότητα. Οι τότε «μικρομεσαίοι» ήταν άνθρωποι απλοί, με ένα γραφείο, ένα τηλέφωνο με καλώδιο, ένα αφεντικό που άναβε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο και μια αδιόρατη ελπίδα ότι με λίγη τύχη και πολλή δουλειά τα πράγματα θα φτιάξουν.
Τρεις δεκαετίες μετά, οι «Μικρομεσαίοι» επιστρέφουν – αυτή τη φορά όχι στη μικρή οθόνη, αλλά στο Πεδίον του Άρεως, ως άγαλμα του Προμηθέα. Ένα έργο, προς τιμήν των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που κρατούν την οικονομία ζωντανή. Κι ωραία όλα αυτά, συγκινητικά σχεδόν. Μόνο που, όσο κι αν το μπρούντζινο -λευκό στην περίπτωσή μας- βλέμμα του Προμηθέα υπόσχεται φως και πρόοδο, οι περισσότεροι «προμηθείς» της καθημερινότητας καίγονται ζωντανοί μέσα στην ίδια τους τη φωτιά.
Γιατί τι να σου κάνουν τα αγάλματα και οι τελετές, όταν οι εργαζόμενοι που καλούνται να στηρίξουν αυτές τις επιχειρήσεις βλέπουν καθημερινά την αγοραστική τους δύναμη να εξαϋλώνεται; Ο πληθωρισμός ροκανίζει τους μισθούς προτού προλάβουν να φτάσουν στην τσέπη. Οι πρώτες ύλες ακριβαίνουν, το ρεύμα καταπίνει τα έσοδα σαν τον καιάδα (μιας και πιάσαμε τη μυθολογική επιχειρηματολογία), τα ευρωπαϊκά κονδύλια συρρικνώνονται και το περιβόητο «μαξιλαράκι ασφαλείας» μοιάζει με πετσέτα θαλάσσης ξεχασμένη σε μια παλιά παραλία της Χαλκιδικής.
Μιλώντας για Χαλκιδική, η αισθητική του αγάλματος θυμίζει εκείνο το πλαστικό δελφίνι έξω από την παραλία της Χανιώτης – ένα κακόγουστο, πλαστικό ξεθωριασμένο τουριστικό θέαμα που παρίστανε το σύμβολο προόδου, ενώ έλιωνε στον ήλιο. Έτσι κι εδώ: ένα αισθητικό παρατράγουδο, μια Disney των Βαλκανίων, που μοιάζει περισσότερο με εξώφυλλο από τουριστικό φυλλάδιο παρά με σύμβολο κοινωνικής αναγνώρισης. Πίσω του, όμως, προβάλλει κάτι πιο βαθύ – η εμμονή μιας χώρας να εξωραΐζει την καθημερινή της δυσφορία με εθνικά σύμβολα και μπρούντζινα ιδεώδη.
Ο «μικρομεσαίος» στην Ελλάδα, πέρα από μια οικονομική κατηγορία, προπάντων αποτελεί ένα εθνικό φαντασιακό που χτίστηκε στη μεταπολίτευση: το παιδί του χωρικού και του μικροαστού που ανέβηκε κοινωνικά, αγόρασε μαγαζί, σπίτι και Ι.Χ., πίστεψε στην ανάπτυξη και στην αυτάρκεια. Κουβαλά ακόμη μέσα του εκείνη τη μικροαστική ηθική της αυτοσυντήρησης και της τιμιότητας, αναμασημένη σήμερα ως ρητορική «ανθεκτικότητας». Μόνο που αυτή η ηθική δεν είναι πια αρκετή. Ο μικρομεσαίος δεν επιβιώνει χάρη στην εργατικότητα ή την ευσυνειδησία του. Επιβιώνει παρά τη φθορά ενός συστήματος που στηρίζεται στην εξάντλησή του.

Γι’ αυτό και το άγαλμα του Προμηθέα μοιάζει με μνημείο μιας τάξης που σβήνει. Όπως ήδη έγραφε από το 1989 ο καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου Ανδρέας Λύτρας στη μελέτη του για τη μικροαστική συνθήκη, «η παλιά μικρομεσαία τάξη υπήρξε το “καύσιμο” της εθνικής αφήγησης του εκσυγχρονισμού, ένα είδος ενδιάμεσης ηρωικής φιγούρας που συνδέει το χωράφι με το γραφείο». Σήμερα, αυτός ο ήρωας επιστρέφει ως άγαλμα, με φόντο κυβερνητικά πάνελ και φώτα LED, για να θυμίσει πως το «όραμα της προόδου» έχει πια περισσότερο να κάνει με τις δημόσιες σχέσεις παρά με την κοινωνική πραγματικότητα.
Γιατί ο μικρομεσαίος δεν έχει ανάγκη από αγάλματα, έχει ανάγκη από ανάσα. Από ένα σταθερό εισόδημα που δεν εξανεμίζεται σε λογαριασμούς, από ένα κράτος που δεν θυμάται την ύπαρξή του μόνο στα συνέδρια και στα «εκατό χρόνια προσφοράς», από μια πολιτεία που δεν αντιμετωπίζει τη δουλειά του σαν ρομαντικό κατάλοιπο μιας άλλης εποχής. Στο φόντο, η ελληνική κοινωνία μοιάζει να παρακολουθεί αυτή την παράσταση καθισμένη σε έναν καναπέ με σεμεδάκι και την τηλεόραση να παίζει στο background – εκεί όπου ο Δαλιανίδης, με τον δικό του τρόπο, είχε ήδη περιγράψει όλο το έργο.
Σήμερα, το πορτοφόλι της επιχείρησης είναι το ίδιο το πορτοφόλι του ανθρώπου που τη δουλεύει. Μια οικογένεια πέντε ατόμων, μαζί με τη γιαγιά που κρατάει τα παιδιά «γιατί που λεφτά για νταντάδες», χρειάζεται δέκα και δώδεκα εργατοώρες την ημέρα για να σταθεί όρθια. Και ακόμη κι έτσι, η επιβίωση βασίζεται στο οικογενειακό απόθεμα, στα λίγα που έχουν μείνει από προηγούμενες γενιές – γιατί χωρίς αυτά, οι σημερινοί «μικρομεσαίοι» θα ήταν απλώς μικροί και μεσαίοι χρεοκοπημένοι.
Η κοινωνία βρίσκεται στο όριο: πίσω από κάθε νούμερο «ανάπτυξης» κρύβεται ένα νοικοκυριό χωρίς σπίτι, ένας επαγγελματίας που παλεύει με τις τράπεζες, μια υγεία που φθείρεται από το άγχος και την γενική αίσθηση ότι «κάθε αγώνας είναι μάταιος». Ο μικρομεσαίος, ο παλιός ήρωας της ελληνικής τηλεόρασης, έχει γίνει πια ο Προμηθέας δεσμώτης – δεμένος με χρέη, λογαριασμούς και προθεσμίες, χωρίς καν τον Δία να τον απειλεί, μόνο ένα σύστημα που τον ξεχνά μόλις σβήσουν τα φώτα των εγκαινίων.
Ίσως λοιπόν, αντί για άγαλμα, να χρειαζόταν ένας καθρέφτης στο Πεδίον του Άρεως – για να δούμε ποιοι πραγματικά πληρώνουν το τίμημα της “προόδου”. Γιατί αν κάτι απέδειξαν οι Μικρομεσαίοι του Δαλιανίδη, είναι πως το χιούμορ και η ευρηματικότητα μπορεί να σώσουν τη μέρα. Όχι όμως και το μαγαζί.

















