Ο Διονύσης Σαββόπουλος έφυγε από τη ζωή σήμερα σε ηλικία 81 ετών παίρνοντας μαζί του μια ολόκληρη εποχή. Με συγκίνηση ακούμε απόψε τα τραγούδια του και ξεφυλλίζουμε την αυτοβιογραφία του με τίτλο «Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα» (εκδ. Πατάκη) από την οποία ξεχωρίζουμε την αφήγησή του από τη γνωριμία του με τον Μίκη Θεοδωράκη. Ήταν τα χρόνια της δεκαετίας του ’60 όταν είχε αποφασίσει ότι θα κατέβαινε στην Αθήνα:
«Είχα ζητήσει από τον Μίκη Θεοδωράκη να μου βρει, αν μπορεί, καμιά δουλειά. Τον είχα πλησιάσει δύο χρόνια πριν στη Θεσσαλονίκη. Κατέβαινε στην πλατεία Αριστοτέλους. Πήγα και του είπα με ύφος και θράσος: “Χαίρετε. Δεν ζητάω ποτέ μου αυτόγραφα, αλλά για εσάς θα κάνω μια εξαίρεση(!)”. Με κοίταξε με χαμόγελο απορίας και τρυφερότητας. Μου έγραψε μερικά ωραία λόγια και υπέγραψε. Το πήρα το αυτόγραφο, τον ευχαρίστησα και έφυγα αφήνοντάς τον με την απορία “τι είναι αυτός ο παλαβούτσικος;”.
Μια άλλη φορά που σκοτωνόμασταν οι Λαμπράκηδες για το ποια είναι η σωστή μορφή πάλης ενάντια στον καπιταλισμό και υπήρχε μέχρι και απειλή διάσπασης, ανέβηκε πάλι στη Θεσσαλονίκη ο Θεοδωράκης για να μας συνετίσει. Συμμετείχα σε μια από ’κείνες τις εξουθενωτικές συνεδριάσεις, που τελειωμό δεν έχουν. Βγήκαμε ύστερα στη λεωφόρο. Πήρα αγκαζέ το Θεοδωράκη και του είπα: “Ελάτε να προχωρήσουμε πλάι πλάι, για λόγους κοινωνικής προβολής, να μας δει η Τσιμισκή(!)”. Με κοίταξε με το ίδιο υπομονετικό χαμόγελο. Βαδίσαμε για λίγο. Με ρώτησε ποιος είμαι, τι θέλω να κάνω. Άλλο που δεν ήθελα. Έβγαλα απ’ την τσέπη μου μια διπλωμένη παρτιτούρα, το “Μια θάλασσα μικρή”, και του την έδωσα να τη διαβάσει. Μου είπε δυο καλά λόγια και χαιρετηθήκαμε».






















