Οι οφειλέτες δεν είναι απλώς αριθμοί ή «κόκκινα δάνεια» στα χαρτοφυλάκια των funds. Είναι οικογένειες, ηλικιωμένοι, νέοι που προσπαθούν να ξεκινήσουν τη ζωή τους, άνθρωποι που έκαναν λάθη ή απλώς χτυπήθηκαν από την οικονομική κρίση. Και όμως, καθημερινά βιώνουν μια αόρατη ψυχολογική πολιορκία που φέρνει τον φόβο και την απόγνωση στο κατώφλι τους.
Τα funds που διαχειρίζονται τα δάνεια αυτά δεν αρκούνται σε απλή διεκδίκηση οφειλών.
Εφαρμόζουν τακτικές πίεσης που, αν και φαινομενικά «νόμιμες», λειτουργούν εξουθενωτικά. Απότομες νομικές ενέργειες, κατασχέσεις χωρίς προειδοποίηση, πλειστηριασμοί με εξπρές διαδικασίες, αλλά και επιλεκτική αδιαφορία σε αιτήματα ρύθμισης, δημιουργούν ένα περιβάλλον στο οποίο ο οφειλέτης νιώθει παγιδευμένος και ανίσχυρος. Επίσης, η μεθοδευμένη τακτική του «ροκανίσματος του χρόνου έως τον πλειστηριασμό» δημιουργεί μια ψευδαίσθηση διαπραγμάτευσης, ενώ στην πραγματικότητα οδηγεί τον δανειολήπτη σε αδιέξοδο. Ο χρόνος, εργαλείο που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για εξεύρεση λύσης, μετατρέπεται σε μέσο πίεσης. Και όταν η απειλή του πλειστηριασμού γίνει πλέον άμεση και αναπόφευκτη, ο οφειλέτης βρίσκεται αντιμέτωπος με έναν εκβιαστικό μονόδρομο: να αποδεχθεί οποιουσδήποτε όρους του τεθούν — ακόμη κι αν είναι υπερβολικά επαχθείς ή μη ρεαλιστικοί — με μοναδικό στόχο να σώσει την κατοικία του. Σε πολλές περιπτώσεις, οι όροι αυτοί δεν αποσκοπούν σε βιώσιμη ρύθμιση, αλλά σε διατήρηση του ελέγχου του fund επί του ακινήτου, με πρόσκαιρη μόνο αναστολή της κατάσχεσης.
Η απώλεια στέγης δεν είναι απλώς μια υλική απώλεια. Το σπίτι δεν είναι ένα ακόμη περιουσιακό στοιχείο. Είναι ο τόπος αναμνήσεων, οικογενειακής συνοχής, ένα βασικό συστατικό της προσωπικής ζωής. Η απειλή απώλειάς του διαταράσσει τη συνοχή του ατόμου, δημιουργεί συναισθήματα αδυναμίας και ματαίωσης.
Η ψυχολογική επιβάρυνση που προκύπτει από αυτό το καθεστώς είναι τεκμηριωμένη. Μελέτες έχουν καταδείξει ότι η έκθεση στην απειλή απώλειας κατοικίας σχετίζεται με σημαντική αύξηση σε ποσοστά κατάθλιψης, αγχωδών διαταραχών και αϋπνίας. Έρευνες όπως αυτή στο International Journal of Social Psychiatry τεκμηριώνουν πως η οικονομική ανασφάλεια και η διαρκής πίεση από δανειστές μπορούν να επιφέρουν σοβαρές επιπτώσεις στην ψυχική υγεία. Δεν πρόκειται για «ψυχολογική δυσφορία» αλλά για διάλυση της καθημερινής ζωής: άνθρωποι απομονώνονται κοινωνικά ή βλέπουν την οικογένειά τους να διαλύεται υπό την πίεση.
Οι πολιτικές και θεσμικές παρεμβάσεις που απαιτούνται πρέπει να έχουν ως αφετηρία τον άνθρωπο και όχι τους ισολογισμούς.
Δεν είναι δυνατόν να συνεχίζεται μια θεσμική σιωπή απέναντι σε φαινόμενα συστηματικής πίεσης και επιθετικής διεκδίκησης που αγνοούν πλήρως την ανθρώπινη διάσταση του προβλήματος. Η απονομή δικαιοσύνης δεν μπορεί να είναι υπόθεση μόνο αριθμών και προθεσμιών· χρειάζεται να λαμβάνει υπόψη τις συνθήκες ζωής, την ψυχολογική πίεση και την κοινωνική πραγματικότητα που βιώνει ο οφειλέτης. Η πολιτεία οφείλει να θεσπίσει ένα σαφές και υποχρεωτικό πλαίσιο δεοντολογίας των funds/servicers, να τους αναγκάζει μέσω του εξωδικαστικού μηχανισμού να ανταποκρίνονται σε αιτήματα ρύθμισης (αλλά να το κάνει πραγματικά, όχι να ευαγγελίζεται πως το κάνει), ή/και να δώσει ξανά κάποια όπλα στον οφειλέτη που να του επιτρέπει κάποια σχετική ελευθερία, λόγου χάρη η επαναφορά του άρθρου 998 ΚΠολΔ, με την οποία ο οφειλέτης υπό πλειστηριασμό μπορούσε να πουλήσει ελεύθερα το ακίνητο του σε τιμή που μπορούσε να διαπραγματευτεί ο ίδιος.
Η ψυχική φθορά, η αγωνία για το αύριο και η διαρκής αβεβαιότητα δεν είναι αόρατες συνέπειες – είναι πραγματικότητα για χιλιάδες νοικοκυριά. Το κράτος οφείλει να προστατεύσει όχι μόνο την πρώτη κατοικία αλλά και την κοινωνική συνοχή. Χρειάζεται ένα θεσμικό περιβάλλον που να αντιμετωπίζει την απώλεια σπιτιού ως έσχατη λύση, όχι ως τυπική διαδικασία. Χρειάζεται μια κοινωνία που δεν θα αποδέχεται ότι η απώλεια στέγης μπορεί να αποτελεί απλώς τη στατιστική συνέπεια για όποιον έτυχε να χρωστά — γιατί κάθε σπίτι που χάνεται, είναι ένα κομμάτι κοινωνίας που φθείρεται.