Παναγιώτης Τσαλικίδης: «Να βρεθεί ένας δικαστής να κάνει τη δουλειά του»

«Το πιο απάνθρωπο για μας είναι αυτό το μπρος πίσω… Δώδεκα χρόνια τώρα να ελπίζεις και μετά να… ξε-ελπίζεις. Αυτό είναι το μεγαλύτερο κόστος. Και τι ζητάμε; Να βρεθεί κάποια ημέρα ένας δικαστής που θα κάνει αυτό που πρέπει, τη δουλειά του δηλαδή. Να βγει και να μας πει ότι κάποιος φταίει για τον αδερφό μου και να παραδεχτούν το λάθος τους… Για να έχει νόημα».

Μας μιλάει ο Παναγιώτης Τσαλικίδης, που πριν από δώδεκα χρόνια έζησε την ανθρώπινη τραγωδία στον μέγιστο βαθμό. O άνθρωπος που είδε τον αδερφό του κρεμασμένο, πήρε ένα μαχαίρι, έκοψε το σκοινί που ήταν περασμένο γύρω από τον λαιμό του, αγκάλιασε το άψυχο σώμα και το ξάπλωσε στο κρεβάτι.

Από τότε και μέχρι σήμερα, που η δικογραφία για τον θάνατο του σχεδιαστή δικτύου και διευθυντή τεχνολογίας της Vodafone Κώστα Τσαλικίδη ανασύρεται από το αρχείο, χάρη στην απόφαση-κόλαφο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για τις ελληνικές δικαστικές αρχές, δεν έχει σταματήσει να αγωνίζεται για να αποδείξει ότι ο αδερφός του δεν αυτοκτόνησε αλλά τον «αυτοκτόνησαν». Οτι υπήρξε θύμα ενός τεράστιου σκανδάλου κατασκοπείας, που αποκαλύφτηκε έναν χρόνο ύστερα από εκείνο το πρωινό του Μαρτίου του 2005 που τον βρήκε η μητέρα του κρεμασμένο μέσα στο σπίτι του.

Συναντήσαμε τον Π. Τσαλικίδη το απόγευμα της περασμένης Πέμπτης. Το ίδιο πρωί είχε ανακοινωθεί από την Εισαγγελία Εφετών Αθήνας ότι ο εισαγγελέας Γρηγόρης Πεπόνης έπειτα από παραγγελία του προϊσταμένου του Αντώνη Λιώγα θα διερευνήσει εκ νέου τις συνθήκες θανάτου του 39χρονου. Τώρα, που το ευρωπαϊκό δικαστήριο καταδίκασε την Ελλάδα επειδή δεν διερεύνησε επαρκώς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έφυγε από τη ζωή ο νέος αυτός άνθρωπος.

Ο Παναγιώτης Τσαλικίδης, που μιλά για τον «ξεροκέφαλο» αδερφό του και τα μάτια του βουρκώνουν, δεν τρέφει αυταπάτες. Ξέρει ότι σε αυτήν ειδικά την υπόθεση δεν είναι εύκολο να εντοπιστούν οι δράστες. Ούτε να βρεθεί αυτός «που του πέρασε τη θηλιά».

«Ο φόβος κρατάει πολλά χρόνια» μας λέει. Θέλει όμως μια «δικαίωση ως προς την αυτοκτονία». Μια δικαίωση γι’ αυτό το «πολύ ελληνικό», όπως πολύ εύστοχα το χαρακτήρισε, που έγινε στην περίπτωση του αδερφού του, όπως δυστυχώς συμβαίνει και σε πολλές άλλες υποθέσεις…

Γιατί κάποιοι, «υπεύθυνοι-ανεύθυνοι δεν κάνουν έκαναν τη δουλειά τους». Κι εδώ, «όπως αποδείχτηκε, ήταν οι δικαστές που δεν έκαναν τη δουλειά τους. Κι όμως κάποιοι παίρνουν προαγωγές, αμείβονται καλύτερα, γίνονται ακόμη και υπουργοί και άλλοι πεθαίνουν είτε γιατί δεν έκαναν πίσω είτε για άλλους λόγους, επίσης “πολύ ελληνικούς”».

«Εμείς», θυμίζει, «από την αρχή είχαμε υποψίες ότι κάτι συνέβαινε με τη δουλειά του. Οι ίδιοι οι αστυνομικοί μου το είχαν πει όταν είχα πάει στη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, ότι εδώ τα πράγματα είναι περίεργα, μετράς “ένα κι ένα” και κάνουν τρία. Δεν υπήρχε λογική ακολουθία που να οδηγεί στην αυτοκτονία, όπως βιάστηκαν να αποφανθούν –χωρίς να το ψάξουν– αστυνομία και Δικαιοσύνη».

Είναι όμως η απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου που έκρινε ότι οι ελληνικές αρχές δεν έκαναν σωστά το καθήκον τους μια δικαίωση στον αγώνα που δίνετε για την αλήθεια; Μπορεί σε αυτή την υπόθεση να υπάρξει δικαίωση;

Δικαίωση; Είναι δικαίωση ως προς την αυτοκτονία, που την αμφισβητήσαμε από την αρχή. Γιατί ήρθε και είπε ότι δεν έχει εξεταστεί καθόλου το ενδεχόμενο της δολοφονίας, σύμφωνα με τα στοιχεία που είχαν προσκομιστεί. Με αυτή την έννοια είναι δικαίωση. Μας φαίνεται εξωπραγματικό ότι έχουν περάσει κοντά 12 χρόνια και τώρα λένε ότι θα ξανανοίξουν μια υπόθεση που δεν έχει τίποτε το δύσκολο… Δεν ρωτήθηκαν από την πρώτη ημέρα άνθρωποι που έπρεπε να ερωτηθούν για συγκεκριμένα θέματα, όπως πρέπει να γίνεται όταν υπάρχουν υποψίες για δολοφονία. Δεν ήρθε ένας δικαστής να κοιτάξει ούτε για το σκοινί, τη θηλιά…

Υστερα από όλα όσα δεν συνέβησαν έχετε πια ελπίδα, έχετε εμπιστοσύνη ότι τουλάχιστον τώρα που ξανανοίγει ο φάκελος θα βρεθεί κάτι, με δεδομένη και την ιδιαιτερότητα της υπόθεσης; Οταν πίσω της κρυβόταν το μεγαλύτερο σκάνδαλο υποκλοπών που αποκαλύφτηκε ποτέ στη χώρα και τεράστια συμφέροντα;

Εχουμε την ελπίδα, γι’ αυτό και κινούμε τις διαδικασίες. Αν δεν υπήρχε ελπίδα δεν θα μπαίναμε και σ’ αυτήν τη διαδικασία. Πάντα υπάρχει ελπίδα ότι τα πράγματα μπορεί να διορθωθούν. Εχουμε ένα νέο ξεκίνημα, έτσι είναι σε όλα η χώρα μας… Το πιο απάνθρωπο σε αυτή την υπόθεση είναι που ελπίζεις και μετά χάνεις την ελπίδα και ξανά από την αρχή. Το ψυχικό κόστος είναι πολύ μεγάλο, όπως και η απογοήτευση, αλλά ζεις στην Ελλάδα Το πραγματικό κόστος είναι αυτό και το μέρος της ανθρωπιάς που χάνεται. Ελπίζουμε σε κάποιος φως, ότι κάποιος φταίει, ρε παιδιά. Να βγει κάποιος και να πει ότι κάποιος φταίει κι ότι εκεί κάναμε λάθη… Να βρεθεί κάποια ημέρα ένας δικαστής που θα κάνει αυτό που πρέπει για να βελτιωθούν κάποια πράγματα, να έχει κάποιο νόημα.

Τόσα χρόνια δεν ήθελαν;

Σίγουρα υπάρχει ένας συνδυασμός πραγμάτων… Μια καταδίκη όμως όπως αυτή από το ευρωπαϊκό δικαστήριο μπορεί να λειτουργήσει σαν καταλύτης, όχι μόνο για να σωθούν τα προσχήματα από ένα μέρος της ελληνικής Δικαιοσύνης αλλά για να δοθεί το έναυσμα να προχωρήσουν σε βάθος.

Λειτούργησε συγκαλυπτικά η Δικαιοσύνη στην περίπτωση του αδερφού σας;

Μερικές φορές κάνεις κάτι για να διορθώσεις κάτι άλλο που έχει αποκαλυφθεί και τα κάνεις χειρότερα… Εδώ το ίδιο το κράτος δεν το είδε ούτε διαπραγματευτικά. Λειτούργησε με εντελώς λανθασμένο τρόπο. Το έχω ακούσει από πολλούς ανθρώπους ότι είχαμε ένα χαρτί για να διαπραγματευτούμε, πέθανε ένας άνθρωπος σε αυτή την ιστορία, να πάρουμε κάποια ανταλλάγματα.

Και περιμένετε τώρα να εντοπιστούν οι υπεύθυνοι; Ο θάνατος του αδερφού σας συνδέεται με ένα τεράστιο πολιτικό θέμα, υπάρχουν από πίσω μυστικές υπηρεσίες, ξένοι πράκτορες…

Να βρεθεί δράστης με ονοματεπώνυμο θα είναι δύσκολο, όμως τόσο το ευρωπαϊκό δικαστήριο όσο και αστικό δικαστήριο έχουν αποφανθεί κατά της αυτοκτονίας και δείχνουν προς συγκεκριμένο χώρο, που δεν ήταν ο χώρος του σπιτιού αλλά της δουλειάς που έκανε ο Κώστας… Να βρεθεί ένας δικαστής να κάνει τη δουλειά του πρέπει.

Εσείς δεν φοβηθήκατε κάποια στιγμή να συνεχίσετε;

Φοβηθήκαμε… Εγώ είχα ανθρώπους που με παρακολουθούσαν, ήταν κάτω από το σπίτι, με ακολουθούσαν στο περπάτημα, ήταν εμφανές. Υπέθετα όμως ότι δεν θα γινόταν κάτι, θα ήταν βλακώδες. Το είχα πει στις καταθέσεις μου στην πρώτη εισαγγελική έρευνα. Το είχα πει στον Διώτη…

Και τι σας είπε;

Οτι «συμβαίνουν αυτά». Αργότερα ο εφέτης Πετρόπουλος μας είχε πει: «Τι κάνετε εδώ, παιδιά; Δεν πρόκειται να βρείτε άκρη σε αυτή την υπόθεση…».

Δεν ρωτήσατε γιατί;

Το μυαλό μου τότε δεν μου επέτρεπε να κάνω αυτή την ερώτηση. Τώρα που έγινε πάγος το αίμα μου… Να φανταστείτε, για να πάρω τον φάκελο από τον Πετρόπουλο έκανα δύο τρία χρόνια. Δεν μου τον έδιναν! Είχα πάει στον τότε υπουργό Δικαιοσύνης, στο γραφείο του, νομίζω ήταν ο Καστανίδης. Και θυμάμαι ότι ήταν απέξω αυτός ο τραγικός άνθρωπος από την Ηλεία που είχε χάσει παιδιά και γυναίκα στις πυρκαγιές… Είχε πολύ μεγαλύτερη συμφορά πάνω του από εμένα κι ήταν εκεί αυτός που είχε χάσει τα πάντα στη ζωή και αναγκαζόταν να πάει σε ένα γραφείο και να παρακαλάει για τα δικαιώματά του. Ηταν σαν χαμένος ο άνθρωπος. Δεν ξέρω τι είχε πάει να ζητήσει και περίμενε, προφανώς όμως δεν είχε πάει για ρουσφέτι. Μου έμεινε μια αίσθηση μεγάλης πικρίας για το κράτος μας, για την κοινωνία μας… Κι εγώ τον φάκελο πολύ αργότερα τον πήρα.

Δεν σκεφτήκατε ποτέ, και όταν αποκαλύφτηκαν οι υποκλοπές, μήπως είχαν φέρει τον αδερφό σας σε απόγνωση, μήπως του έριχναν ευθύνες που δεν του αναλογούσαν, αν εκβιαζόταν ίσως;

Ημουν πάντα απόλυτος ότι ο αδερφός μου δεν αυτοκτόνησε, δεν υπήρχε κανένα δείγμα. Ηταν επίμονος, ξεροκέφαλος, δεν υποχωρούσε. Ηθελε αυτό που έκανε να το τελειώνει, ήταν δύσκολο να τον κρατήσεις, ήταν εξαίρετος μηχανικός. Αλλωστε δεν είχε εξαρτήσεις, δεν τον ενδιέφεραν τα λεφτά – δεν τα είχε ανάγκη με τη ζωή που έκανε. Αυτόν τον ένοιαζε η μουσική, οι δίσκοι του. Αλλά ούτε θα επέτρεπε να πληρώσει αυτός για κάτι που είχε γίνει, δεν θα έκανε συμβιβασμό. Κι εκεί ήταν πολλοί άνθρωποι ανακατεμένοι· ένα τέτοιο σύστημα απαιτούσε πολλούς για να λειτουργήσει, ήταν και πολύ δύσκολο να το ρίξουν πάνω του.

Τι πιστεύετε έπειτα από τόσα χρόνια ότι είχε γίνει;

Οι τεχνικοί μέσα στην εταιρεία από ένα σημείο και μετά συνειδητοποίησαν ότι συνεχίζονταν οι υποκλοπές, ότι γινόταν ένα έγκλημα και ήθελαν να το σταματήσουν. Κάποιος όμως ήθελε να συνεχιστούν και αν υπήρχε ένας εκεί μέσα που θα έβαζε τη μεγαλύτερη φωνή, θα ήταν ο αδερφός μου. Πώς να το πω, ήταν ο φυσικός του ρόλος, ο άνθρωπος αυτός δεν κρυβόταν… Εψαχνε να βρει τι γινόταν, πού ήταν το τεχνικό πρόβλημα και το σύστημα ήταν σαν να το έπιανε πυρετός. Οταν συνειδητοποίησε τι γίνεται στο δίκτυο, προφανώς θα τον κατάλαβαν… Το λάπτοτ του ήταν συνδεδεμένο σε ένα κέντρο της εταιρείας, είχε μια λογισμική επαφή, αλλά δεν μάθαμε ποτέ τι είδους επαφή ήταν. Ζητήσαμε τα στοιχεία αλλά δεν παραδόθηκαν ποτέ από τη Vodafone. Δεν βλέπετε ότι έχουν περάσει τόσα χρόνια και κανείς από την εταιρεία δεν έχει βγει να πει τίποτε; Και οι ερωτήσεις που έγιναν από τον εισαγγελέα μετά δεν ήταν προς αυτή την κατεύθυνση. Φώναζε τους μάρτυρες και τους ρωτούσε αν ήταν καλό παιδί ο Τσαλικίδης. Καμία σχέση με την πραγματικότητα, με το αντικείμενο της έρευνας. Υπήρχε πολύ μεγάλος φόβος. Αν υπάρχει και θάνατος, αυτός ο φόβος κρατάει πολλά χρόνια. Σκέφτονται τι έπαθε ο άλλος και δεν μιλάνε – είναι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.

Η κοπέλα με την οποία ήταν αρραβωνιασμένος πώς είναι;

Είναι κι αυτή στους καμένους της υπόθεσης, ακόμη μόνη.