Το 1974 στα γυρίσματα με τον Λάκη Παπαστάθη για λογαριασμό του ντοκιμαντέρ «Χαίρω πολύ, Σαββόπουλος» ο συνθέτης μαγεύτηκε από το κινηματογραφικό μέσο και συνεργάστηκε εκ νέου μαζί του στη μικρού μήκους ταινία «Θέατρο σκιών».
Τον επόμενο χρόνο συμβάλει στη μουσική επένδυση του ντοκιμαντέρ «Μαρτυρίες» του Νλικου Καβουκίδη για την εξέγερση του Πολυτεχνείου και το 1976 ο Παντελής Βούλγαρης του ζητάει να γράψει τη μουσική για την ταινία «Happy day» που απεικόνιζε την καθημερινότητα των πολιτικών εξόριστων σε ένα απομονωμένο νησί που δεν ονομάζεται αλλά «φωτογραφίζει» ξεκάθαρα την Μακρόνησο. Η ταινία αποθεώνεται στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και ο Διονύσης Σαββόπουλος κερδίζει το βραβείο μουσικής αλλά αρνείται να το παραλάβει.
Τρία χρόνια αργότερα συνθέτει τη μουσική για την μικρού μήκους ταινία του Δημήτρη Αρβανίτη «Αχαρνείς» και ακολουθεί μια δεκάχρονη σχεδόν απουσία πριν επιστρέψει στην κινηματογραφική μουσική για λογαριασμό του «Τεριρέμ» του Απόστολου Δοξιάδη το 1987, όπου ο Αντώνης Καφετζόπουλος και η Όλια Λαζαρίδου ξανασυνεργάζονται και πάλι μετά την Παραγγελιά (1980) και το «Στίγμα» (1982), στο ρόλο ενός καραγκιοζοπαίχτη και της γυναίκας του που περιοδεύουν από χωριό σε χωριό.
Τον επόμενο χρόνο ο Σαββόπουλος αναλαμβάνει τη μουσική επένδυση της τηλεοπτικής σειράς «Σιγά, η πατρίδα κοιμάται», την ίδια σχεδόν εποχή που στέφεται με επιτυχία το δικό του πέρασμα μπροστά από την τηλεοπτική κάμερα με την τυπικά ψυχαγωγική αλλά ουσιαστικά έντονα πολιτικοποιημένη σειρά 8 επεισοδίων «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι» που επιμελούνταν και παρουσίαζε ο ίδιος.
Η τελευταία του δουλειά για τη μικρή ή τη μεγάλη οθόνη ήταν το 2001 για την τηλεοπτική σειρά του Γιάννη Σμαραγδή «Τα χαϊδεμένα παιδιά».
Τέλος, είχε μικρά περάσματα ως ηθοποιός στα φιλμ «Τα χρώματα της ίριδας», «Βαριετέ», «Made in Greece» κ.α.






















