Το 1975 ο τραγουδιστής και τραγουδοποιός Θέμης Ανδρεάδης, που είχε ήδη εμφανιστεί στη δισκογραφία με το άλμπουμ «Γελοιογραφίες» δύο χρόνια πριν, αναζητούσε το υλικό για έναν δεύτερο προσωπικό δίσκο. Παίρνοντας μεταγραφή από την Columbia στη Minos γνώρισε τον Αχιλλέα Θεοφίλου, ο οποίος είχε ήδη δώσει δυνατό στίγμα ως παραγωγός πολύ επιτυχημένων δίσκων της εποχής. Από την πρώτη στιγμή ο Θεοφίλου το πήρε όλο πάνω του, πιστεύοντας ότι ο Ανδρεάδης μπορεί να αφήσει πρόσκαιρα το σκωπτικό ύφος και να ασχοληθεί με το ρεμπέτικο και τις καθαρόαιμες μπαλάντες. Για τον λόγο αυτό τον γνώρισε με τον γνωστό ερευνητή του ρεμπέτικου Κώστα Χατζηδουλή, ο οποίος τελικά έκανε την επιλογή παραδοσιακών σμυρναίικων τραγουδιών και συνθέσεων του Παναγιώτη Τούντα, της Ρόζας Εσκενάζυ, του Στέλιου Κηρομύτη κ.ά.
Ένας άλλος συνθέτης που ο Θεοφίλου κάλεσε να συμμετάσχει στο άλμπουμ ήταν ο Βασίλης Δημητρίου, που επιμελήθηκε τις ενορχηστρώσεις μαζί με τον Τάσο Καρακατσάνη και έδωσε και τρία δικά του τραγούδια βασισμένα κυρίως σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου. Στο ίδιο άλμπουμ, πάντα με την καθοδήγηση του Θεοφίλου, ο Ανδρεάδης τραγούδησε και δύο συνθέσεις του Διονύση Σαββόπουλου: τη «Σωματική ανάγκη» και τον «Πολιτευτή» – το δεύτερο προτού ηχογραφηθεί ξανά από τον ίδιο τον Σαββόπουλο στη «Ρεζέρβα» (1979). Μάλιστα, ο Ανδρεάδης θυμάται σήμερα ότι ο Θεοφίλου έκανε και κάτι άλλο που δεν το συνήθιζε. Επεισε την τότε σύζυγό του, Χαρούλα Αλεξίου, η οποία ήταν ανερχόμενη στη δισκογραφία, να κάνει τις δεύτερες φωνές.
Ο δίσκος με τίτλο «Ο πρωταθλητής» σηματοδότησε αλλαγή πλεύσης στην καριέρα του Θέμη Ανδρεάδη και έφερε 100% την υπογραφή του Αχιλλέα Θεοφίλου πάνω στην πιο δημιουργική του περίοδο ως παραγωγού. «Συναντιόμασταν τακτικά τελευταία στη Νέα Σμύρνη, όπου ήμασταν γείτονες, και κάναμε απίστευτα γέλια, ενθυμούμενοι τις παλιές καλές εποχές. Ηταν ωραίος άνθρωπος ο Αχιλλέας» ακούω τον Θέμη Ανδρεάδη να μου λέει απ’ την άλλη άκρη της γραμμής, εμφανώς συγκινημένος με τη δυσάρεστη είδηση της απώλειάς του.
Ο Αχιλλέας Θεοφίλου έφυγε από τη ζωή την Τρίτη 20 Μαΐου σε ηλικία 85 ετών, αφήνοντας ένα δυσαναπλήρωτο κενό στον νευραλγικό τομέα της εγχώριας δισκογραφικής παραγωγής και με πλήρως αναγνωρισμένη την αξία του στην πολιτιστική ζωή της Ελλάδας για περισσότερο από πενήντα χρόνια.