Όλγα Κεφαλογιάννη για Συνεπιμέλεια: Με το νομοσχέδιο δεν προστατεύεται το συμφέρον του παιδιού

Την αντίθεσή της εξέφρασε για ακόμη μία φορά η βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Όλγα Κεφαλογιάννη σχετικά με το νομοσχέδιο που φέρνει στη Βουλή προς ψήφιση η κυβέρνηση και αφορά τη συνεπιμέλεια.

Με άρθρο της στο ieidiseis, η κ. Κεφαλογιάννη τονίζει ότι με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο χάνεται ο παιδοκεντρικός χαρακτήρας του Οικογενειακού Δικαίου, που θα έπρεπε να είναι στο επίκεντρο της νομοθέτησης, την ώρα κάνει εκτενής αναφορά στο ζήτημα του «συνολικού χρόνου» από τους δύο γονείς.

Επιπλέον, η βουλευτής της ΝΔ εστιάζει στο γεγονός πως βασικός στόχος του νομοσχεδίου, όπως άλλωστε περιγράφεται και στον σκοπό του, πρέπει να είναι η προστασία του συμφέροντος του παιδιού, κάτι που όμως δεν διαφαίνεται με τις τωρινές μεταρρυθμίσεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης.

Αναλυτικά το άρθρο της: 

«Το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης με θέμα «Μεταρρυθμίσεις αναφορικά με τις σχέσεις γονέων και τέκνων και άλλα ζητήματα οικογενειακού δικαίου» είναι μία πρωτοβουλία που έχει ως κεντρικό άξονα τη συνέχιση της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας και μετά τον χωρισμό των γονέων. Και σε αυτό, δεν μπορεί να διαφωνεί κανείς επί της αρχής.

Βασικός στόχος του νομοσχεδίου, όπως άλλωστε περιγράφεται και στον σκοπό του, που είναι η προστασία του συμφέροντος του παιδιού.

Δυστυχώς, ανατρέχοντας στο νομικό κείμενο, διαπιστώνεται ότι ο παιδοκεντρικός χαρακτήρας του Οικογενειακού Δικαίου, που θα έπρεπε να είναι το επίκεντρο της νομοθέτησης, χάνεται σε πολλές περιπτώσεις. Ένα παράδειγμα είναι η προτεινόμενη ρύθμιση με την οποία εισάγεται η υποχρέωση της «προηγούμενης ενημέρωσης του άλλου γονέα» για απλά καθημερινά ή επείγοντα ζητήματα. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς νομικός για να κατανοήσει ότι στην εφαρμογή της αυτή η υποχρεωτική διαδικασία είναι πρακτικά ανέφικτη. Σε περίπτωση καθυστέρησης στην επικοινωνία ή διαφωνίας των γονέων έρχεται σε αδιέξοδο η ίδια η καθημερινότητα του παιδιού. Στις προβλεπόμενες από τον ΑΚ αυτές περιπτώσεις που δίνουν το δικαίωμα στους γονείς να επιχειρούν για συγκεκριμένα θέματα μόνοι τους, έρχεται η νέα αυτή διάταξη, σε πλήρη αντινομία με το σκεπτικό του νομοθέτη, να βάλει την υποχρέωση έγκρισης από τον άλλο γονέα. Είναι μια διάταξη που σίγουρα θα δημιουργήσει νέα προβλήματα, παρά θα λύσει υπάρχοντα.

Ακόμα πιο σοβαρό είναι το ζήτημα που αποπειράται να ρυθμίσει το προτεινόμενο άρθρο που ορίζει ρητά ότι «οι γονείς εξακολουθούν να ασκούν από κοινού και εξίσου την γονική μέριμνα».

Ο όρος «εξίσου» είναι ασαφής και επιδέχεται ποικίλων ερμηνειών. Για παράδειγμα μπορεί να ερμηνευθεί ως ισόχρονη και με εναλλασσόμενη κατοικία. Αν και ο ίδιος ο αρμόδιος υπουργός, εξήγησε στον δημόσιο λόγο του ότι το όρος «εξίσου» είναι ενδεικτικός της επιθυμίας να υπάρχει κοινή μέριμνα και μετά το διαζύγιο, τα ερωτήματα παραμένουν. Διότι, αφενός, προς αποφυγή παρερμηνειών και ανασφάλειας δικαίου, το κείμενο θα έπρεπε να διευκρινίζει με σαφήνεια το περιεχόμενο της επίμαχης αυτής φράσης, αφετέρου, η επιθυμία να υπάρχει κοινή γονική μέριμνα και μετά το διαζύγιο, αποτυπώνεται πλήρως και με απόλυτη σαφήνεια στη διάταξη «εξακολουθούν να ασκούν από κοινού τη γονική μέριμνα». Επομένως είτε θα πρέπει να αποσαφηνιστεί ο όρος είτε να απαλειφθεί. Διότι το χειρότερο όλων σε περίπτωση που παραμείνει, είναι ότι ανοίγει ο δρόμος της οριζόντιας αντιμετώπισης όλων των παιδιών, χωρίς να συνυπολογίζονται οι διαφορετικές τους ανάγκες, που εξαρτώνται από μείζονα ζητήματα, όπως οι συνθήκες διαβίωσής τους, η υγεία, οι ιδιαιτερότητες του κάθε παιδιού. Είναι κάτι που, πέραν του ότι αντιβαίνει στη Σύμβαση του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού, προσκρούει στο σκεπτικό του νομοθέτη για το «συμφέρον του παιδιού», που το προβλέπεται και το προστατεύει, εισάγοντάς το ως μία αόριστη έννοια. Ακριβώς ως τέτοια δεν μπορεί να εξειδικεύεται – και μάλιστα να ιεραρχείται με συγκεκριμένα κριτήρια – παρά μόνο από τον φυσικό δικαστή, ο οποίος εξετάζει την κάθε περίπτωση ξεχωριστά και ως μοναδική. Ο νομοθέτης δεν μπορεί και δεν πρέπει να υποκαθιστά τον δικαστή.

Ο όρος «τεκμαίρεται» επίσης, προσδίδει στο δικαίωμα της επικοινωνίας του γονέα που δεν διαμένει με το παιδί τον χαρακτήρα της υποχρέωσης. Κάτι εντελώς παράλογο προς το συμφέρον του παιδιού διότι η επικοινωνία με αυτό δεν μπορεί να είναι εξαναγκαστική. Επιπλέον, δημιουργείται και μία αξιοσημείωτη αντίφαση, διότι ενώ με τον όρο «τεκμαίρεται» εισάγεται ο χαρακτήρας της υποχρεωτικότητας στην επικοινωνία, στην ίδια διάταξη, αμέσως παρακάτω, αυτή η υποχρεωτικότητα απενεργοποιείται, εάν απλώς ο γονέας ζητήσει λιγότερη επικοινωνία από το 1/3.

Αυτές είναι σοβαρές αστοχίες και χρήζουν διόρθωσης ή και απαλοιφής.

Ρητή επεξήγηση χρειάζεται, στην ίδια διάταξη, η φράση του «συνολικού χρόνου». Γεννάται το σοβαρό ερώτημα, εδώ, για ποιον «συνολικό χρόνο» μιλάμε, τον διαθέσιμο ή τον πραγματικό. Επί του εβδομαδιαίου ή του ετήσιου συνολικού χρόνου;

Είναι σοβαρό θέμα η απουσία προσδιορισμού του «συνολικού χρόνου» διότι, όπως αιωρείται έτσι η διάταξη, ένας γονιός θα μπορεί να διεκδικήσει π.χ. να βλέπει το παιδί μόνο κατά το διάστημα μεταξύ των μηνών Ιουνίου -Σεπτεμβρίου. Πόσο μπορεί κάτι τέτοιο να αποβαίνει προς το συμφέρον του παιδιού;

Μείζον ζήτημα που χρήζει τροποποίησης είναι και η πρόβλεψη της οριστικής καταδίκης για συγκεκριμένα αδικήματα, ως περίπτωσης κακής άσκησης γονικής μέριμνας. Με τη διάταξη αυτή, το παιδί θα παραμένει εκτεθειμένο στην «κοινή γονική μέριμνα» ενός κακοποιητικού γονέα για χρόνια.

Η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης προβλέπει ότι, σαφής ένδειξη άσκησης βίας αποτελεί και το πιστοποιητικό νοσοκομείου ότι υπήρξε κακοποίηση. Στη Γαλλία το 2020 ψηφίστηκε νόμος με τον οποίο δύναται να αναστέλλεται η επικοινωνία και η διαμονή με το παιδί με την άσκηση ποινικής δίωξης για ανάλογα αδικήματα. Δεν μπορεί να επικαλούμαστε κατά το δοκούν τις πρακτικές άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Εάν θέλουμε να προσεγγίσουμε τις ευρωπαϊκές πρακτικές στα ζητήματα αυτά, θα πρέπει αυτό να γίνει συνολικά. Στην Ευρώπη λειτουργεί και ο θεσμός των οικογενειακών δικαστηρίων, για παράδειγμα. Κάτι που εδώ, όπως εξήγησε ο Υπουργός, δεν υπήρχε δυνατότητα να γίνει, αν και όπως γνωρίζουμε υπάρχει από χρόνια έτοιμος σχεδιασμός. Είναι σαφές ότι κάθε νόμος για να μπορεί να αποδώσει σε μία κοινωνία, δεν αρκεί, απλώς, να δανείζεται αποσπάσματα νομοθεσίας άλλων χωρών. Θα πρέπει να βλέπουμε και το συνολικό νομικό σύστημα και περιβάλλον στο οποίο θα εισαχθεί ο νόμος αυτός, τα θεσμικά εργαλεία με τα οποία θα υποστηριχθεί, οι κοινωνικές δομές, οι υποστηρικτικές δομές υγείας κλπ.

Όλες αυτές οι προβληματικές διατυπώσεις, σε συνδυασμό με τα γονεοκεντρικά κριτήρια που, ατυχώς, προβλέπονται στο άρθρο για «το συμφέρον του παιδιού» οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, δυστυχώς, ο σκοπός του νομοσχεδίου, που είναι «το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου», δεν εξυπηρετείται από τις ίδιες του τις διατάξεις.

Και είναι σαφές ότι κανείς δεν διαφωνεί με τη συνέχιση της από κοινού άσκησης της γονικής μέριμνας και μετά τον χωρισμό των γονέων. Όχι μόνο δεν τίθεται ζήτημα διαφωνίας αλλά είναι και το ευκταίο, υπό την πρωταρχική προϋπόθεση, όμως, ότι θα είναι προς το συμφέρον του παιδιού. Αυτός είναι ο σκοπός των τροπολογιών που καταθέσαμε και σε αυτόν εστιάζουν. Είναι προτάσεις οι οποίες προστατεύουν και ενισχύουν περισσότερο τον παιδοκεντρικό χαρακτήρα του οικογενειακού δικαίου, διορθώνοντας αστοχίες του νομοσχεδίου που θα περιπλέξουν περισσότερο παρά θα λύσουν τα προβλήματα των χωρισμένων γονέων, με αποτέλεσμα να πλήττεται το ίδιο το συμφέρον του παιδιού».