Το 1967, οι ποιητές Άραμ Σαρογιάν και Τεντ Μπέριγκαν ταξίδεψαν στο Σεντ Πίτερσμπεργκ της Φλόριντα, για λογαριασμό του λογοτεχνικού περιοδικού Paris Review, για να συναντήσουν και να συνομιλήσουν με τον θρυλικό συγγραφέα της Μπιτ Γενιάς, Τζακ Κέρουακ.
Εκείνη την εποχή, διάφοροι άγνωστοι χτυπούσαν διαρκώς την πόρτα του σπιτιού του, για να γνωρίσουν από κοντά τον συγγραφέα του μυθιστορήματος-σταθμού, «Στο Δρόμο».
Ο Κέρουακ ζούσε με τη σύζυγό του Στέλλα, τη μητέρα του Γκαμπριέλ και τις δύο αγαπημένες του γάτες. Η Στέλλα προσπαθούσε να κρατήσει μακριά τους απρόσκλητους επισκέπτες, όμως ο Σαρογιάν έφερε ένα όνομα που του χάρισε την πρόσβαση στο εσωτερικό του σπιτιού. Ο πατέρας του, ο διάσημος συγγραφέας Ουίλιαμ Σαρογιάν, υπήρξε ένας από τους ήρωες του Κέρουακ.
Ο νεαρός ποιητής παρατήρησε ότι ο Κέρουακ φαινόταν «σαν ταλαιπωρημένος ταύρος». Το πρόσωπό του ήταν πρησμένο, το σώμα του βαρύ, το συκώτι του κατεστραμμένο. Περνούσε τις μέρες του φορώντας ρόμπα και παντόφλες, γκρινιάζοντας για τον πόλεμο του Βιετνάμ και βυθισμένος στο ουίσκι, την τεκίλα ή την μπίρα. «Είμαι καθολικός και δεν μπορώ να αυτοκτονήσω», είχε πει στη βιογράφο του Αν Σάρτερς, «μα σκοπεύω να μεθύσω μέχρι θανάτου».
Όταν οι δύο ποιητές μπήκαν στο σπίτι, τον βρήκαν καθισμένο στο σκοτεινό σαλόνι. Ο Μπέριγκαν του πρόσφερε μια χούφτα Ομπέτρολ – ένα διεγερτικό φάρμακο, παρόμοιο με τις αμφεταμίνες, που τότε κυκλοφορούσε νόμιμα στις ΗΠΑ.
Οι θαυμαστές του συνήθιζαν να του φέρνουν ναρκωτικά και αλκοόλ, πιστεύοντας πως εκείνος εξακολουθούσε να ζει όπως ο Ντιν Μοριάρτι, ο ατίθασος ήρωας του «Στο Δρόμο», εμπνευσμένος από τον φίλο του Νιλ Κάσαντι. Στην πραγματικότητα όμως, ο Κέρουακ είχε πια αποσυρθεί. Συχνά τα βράδια έβγαινε στον κήπο και ούρλιαζε προς το φεγγάρι, σαν να ζητούσε από αυτό να τον ακούσει.
Μιλώντας για τα ταξίδια του με τον Κάσαντι, θυμόταν εκείνες τις μέρες που «ελεύθεροι σαν μέλισσες… περάσαμε καλύτερα απ’ ό,τι πέντε χιλιάδες υπάλληλοι βενζινάδικων». Μίλησε επίσης με θαυμασμό για τον Ουίλιαμ Σαρογιάν: «Τον λάτρευα ως έφηβος, με απελευθέρωσε από τον 19ο αιώνα της που πάσχιζα να μελετήσω, όχι μόνο με το χιούμορ του, αλλά και με την αρμενική του ποίηση».
Έπαιξε πιάνο για τους επισκέπτες του και συνέθεσε ένα αυθόρμητο χαϊκού:
«Σπουργίτι
με μεγάλο φύλλο στην πλάτη
καταιγίδα ανέμου».
Ο Κέρουακ μιλούσε για τον Βουδισμό και την επίδραση του Ζεν στη γραφή του:
«Όταν ένας άντρας φτύσει τον Βούδα», είπε, «ο Βούδας απαντά: “Αφού δεν μπορώ να δεχτώ την προσβολή σου, κράτησέ την για τον εαυτό σου”». Όταν ο Σαρογιάν τον ρώτησε ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στον Βούδα και τον Ιησού, εκείνος απάντησε απλά: «Καμία».
Καθώς η βραδιά προχωρούσε, απήγγειλε αποσπάσματα από το Mexico City Blues και ζήτησε από τον Σαρογιάν να επαναλαμβάνει κάθε στίχο, έναν προς έναν.
Το άρθρο που δημοσιεύθηκε στο Paris Review έμελλε να είναι η τελευταία του συνέντευξη. Τα τελευταία χρόνια του Κέρουακ ήταν δύσκολα. Αν και η γραφή του υπήρξε θεμέλιο της κουλτούρας των 60s, ο ίδιος περιφρονούσε τους χίπις. Σε μια μεθυσμένη εμφάνιση το 1968, στην εκπομπή Firing Line του Γουίλιαμ Μπάκλεϊ, αποκάλεσε τον πόλεμο του Βιετνάμ «μια κυβερνητική σκευωρία για να πουληθούν περισσότερα τζιπ», διαρρηγνύοντας οριστικά τη σχέση του με τον Άλεν Γκίνσμπεργκ. Λίγο αργότερα, έχασε και τον παλιό του φίλο και σύντροφο στις περιπλανήσεις του, τον Νιλ Κάσαντι, που πέθανε στο Μεξικό.
Μετά το εγκεφαλικό της μητέρας του, ο Κέρουακ μετακόμισε το 1966 στο Σεντ Πίτερσμπεργκ. Ονόμασε την πόλη «τόπο των νεόνυμφων και των ζωντανών νεκρών» κι «ένα καλό μέρος για να πεθάνεις». Περνούσε τις μέρες του ακούγοντας τζαζ, φροντίζοντας τη μητέρα του και παίζοντας με τις γάτες του. Καθόταν στο γραφείο του και έγραφε άρθρα για το μπέιζμπολ σε μια τοπική εφημερίδα, ενώ παράλληλα δούλευε ένα νέο μυθιστόρημα, το «Πικ», γραμμένο από την οπτική ενός μικρού Αφροαμερικανού.
Το ποτό είχε γίνει η καθημερινότητά του: ξεκινούσε με Τζόνι Γουόκερ Κόκκινο το μεσημέρι και συνέχιζε με μπίρες ως αργά τη νύχτα. «Ήταν γλυκός και προσεκτικός όταν ήταν νηφάλιος», έγραψε ο Τζον Κλέλον Χολμς, «μα όταν μεθούσε γινόταν άγριος, παρανοϊκός, φωνακλάς και απρόβλεπτος».
Ένα βράδυ του Σεπτεμβρίου του 1969, ύστερα από μια νύχτα στο μπαρ The Cactus, ο Κέρουακ γύρισε στο σπίτι μεθυσμένος και τραυματισμένος, καθώς είχε δεχτεί επίθεση. Δεν αναζήτησε ιατρική βοήθεια, κι έτσι η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε ραγδαία. Το πρωί της 20ής Οκτωβρίου ξύπνησε και άρχισε να κάνει εμετούς με αίμα.
Μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο St. Anthony’s, όπου οι γιατροί διαπίστωσαν εκτεταμένη αιμορραγία στο στομάχι και σοβαρή ρήξη κήλης. Παρά τις προσπάθειες να σταματήσουν την αιμορραγία, το κατεστραμμένο του ήπαρ δεν επέτρεπε την πήξη του αίματος. Πέθανε στις 21 Οκτωβρίου 1969, στις 5:45 το πρωί, σε ηλικία μόλις 47 ετών. Η επίσημη αιτία θανάτου: κίρρωση ήπατος και εσωτερική αιμορραγία.
Ο Τζακ Κέρουακ τάφηκε στο κοιμητήριο Έντσον, στο Λόουελ της Μασαχουσέτης. Το τελευταίο του έργο, το «Πικ», εκδόθηκε μετά θάνατον.






















