«Όταν σε είδα σ’ εκείνο το ταξίδι έλεγες ασυναρτησίες»

Screenshot

Δύο βιβλία με οικογενειακές ιστορίες της Ελένης Σικελιανός.

Η Ελένη Παπαμάρκου γεννήθηκε στις ΗΠΑ από πατέρα πρόσφυγα της Μικρασίας ο οποίος επιβιβάστηκε σε ένα πλοίο του Ερυθρού Σταυρού αφήνοντας πίσω του τη φλεγόμενη Σμύρνη το 1922. Η γερμανικής καταγωγής μητέρα της -μια γυναίκα επιρρεπής σε νευρικές κρίσεις- προερχόταν από γενιά βραβευμένων καλλιεργητών ντάλιας που ζούσαν στις μεσοδυτικές πολιτείες. Δίπλα στους γονείς της η Ελένη θήτευσε στον κόσμο του ρεμπέτικου, καθώς εμφανίζονταν οι τρεις τους σε νυχτερινά κέντρα της Αμερικής (ο πατέρας της έπαιζε σαντούρι, η μητέρα της τραγουδούσε κι αυτή χτυπούσε ρυθμικά το ντέφι).

Μεγαλώνοντας επανεφηύρε τον εαυτό της και άλλαξε το όνομά της σε Μελένα, το Κορίτσι Λεοπάρδαλη. Υπήρξε εκπάγλου καλλονής χορεύτρια μπουρλέσκ και εμφανιζόταν στη σκηνή φορώντας κοστούμι που παρέπεμπε στην εικόνα του αιλουροειδούς. Η Χρυσή Ελληνίδα (ένα από τα δεκάδες ψευδώνυμά της) παντρεύτηκε πέντε φορές, γέννησε τρία κορίτσια και έζησε μια ζωή γεμάτη, στα όρια του παράφορου. Την ιστορία της κατέγραψε σε βιβλίο πριν από λίγα χρόνια η εγγονή της, ποιήτρια συγγραφέας και καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Brown Ελένη Σικελιανός, η οποία τυγχάνει από την πλευρά του πατέρα της να είναι δισέγγονη του Άγγελου Σικελιανού και της Εύας Πάλμερ.

Το υβριδικό αφήγημα στο οποίο συνυπάρχουν το χρονικό, το δοκίμιο, η ποίηση και οι φωτογραφίες και έχει τίτλο «Εσύ, η ζωώδης μηχανή» (εκδ. Πατάκη, μτφρ. Κατερίνα Σχινά) αποτελεί μια συγκινητικά ανθρώπινη καταγραφή μιας προσωπικότητας που ασφυκτιούσε στο στενό πλαίσιο που η εποχή της επέβαλε να στριμωχτεί. Είναι όμως και πολλά άλλα.

Σύμφωνα με τη συγγραφέα: «Τούτο το βιβλίο είναι κομμάτι μιας ευρύτερης οικογενειακής ιστορίας, ενός κυκλοφορικού συστήματος που περικλείει μορφινομανείς και ηρωινομανείς, πρόσφυγες, αριστοκράτες από το Ιόνιο, μια από τις πλουσιότερες οικογένειες των Ηνωμένων Πολιτειών που εξάντλησε την περιουσία της επιχειρώντας να αναβιώσει το αρχαιοελληνικό θέατρο, Εβραίους από τη Λιθουανία, πεντέξι μουσικούς, έναν ζωγράφο, αρκετούς ποιητές (έναν υποψήφιο για Νόμπελ), λεσβίες, διακινητές οπίου, γκαρσόνες, μια χορεύτρια μπουρλέκ ονόματι Μελένα, το Κορίτσι Λεοπάρδαλη (ένα από τα πολλά καλλιτεχνικά της ψευδώνυμα) και έναν νάνο (έναν από τους πέντε συζύγους της), που όλοι τους αγκυροβόλησαν στις ακτές της αμερικανικής πατρίδας μας».

Το βιβλίο αυτό δεν είναι το πρώτο που περιλαμβάνει οικογενειακές ιστορίες της συγγραφέα. Είχε προηγηθεί το 2004 το «Βιβλίο του Τζον» (στα ελληνικά μεταφράστηκε το 2014 από την Κ. Σχινά για τις εκδόσεις Πατάκη) το οποίο είναι επίσης γραμμένο σε υβριδική μορφή, ένα στιλ που πολύ ταιριάζει στη Σικελιανός. Εκεί μέσα από επιστολές, ποιήματα, αποσπάσματα από ημερολόγια και δικές της αναμνήσεις συνθέτει το πορτρέτο του πατέρα της, ο οποίος υπήρξε εγγονός του Άγγελου Σικελιανού και της Εύας Πάλμερ και γιος του Γλαύκου Σικελιανού.

Όπως και στο βιβλίο για τη γιαγιά της Ελένη Παπαμάρκου, έτσι και στο «Βιβλίο του Τζον» η συγγραφέας κοιτάζει κατάματα την οικογενειακή της ιστορία, με θάρρος και χωρίς διάθεση ωραιοποίησης. Στην περίπτωση του Τζον ο λόγος της είναι σε σημεία σκληρός, καθώς οι δυο τους δεν κατόρθωσαν να έχουν τη σχέση που μια κόρη θα επιθυμούσε να έχει με τον πατέρα της, κυρίως εξαιτίας της διπολικής διαταραχής από την οποία έπασχε εκείνος. Η πάθησή του την οποία παραμελούσε, όπως συχνά συμβαίνει σε περιπτώσεις ψυχικά πασχόντων, δεν του κόστισε μόνο την προσωπική γαλήνη αλλά και την επαφή του με τους συνανθρώπους του – αντιθέτως είχε μια αξιομνημόνευτη σχέση με τα ζώα.

Ο Τζον πειραματιζόταν με ουσίες, ήταν εξαιρετικός μουσικός και μετακινούνταν διαρκώς καθώς δυσκολευόταν να μείνει στο ίδιο μέρος πάνω από είκοσι λεπτά. Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του άστεγος και πέθανε από υπερβολική χρήση ναρκωτικών. Το βιβλίο της Σικελιανός αποτελεί έναν σπαρακτικό αποχαιρετισμό στον πατέρα που πάντοτε αγαπούσε μα ποτέ δεν κατάφερε να χαρεί.

«Όταν ήμουν παιδί, τις ελάχιστες φορές που σε είδα, με θάμπωνες τις ώρες που κοπανούσες τα πλήκτρα του πιάνου, που έλεγες ιστορίες για γάτες και για σκύλους, και για τότε, στα δεκάξι σου, όταν ξεφλούδισες μια άκρη από έναν πίνακα του Ρουσσό στο Λούβρο και τη φύλαξες στην τσέπη σου όλο το καλοκαίρι ψηλαφώντας την συνέχεια, ώσπου δεν είχε απομείνει τίποτα πια από αυτήν, πέρα από σκόνη» γράφει στο κείμενο που του απευθύνει, μια επί της ουσίας ανεπίδοτη επιστολή στην οποία εναλλάσσεται η νοσταλγία με την απογοήτευση. «Την επόμενη φορά που σε είδα σ’ εκείνο το ταξίδι ήσουν μεθυσμένος ή μαστουρωμένος και έλεγες ασυναρτησίες για την πρόσφατη ερωτική σου περιπέτεια και τα μισοματαιωμένα επιχειρηματικά σου σχέδια. Δεν ήθελα να ακούσω τίποτε από αυτά και για πρώτη φορά σου το είπα» σημειώνει.

Πριν από λίγο καιρό η Ελένη Σικελιανός είχε επισκεφτεί την Αθήνα με αφορμή την παράσταση «Εσύ, η ζωώδης μηχανή», η οποία βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της. Είχαμε συναντηθεί τότε και μου μίλησε για τις οικογενειακές ιστορίες σε μια συνέντευξη που δημοσιεύτηκε στο Documento. Στην ερώτηση σχετικά με το πώς προέκυψαν τα βιβλία εξήγησε πως η ανάγκη της να αφηγηθεί τις ιστορίες της οικογένειάς της προήλθε από το γεγονός πως ποτέ δεν ταίριαζαν με όσες άκουγε γύρω της. «Όταν ήμουν παιδί κανένας από τους συμμαθητές μου δεν είχε να αφηγηθεί κάτι αντίστοιχο. Πιστεύω πως μου γεννήθηκε η ανάγκη να τις πω για να επεξεργαστώ εν μέρει το τραύμα».

Μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρη τη συνέντευξη εδώ