«Οταν θα φύγεις θα νιώθω τελείως παράλυτος»

«Οταν θα φύγεις θα νιώθω τελείως παράλυτος»

Το χρονικό της σχέσης του Αλμπέρτο Μοράβια και της Ελσα Μοράντε μέσα από τις επιστολές που έστελνε ο συγγραφέας για 36 χρόνια.

«Τα ζευγάρια των λογίων είναι σωστή πληγή» έγραφε η Ελσα Μοράντε στην επιστολή που έστειλε στη συγγραφέα Μαρία Βάλι τον Ιανουάριο του 1945. Επειτα από οκτώ χρόνια σχέσης με τον Αλμπέρτο Μοράβια είχε γίνει και στους δύο σαφές ότι δεν θα μπορούσαν να ευτυχήσουν. Οσοι γνώρισαν τους «ΜΜ», όπως συνήθιζαν να τους αποκαλούν, δυσκολεύονταν να τους σκεφτούν χωριστά.

Η σχέση τους, η οποία πέρασε από σαράντα κύματα αλλά εξακολούθησε να υφίσταται μέχρι το τέλος της ζωής τους, ξετυλίγεται στο πέρασμα του χρόνου μέσα από την έκδοση «Οταν έρθεις θα είμαι σχεδόν ευτυχισμένος – Γράμματα στην Ελσα Μοράντε 1947-1983». Το βιβλίο, το οποίο έχει επιμεληθεί η Αλεσάντρα Γκραντέλις, μελετήτρια της σύγχρονης ιταλικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα και τα τελευταία χρόνια ερευνήτρια του έργου του Μοράβια, περιλαμβάνει τις επιστολές που είχε στείλει ο συγγραφέας στην Ελσα Μοράντε από το 1947 έως το 1983, δηλαδή το διάστημα του γάμου τους και μετά το τέλος της συζυγικής σχέσης. Το 1947 άρχισε να αναγνωρίζεται το έργο του Μοράβια ενώ η Μοράντε ετοιμαζόταν να κυκλοφορήσει το πρώτο της μυθιστόρημα, «Ψέμα και μάγια», το οποίο θα γινόταν το magnum opus της και θα της χάριζε το λογοτεχνικό βραβείο Viareggio.

Τα γράμματα που διασώθηκαν

Το βιβλίο του Μοράβια περιλαμβάνει 110 επιστολικά ντοκουμέντα (επιστολές, εικονογραφημένες κάρτες, καρτ ποστάλ και τηλεγραφήματα), 58 από τα οποία είναι ήδη δημοσιευμένα και 52 ανέκδοτα. Το υλικό προέρχεται από το αρχείο Μοράντε που φυλάσσεται στην Κεντρική Βιβλιοθήκη της Ρώμης. Παρότι η Μοράντε υπήρξε επιμελής στη διατήρηση της αλληλογραφίας, δεν συνέβη το ίδιο και με τον Μοράβια.

Στις επιστολές που έστειλε ο Μοράβια αποτυπώνονται στιγμές καθημερινότητας αλλά και μύχιες σκέψεις που αφορούν το συναισθηματικό αδιέξοδο το οποίο ένιωθε, την ανάγκη του για αγάπη και τη μοναξιά που βίωνε παρότι υπήρξε σεβαστό μέλος ενός σημαντικού κύκλου λογίων, μεταξύ των οποίων ο Πιερ Πάολο Παζολίνι, o Σάντρο Πένα, ο Ουμπέρτο Σάμπα, ο Εντσο Σιτσιλιάνο, ο Αντόνιο Ντεμπενεντέτι. Κυρίως όμως τα γράμματα αυτά αποτελούν το χρονικό της σχέσης του με τη Μοράντε, η οποία ήταν αδύνατο να ευτυχήσει αλλά άλλο τόσο ακατόρθωτο να διαλυθεί.

Ενας πικρός έρωτας με διάρκεια

Εκείνος αστικής καταγωγής, εκείνη από ταπεινή οικογένεια, συνδέθηκαν βαθιά μέσα από την αγάπη τους για τη λογοτεχνία. Γνωρίστηκαν το 1936, έγιναν ζευγάρι το 1937 και παντρεύτηκαν το 1941. Η σχέση τους ήταν εξαρχής ταραχώδης με διαρκείς ανταγωνισμούς και ταπεινώσεις, σύμφωνα με το «Ημερολόγιο 1938» της Μοράντε. «Η Ελσα κι εγώ σπάνια μιλάμε ο ένας για το έργο του άλλου, εγώ ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, περισσότερο απ’ όσο εκείνη […] Δεν ήμασταν διόλου δύο επαγγελματίες συγγραφείς που διαβάζουν ο ένας στον άλλο τα χειρόγραφά τους, συζητούν για βιβλία, λογομαχούν για την αξία ή την απαξία των συγγραφέων που διαβάζουν. Ημασταν, στην πραγματικότητα, ένας άνδρας και μια γυναίκα σε μια σχέση πολύ δύσκολη, πολύ προσωπική» αναφέρει ο Μοράβια στην αυτοβιογραφία του.

«Αγάπησα πολύ την Ελσα μα ποτέ δεν την ερωτεύτηκα» γράφει στο κείμενό του «Amore e morte». Οι δυσκολίες στον γάμο τους έγιναν το καύσιμο στο έργο τους. Μέσα στη σχέση αυτή ο Μοράβια έγραψε τον «Συζυγικό έρωτα» (1949), την «Περιφρόνηση» (1954), την «Πλήξη» (1960), αλλά και το διήγημα «Σελήνη του μέλιτος, ήλιος του δηλητηρίου» (1951). Η τελική ρήξη ήρθε μεταξύ τους το 1949 όταν η Μοράντε ερωτεύτηκε με πάθος τον Λουκίνο Βισκόντι και πέρασε μαζί του τρία χρόνια. Παρ’ όλα αυτά έζησε στο ίδιο σπίτι με τον Μοράβια μέχρι το 1963.

Η ανθρώπινη πλευρά ενός μύθου

Μέσα από τις επιστολές βλέπουμε πέρα από την εξέλιξη της σχέσης του ζευγαριού την ανθρώπινη πλευρά του Μοράβια, τον οποίο γνωρίζουμε κυρίως μέσα από το έργο του. «Βγήκα και πήγα για ψώνια: ψωμί, αυγά, καφέ κ.λπ. Ο κοτοπουλάς στη Βία Οφάντο ρωτούσε πού είσαι και γιατί δεν σε βλέπει πια» της γράφει από τη Ρώμη το 1946, ενώ εκείνη βρίσκεται στο Κάπρι. Μέσα από τα μάτια του συγγραφέα βλέπουμε τη Ρώμη της εποχής («Μου φαίνεται πως έχει χαλάσει πολύ»), το Κάπρι που έχει αρχίσει να οικοδομείται χωρίς ουσιαστικό πλάνο. «Στη Βενετία επικρατεί το αδιαχώρητο μα ο κόσμος είναι φριχτός και διόλου κομψός, σα να λέμε Αυστριακοί, Γερμανοί, Αμερικανοί τέταρτης κατηγορίας» γράφει τον Αύγουστο του 1955.

Ο Μοράβια ως πρόεδρος της οργάνωσης PEN International ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο για να δώσει διαλέξεις. Στα ταξίδια αυτά είχε συναντήσεις με κορυφαίες προσωπικότητες της εποχής όπως οι Σολ Μπέλοου, Ρόμπερτ Πεν Ουόρεν, Ρόμπερτ Φροστ, Νόρμαν Μέιλερ, για τις οποίες ωστόσο λίγα μαθαίνουμε από τις επιστολές του και περισσότερα από τις σημειώσεις της επιμελήτριας. Αυτό που κυρίως τον ενδιαφέρει στα γράμματά του είναι η ιδιωτική του ζωή: οι γάτες τους που τσακώνονται διαρκώς, η επαφή με τους στενούς φίλους, η μοναξιά. Και πάνω απ’ όλα η ανάγκη του να λειτουργήσει η σχέση του με τη Μοράντε, έστω και αργά. «Οταν θα φύγεις, φοβάμαι στ’ αλήθεια ότι για κάποιο διάστημα τουλάχιστον θα νιώθω τελείως παράλυτος» της εξομολογείται.

ΙΝFO
Το βιβλίο «Οταν έρθεις θα είμαι σχεδόν ευτυχισμένος – Γράμματα στην Ελσα Μοράντε 1947-1983» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα σε μετάφραση του Σταύρου Παπασταύρου

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter